Επιτέλους, εκλογές τιμωρίας!
Γι’ αυτό και οι ψηφοφόροι της 6ης Μαΐου του 2012 επωμίζονται τεράστιες ευθύνες. Και δεν πρέπει να πέσουν θύματα των όποιων επικοινωνιακών τρικ και των όποιων προπαγανδιστικών συνθημάτων των κομμάτων. Υπάρχουν πολλοί που θα μας παρουσιαστούν ότι τάχα μετάνιωσαν για τα δεινά που επισώρευσαν στον ελληνικό λαό. Όμως υπενθυμίζουμε σ’ αυτούς τους εμπνευστές του α’ Μνημονίου και σ’ αυτούς που το υποστήριξαν, καθώς και σε εκείνους που προστέθηκαν στη λίστα των υποστηρικτών του β’ Μνημονίου, ότι για τη συμπεριφορά τους αυτή δεν μπορούν να τύχουν καμίας συγγνώμης εκ μέρους του λαού. Και τούτο για δύο λόγους: α) γιατί το έγκλημα της υποστήριξης των εξοντωτικών για τους εργαζόμενους μέτρων δεν ήταν στιγμιαίο. Ελήφθη εν ψυχρώ και σε βάθος χρόνου, γεγονός που τους προσέφερε άνεση να σκεφτούν και να επιμετρήσουν τις επιπτώσεις και β) γιατί τα μέτρα κατευθύνθηκαν στις πλάτες του εργαζόμενου λαού, ενώ οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης παρέμειναν ουσιαστικά στο απυρόβλητο. Και αν δεχθούμε ακόμη, ότι η «τρόικα» εισηγείτο αυτά τα ηλίθια μέτρα, όπως τα ονόμασε και ο ξένος Τύπος, η δική μας η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να δεχτεί τη μονομερή επίπτωση αυτών των μέτρων στους αδύνατους πλέον πολίτες μόνο. Αλλά είναι πασίδηλο ότι σχεδόν όλα τα μέτρα είναι ελληνικής έμπνευσης. Και τώρα, για να μας κλέψουν τους ψήφους, ζητάνε συγγνώμη οι μνημονιάκηδες πολιτικοί μας. Βέβαια υπάρχει μεταξύ των νεοεμφανισθέντων κομμάτων μια ελπίδα, κάποιο από αυτά να ζητήσει και να επιτύχει την τιμωρία των ενόχων. Και κυρίως να πετύχει τη δραστική μείωση της δόσης λιτότητας που ταλαιπωρεί υπερβολικά τον ελληνικό λαό. Η υπερβολική δόση λιτότητας είναι που παραλύει ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα και καταδικάζει μια χώρα να μην μπορεί να ακολουθήσει αναπτυξιακή πορεία. Όπως κατ’ επανάληψη έχουμε γράψει, οι χαμηλοί μισθοί της λιτότητας δεν διορθώνουν την ανταγωνιστικότητα ούτε τονώνουν τις εξαγωγές. Και για παράδειγμα αναφέρουμε την περίπτωση των βαλκανικών κρατών που, παρά τους εξευτελιστικούς μισθούς που δίδονται εκεί, δεν έχουν βελτιώσει καθόλου την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους και την τόνωση των εξαγωγών τους. Τώρα και οι «τροϊκανοί» ακόμη, τόσο αντιδραστικοί και σκληροτράχηλοι νεοφιλελεύθεροι, έχουν παραδεχτεί ότι η λιτότητα που εφαρμόζεται στη χώρα μας είναι υπερβολική, και ορισμένοι μάλιστα τη χαρακτήρισαν «ηλίθια». Έχει γίνει πλέον δεκτό ότι η λιτότητα δημιουργεί μια σώρευση πλούτου σε λίγους τραπεζικούς και κερδοσκοπικούς επενδυτές. Και σωρεύει φτώχεια στην κοινωνική πλειονότητα των εργαζομένων και των μικροεπιτηδευματιών.
Εάν θελήσουμε αντικειμενικά να εντρυφήσουμε στην ιστορία των κομμάτων που μας κυβέρνησαν από τη μεταπολίτευση και μετά, θα δούμε ότι σε τρεις περιπτώσεις το
ΠΑΣΟΚ ήταν εκείνο που με τις επιλογές του πέτυχε τη συγκέντρωση του πλούτου στη μειονότητα των «εγκληματιών με κολάρο».
