Κυπριακό και το εξάμηνο διάλειμμα του κ. Ερντογάν

Τάδε έφη ο τούρκος πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου που έδωσε στην Άγκυρα τη 18η τρέχοντος με τον φινλανδό πρωθυπουργό Γίρκι Κατάινεν, με την ευκαιρία της επίσκεψης του τελευταίου στην Τουρκία.

Η στάση αυτή της Τουρκίας είναι γνωστή. Σχετικές επί του θέματος δηλώσεις έχουν ξαναγίνει. Ο κ. Ερντογάν έχει ήδη απειλήσει ότι θα παγώσει (!) τις συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση αν η Κύπρος αναλάβει την προεδρία της τον Ιούλιο του 2012…

Δεν θα επανέλθουμε στον σχολιασμό των σχετικών δηλώσεων του τούρκου πρωθυπουργού. Τούτο έχει γίνει επαρκώς. Το Κυπριακό όμως, παρατηρούμε, επανήλθε στην τουρκική επικαιρότητα ύστερα από πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «Milliyet».

Σ υγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αναγραφέντα στην παραπάνω εφημερίδα, υπάρχει κάποιο «σχέδιο Βʼ», τριών φάσεων, που αφορά το Κυπριακό. Η πρώτη φάση θα αποβλέπει στη διεθνή αναγνώριση των κατεχομένων, που θα συνοδευτεί με το άνοιγμα των Βαρωσίων.

Σε περίπτωση αποτυχίας, προβλέπεται η μετονομασία της λεγόμενης «ΤΔΒΚ» σε «Τουρκοκυπριακό Κράτος».

Αν ούτε και αυτό επιτύχει, η Άγκυρα θα προχωρήσει στην προσάρτηση των κατεχομένων εδαφών.

Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, τούρκος αξιωματούχος εδήλωσε ότι μετά την ημερομηνία της 1ης προσεχούς Ιουλίου, που η Κύπρος αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ, θα διακοπούν οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Μετά την ημερομηνία αυτή δεν αναμένεται να συνεχιστούν οι συνομιλίες. Επαναλαμβάνεται, δηλαδή, η γνωστή τουρκική θέση περί «εξάμηνου διαλείμματος» που ανέφερε ο τούρκος πρωθυπουργός τη 18η Απριλίου.

Τη δίκαιη αντίδραση των κυπριακών αρχών προκάλεσαν τα τουρκικά αυτά δημοσιεύματα. Σε απάντηση μάλιστα αυτών, ο κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Στέφανος Στεφάνου δήλωσε στη Λευκωσία ότι η Κύπρος απορρίπτει ότι η 1η Ιουλίου αποτελεί χρονοδιάγραμμα για λύση του Κυπριακού, ενώ παράλληλα ετόνισε ότι καμία σχέση δεν υπάρχει μεταξύ της κυπριακής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ και του Κυπριακού.

Χαρακτηριστική και η δήλωση του ιδίου κύπριου εκπροσώπου ότι «το “σχέδιο Β΄” που διαφημίζει η Άγκυρα αντίκειται στο διεθνές δίκαιο και παραβιάζει ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών».

Η τουρκική πάντως πλευρά διέψευσε τις παραπάνω πληροφορίες περί ύπαρξης «σχεδίου Β΄» για το Κυπριακό, τονίζοντας ότι, σε περίπτωση που αποτύχουν οι σχετικές συνομιλίες των δύο μερών το ερχόμενο καλοκαίρι, όταν η Λευκωσία θα αναλάβει την προεδρία της ΕΕ, η τουρκοκυπριακή πλευρά θα είναι εκείνη που θα πρέπει να αποφασίσει περί του πρακτέου, διαψεύδοντας έτσι το σενάριο που αναγράφτηκε στη «Milliyet». Ο τούρκος μάλιστα αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς κινήθηκε και αυτός στο παραπάνω πλαίσιο, τονίζοντας ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έχει καμία πληροφορία για μετονομασία του «ψευδοκράτους».

Προκύπτει εύλογα λοιπόν το ερώτημα: Υπάρχει όντως «σχέδιο Β΄» για επίλυση του Κυπριακού ή τούτο αποτελεί αποκύημα της φαντασίας;

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πού βρίσκεται η σχετική αλήθεια. Μας προξενεί πάντως εντύπωση το ότι είναι δυνατόν να κυκλοφορούν τέτοια σενάρια και να αναγράφονται, μάλιστα, στον Τύπο, εν αγνοία της τουρκικής ηγεσίας…

Από πλευράς μας πάντως παρατηρούμε ότι σε περίπτωση ύπαρξης σχετικού σχεδίου, η τυχόν προώθησή του συνιστά σαφέστατα καταφανή παραβίαση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ. Για να λυθεί το Κυπριακό θα πρέπει να εξευρεθεί μια συμφωνημένη και βιώσιμη λύση, με βάση τις σχετικές αποφάσεις των ΗΕ, που θα συνάδει με τις αρχές και τις αξίες, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο και το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι, νομίζουμε, σκόπιμο να υπενθυμίσουμε δύο σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που αναφέρονται στο Κυπριακό και που πρέπει πάντοτε να αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς και υπενθύμισης προς τη διεθνή κοινωνία:

Τις αποφάσεις 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που καταδίκασαν τη μονομερή ανακήρυξη από την τουρκική πλευρά τον Νοέμβριο του 1983 των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου σε «ανεξάρτητο κράτος», το οποίο μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, καθώς και όλες τις αποσχιστικές ενέργειες, τις οποίες χαρακτήρισαν παράνομες και άκυρες. Όλα τα κράτη εκλήθησαν να μην αναγνωρίσουν το αποσχιστικό απολίθωμα, ενώ παράλληλα εζητείτο η άμεση απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη Εγγυήσεων, που υπογράφτηκε στο πλαίσιο των Συμφωνιών Λονδίνου – Ζυρίχης το 1960. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, το Κυπριακό αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής.

Τελευταία, λόγω του ενεργειακού θέματος, το Κυπριακό επανέρχεται στην επικαιρότητα. Και ουδείς βέβαια αμφισβητεί πόσο το ενεργειακό συνδέεται με τα θέματα της κυριαρχίας και της άσκησης όλων των απορρεόντων σχετικών δικαιωμάτων.

Η ακώλυτη όμως και πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων αυτών προϋποθέτει οριστική, δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού. Χωρίς αυτή, εξάλλου, δεν μπορεί να επέλθει εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όταν μάλιστα το Κυπριακό εξακολουθεί να παραμένει για τη χώρα μας διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής.

Το Κυπριακό λοιπόν επανέρχεται. Μέχρι την επίλυσή του θα αποτελεί κορυφαίο θέμα της εξωτερικής μας πολιτικής. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να είμαστε όλοι προσηλωμένοι συνεχώς στις αρχές και τις αξίες που διέπουν τη λύση του. Είναι οι αρχές αυτές που ο απανταχού Ελληνισμός υιοθετεί, προσυπογράφει και σθεναρά υποστηρίζει.

Τούτο έχουμε καθήκον πάντοτε να υπενθυμίζουμε στη διεθνή κοινωνία.


Σχολιάστε εδώ