Ανατάσσεται κρίσιμη στρατηγική συγκυρία για Ελλάδα και Κύπρο
Και εννοούμε τα δεδομένα που δημιουργούνται από το νέο ενεργειακό τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο, στο οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει και η ίδια μερίδιο, και αφετέρου τον άξονα που ευαγγελίζεται και θέλει να προαγάγει το Ισραήλ ως αποτέλεσμα των νέων αυτών δεδομένων.
Άξονας που δεν σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση αντιπαράθεση προς τον αραβικό κόσμο. Κάθε άλλο. Και αυτό πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρισθεί. Οπωσδήποτε όμως ένας τέτοιος άξονας θα αποβεί δυνάμει αντίρροπο δέος προς την προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει τα ηγεμονικά της σύνδρομα στην περιοχή και να προεκτείνει την κηδεμονευτική της παρουσία στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, με τρόπους που είναι ήδη έκδηλοι και συνεχείς.
Να συγκεκριμενοποιήσουμε: Ισραήλ και Κύπρος ήδη προχωρούν με άλματα αφενός στη συνομολόγηση συμφωνίας για συνεκμετάλλευση των όμορων ενεργειακών τους κοιτασμάτων, τα οποία εκτείνονται στη νοτιοανατολική κυπριακή επικράτεια, και αφετέρου σε θεμελίωση ουσιαστικότερων παραμέτρων συνεργασίας σε ευρύτερους τομείς, που διαλαμβάνουν και αμυντικά ενδιαφέροντα, στο πλαίσιο ευδιάκριτων και αμοιβαίων συμφερόντων.
Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά, που ευγλώττως αποσιωπώνται μεν, αλλά προδήλως υποδηλώνονται από τις ανατασσόμενες επαφές μεταξύ Λευκωσίας και Τελ Αβίβ. Χωρίς με αυτό να υπονοείται σύμπραξη που στοχοποιεί οποιουσδήποτε πέραν της αναγκαίας θωρακίσεως των κοιτασμάτων.
Και η Αθήνα; Η Αθήνα δεν μπορεί ασφαλώς να απέχει. Πρωταρχικά γιατί εκ των πραγμάτων συνδέεται άμεσα με την Κυπριακή Δημοκρατία, όχι απλώς με ιστορικούς δεσμούς αλλά και με συγκεκριμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Με τρόπο αμοιβαίο και καίριο. Καθώς δεν είναι δυνατόν η Κύπρος να υποστεί επίθεση και η Ελλάδα να παραμείνει αμέτοχη. Παρʼ όλες τις αδυναμίες, λόγω και αδυσωπήτου γεωγραφίας και οικονομικής υπό τις περιστάσεις καχεξίας. Έτερον εκάτερον. Καίριο μεν, αλλά σε ώρες εθνικών κινδύνων και ανάγκης η συμπαράταξη των δύο κρατικών πυλώνων του Ελληνισμού πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Και μάλιστα θα λέγαμε –όχι αυθαιρέτως– ότι:
• Ακόμη κι αν οι θεσμικοί διαχειριστές δεν έπρατταν αυτό που ιστορικώς επιβάλλεται, αυτό θα γινόταν σε επίπεδο πολιτών αμφιδρόμως. Και αυτό να μεταφρασθεί σωστά. Και να αποβεί μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση.
Το ατυχές δόγμα Καραμανλή (το 1974) ότι «Δυστυχώς, η Κύπρος κείται μακράν», δεν αντέχει και δεν θα αποβεί ανασχετικό εάν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Το απευχόμεθα μεν, αλλά δεν μπορεί να υποστέλλουμε την ανάγκη επαγρυπνήσεως δε.
Να επανέλθουμε όμως: Εμείς θα θέλαμε σε αυτήν τη συγκυρία η Αθήνα να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Όχι το Ισραήλ. Ώστε ο στρατηγικός άξονας Ελλάδος – Κύπρου πρώτα και Ισραήλ σε επέκταση να ουσιαστικοποιηθεί και να αποβεί αποτελεσματικός στο προσεχές μέλλον. Με δυναμικές που να τον καθιστούν συντελεστή διαμορφώσεων στην περιοχή.
Κάτι που θα αναιρούσε, συν τοις άλλοις, τα συνήθη φοβικά σύνδρομα έναντι της Άγκυρας, η οποία τα εκμεταλλεύεται και επιβάλλει τις δικές της πολιτικές.
Πολιτικές αμφισβητήσεως της εθνικής κυριαρχίας αφενός και ανακοπής ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος αφετέρου. Δεδομένων δικαιωμάτων, όπως είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ στις νοτιοανατολικές παρυφές των ελληνικών ορίων.
Όπου το Καστελλόριζο. Και όπου η Άγκυρα ήδη απεργάζεται γεωπολιτικά τετελεσμένα, που θα διασπούν την ενότητα ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και με ό,τι συνεπάγεται. Που θα αποβεί δυνάμει τραγικό για τις εθνικές (και οικονομικές) προοπτικές.
Είναι ακριβώς καιρός η Αθήνα, παρά τα κρίσιμα προβλήματα που την περισπούν, να εγκύψει και πάνω σε αυτές τις αναγκαιότητες, ενισχύοντας την εξωτερική της πολιτική και αφήνοντας απερίσπαστες κάποιες απομένουσες δυνατότητες. Και αυτό αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, που δεν μπορεί να αγνοούν όσα διαμορφώνονται γύρω μας. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα περιθωριοποιηθεί. Με την Ιστορία να την προσπερνά. Και να την αφήνει πίσω.