Και μπορούμε έτσι να το χαρακτηρίσουμε ως το πλέον δεξιό και νεοφιλελεύθερο κόμμα. Αυτή η τάση προς την Ακροδεξιά, που δειλά δειλά εκδηλώθηκε από το 1986 και μετά σφραγίζεται και επιβεβαιώνεται πλήρως από τρεις ληστείες που διέπραξε το ΠΑΣΟΚ και με τις οποίες διέλυσε τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Και αυτές είναι: α) η ληστεία του Χρηματιστηρίου το 1999-2000 β) η νομισματική μεταρρύθμιση από τη δραχμή στο ευρώ και γ) η σημερινή υπερβολική δόση λιτότητας. Οι τρεις αυτές επιλογές ήταν που διέλυσαν τη μεσαία τάξη και αφήρεσαν τεράστια ποσά εισοδήματος και αποταμιεύσεων από την κοινωνική πλειονότητα και μετέφεραν όλον αυτόν τον πλούτο στα θησαυροφυλάκια της ελληνικής οικονομικής ελίτ και σε πάρα πολλούς ημετέρους. Ας δούμε όμως περισσότερο αναλυτικά αυτές τις τρεις επιλογές, που κατά τη γνώμη μας αποτελούν την πηγή των δεινών που βιώνουμε σήμερα.
α) Υπόθεση Χρηματιστηρίου. Το 1999 και στις αρχές του 2000 έγινε η μεγαλύτερη ληστεία σε βάρος του λαού με την υπόθεση της ξέφρενης και παράλογης αύξησης των τιμών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών μετοχών. Είδαμε το παράδοξο μετοχές εταιρειών που βρίσκονταν στα πρόθυρα της πτώχευσης να ανεβαίνουν εντελώς αδικαιολόγητα. Και πτωχευμένες επιχειρήσεις, ή σε κατάσταση μη λειτουργίας, να εκδίδουν εκατομμύρια μετοχών από δήθεν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, και να τις πουλάνε στο Χρηματιστήριο σε υπέρογκες τιμές. Τα εποπτικά όργανα του Χρηματιστηρίου δεν θέλησαν να παρέμβουν σ’ αυτήν την αφύσικη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Η υπόθεση αυτή δεν ήταν ένα συνηθισμένο χρηματιστηριακό παιχνίδι. Ήταν μια στημένη και μελετημένη ενέργεια για μεταφορά κεφαλαίων, πλούτου και αποταμιεύσεων από τη μεσαία και εργατική τάξη στην οικονομική ελίτ και στα λαμόγια της.
Ο Έλληνας κατάπληκτος έβλεπε να ανεβαίνει κάθε μέρα ο δείκτης του Χρηματιστηρίου και άκουγε τους αρμόδιους οικονομικούς υπουργούς να ισχυρίζονται ότι αυτή η άνοδος αποδεικνύει τη δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας και την ευρωστία της. Και άκουγε επίσης τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη να προδικάζει τη συνεχή άνοδο του χρηματιστηριακού δείκτη. Και τα ασφαλιστικά ταμεία συνεχώς να επενδύουν τα αποθεματικά τους σε μετοχές.
Όλα αυτά παρέσυραν τον ελληνικό λαό το καλοκαίρι του 1999 να δίνει συνεχώς εντολές για αγορά μετοχών. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί ασφαλώς γνώριζαν τη «φούσκα» των τιμών των μετοχών. Και όταν ήρθε πλέον το σκάσιμο της φούσκας και η παντελής απαξίωση του χρηματιστηρίου, ενώ θα έπρεπε να λογοδοτήσουν σαν συνυπεύθυνοι της μεγάλης απάτης της μεσαίας τάξης και του ασφαλιστικού μας συστήματος, παρέμειναν στο απυρόβλητο. Όπως και όσοι επωφελήθηκαν από την κατάσταση αυτή. Έτσι έχουμε την πρώτη ευρείας έκτασης μετακίνηση πλούτου εκ των κάτω προς τα άνω, προς τα δεξιά της επιδίωξης του νεοφιλελευθερισμού για την μετατόπιση του πλούτου στα θησαυροφυλάκια των ολίγων.
β) Η μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ. Η προσχώρηση της Ελλάδος στην ΟΝΕ (Ευρωζώνη) και η νομισματική μεταρρύθμιση με την εγκατάλειψη της δραχμής και την υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, έγινε η αφορμή της τρομερής οικονομικής εξασθένησης των εργαζομένων και των μικρών επιχειρήσεων.
Πέρα από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αθωράκιστη και με παραποιημένα στατιστικά στοιχεία για την εξέλιξη των μακροοικονομικών της μεγεθών, σύρθηκε στην ΟΝΕ και στην υιοθέτηση του ευρώ, ενώ ήταν φανερό ότι με την εικονική αυτή πραγματικότητα θα οδηγείτο σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει. Πρέπει λοιπόν να υπενθυμίσουμε ότι ο έλληνας εργαζόμενος πλήρωσε το ευρώ πανάκριβα: ενώ η αγοραστική του αξία έφτανε στις 100 δραχμές, το πλήρωνε στις 340 δραχμές.
Έτσι φτάσαμε να πληρώνουμε τα προϊόντα σε τιμές πενταπλάσιες και οι προμηθευτές μας του εξωτερικού να εξάγουν τα προϊόντα τους υπερτιμολογημένα. Αυτό τελικά κατέληξε σε μια αφαίρεση εισοδήματος από τους εργαζομένους, υπό την εξής έννοια. Επειδή οι τιμές των ξένων προϊόντων είχαν περιθώρια πώλησης σε τιμές υπερυψωμένες στην ελληνική αγορά, οι ξένοι προμηθευτές μας τα πουλούσαν ακριβότερα από ό,τι στην εσωτερική τους αγορά και πάντα φθηνότερα και έστρεψαν την καταναλωτική προτίμηση στα εισαγόμενα. Έτσι φούντωσαν οι εισαγωγές μας. Με τον τρόπο αυτό η νομισματική μεταρρύθμιση, που δεν σχεδιάστηκε σωστά από την κυβέρνηση Σημίτη, κατέληξε σε μια ευρείας έκτασης αφαίμαξη εισοδήματος από τον έλληνα εργαζόμενο στους ντόπιους και ξένους μεγαλοεπιχειρηματίες. Η ένταξή μας όμως στην ΟΝΕ εξασφάλισε στα ελληνικές τράπεζες άφθονη ρευστότητα από την ΕΚΤ και μάλιστα με πολύ χαμηλά επιτόκια, δεδομένου ότι στη διεθνή αγορά (λόγω ρευστότητας) τα επιτόκια είχαν φθάσει σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα. Οι ελληνικές τράπεζες, με το αζημίωτο βέβαια, κάλυψαν την αφαίμαξη του εισοδήματος με προσφορά κάθε είδους δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών, προσωπικών, καρτοδανείων, δανείων για διακοπές κ.λπ.) και με την απερίσκεπτη έκδοση και κυκλοφορία πλαστικού χρήματος, δηλαδή πιστωτικών καρτών. Ο έλληνας καταναλωτής μπορούσε να καταναλώνει άφθονα, αυξάνοντας τον δανεισμό του στις τράπεζες και πίστεψε ότι αυτή η ευνοϊκή ευμάρεια κάλυψε (προσωρινά βέβαια) τη ληστρική μείωση του εργατικού εισοδήματος που προκάλεσε η χωρίς σωστό σχεδιασμό νομισματική μεταρρύθμιση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σημίτη. Και η κατάληξη αυτής της ανορθόδοξης οικονομικής κατάστασης είναι τα σημερινά προβλήματα υπερχρέωσης που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός.
γ) Η σημερινή ληστεία των Μνημονίων. Η σημερινή κατάσταση είναι γνωστή και τη βιώνει καθημερινά η πλειονότητα της κοινωνίας. Επομένως δεν χρειάζεται πλέον ανάλυση.
Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αρχής γενομένης με αυτά του τέως υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, έχουν καταλήξει στη ληστρική επιδρομή ενάντια στον εργαζόμενο. Παρατηρείται υπερβολική και συνεχόμενη μείωση των αποδοχών με την υπερφορολόγηση, με την επιβολή γελοίων και αδικαιολόγητων εισφορών και με τη συνεχή αύξηση των τιμών.
Ο εργαζόμενος βάλλεται και από το κράτος και από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Για τρίτη φορά κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πετυχαίνει την αφαίμαξη εισοδήματος από τον ελληνικό λαό και μάλιστα τεράστιας έκτασης. Έτσι, αντί τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να μην εμφανίζονται, προσπαθούν αντίθετα να προκαλέσουν τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού. Την πληρωμή τους όμως πρέπει να τη λάβουν στις επικείμενες εκλογές.