Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Έκαιγε στο ωχρό καντήλι το «άγιο φως», που το έφεραν αναμμένο με μεγάλη προσπάθεια από την εκκλησιά, προσέχοντας να μη σβήσει από το ανοιξιάτικο αεράκι, και καθώς η τρεμουλιαστή φλογίτσα του φώτιζε διάφορα αντικείμενα του δωματίου, σχηματίζονταν απόκοσμες σκιές στον τοίχο, που ο παππούς τις χάζευε προσδοκώντας να κοιμηθεί.

Έφερε στον νου του όμως την ταλαιπωρία που τον περίμενε την επομένη με την πρόσκληση στο ψήσιμο του οβελία και ο ύπνος δεν ερχόταν. Αναλογιζόταν την ομήγυρη, με την οχλαγωγία της, τις χαρούλες, τα κέφια, τα καλαμπούρια, και τα παιδάκια τους να σκανταλεύουν ασύδοτα, και τον έπιανε σύγκρυο. Θυμόταν που παιδιά ακόμη, αλλά παιδιά εκείνης της εποχής, είχαν αρχίσει κιόλας να «γαμπρίζουν» και όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα πήγαιναν από νωρίς στην κοντινή τους εκκλησία για να βρεθούν δίπλα στα απρόσιτα κορίτσια της γειτονιάς που… εποφθαλμιούσαν. Έρχονταν εκείνες σοβαρές σοβαρές, με την πλισέ ροζ φουστίτσα και τα λευκά σοσονάκια, κρατώντας ευλαβικά μια «Σύνοψη», ενώ η καχύποπτη μαμά στεκόταν σαν δερβέναγας πλάι τους. Άναβαν κερί στο εικόνισμα κάνοντας μέσα τους μια προσευχή, που το περιεχόμενό της το γνώριζε η μάνα τους, γιατί κι εκείνη στα μικράτα της τα ίδια προσεύχοταν, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις.

Στη μνήμη του ήρθε μετά η χρονιά που απέκτησαν «ρόδα» και θέλησαν να γιορτάσουν τη Λαμπρή σαν… Ευρωπαίοι, μακριά από την πρωτεύουσα. Και αντί να πάνε σε καμιά ψητούκα πλάι στη σούβλα να αναπνεύσουνε κνίσα, πήγαν «κομ ιλ φο» σε ρεστοράν ενός «Ξενία». Μόλις είχαν κατασκευαστεί τότε τα «Ξενία», η αλυσίδα ξενοδοχείων του ΕΟΤ, και ήτανε πολύ της μόδας. Και επειδή τα γκαρσόνια φόραγαν μαύρα πανταλόνια με κόκκινο ζωνάρι στη μέση, όταν ζητήσανε ψητό αρνάκι, ο μετρ τούς ζύγισε για μπουρτζόβλαχους και με έναν μορφασμό αηδίας τούς σέρβιρε παστίτσιο… ταμπλ ντ’ οτ! Δεν εξακριβώθηκε αν είχε προηγηθεί καλόγερος που βάφτισε τα μακαρόνια οβελία. Πάντως, τα φάγανε και είπανε κι ένα τραγούδι…

Η δυσθυμία που του προκάλεσε εκείνη η θύμηση χωρίς να το καταλάβει τον οδήγησε σε μέρες θλίψης και απογοήτευσης. Ήταν τον Απρίλη του ’41, τότε που μας είχαν επιτεθεί οι Γερμανοί και οι μάχες στο μέτωπο συνεχίζονταν. Ήταν η χειρότερη Πασχαλιά που έζησε ποτέ. Μια Πασχαλιά αλλιώτικη από τη γλυκιά ελληνική Πασχαλιά, τη γεμάτη ευωδιές και κατάνυξη. Οι εσπερινές λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδος, λόγω συσκότισης και νυκτερινών βομβαρδισμών, γίνονταν με τον ήλιο. Και ο «Νυμφίος» δεν ήρθε «εν τω μέσω της νυκτός», όπως θέλει ο ψαλμός, αλλά μεσημεριάτικα. Μέχρι και η περιφορά του Επιταφίου τελέσθηκε μέσα στις εκκλησιές το απόγευμα για να μη γίνουν οι πιστοί στόχος της Luftwaffe. Οι συναγερμοί και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Λόγω της συχνότητάς τους βγήκε ανακοίνωση πως σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής μπορεί να μην ηχήσουν σειρήνες και ότι «όλοι πρέπει να σπεύδουν στα καταφύγια μόλις ακούγονται βολές αντιαεροπορικών». Και βλέπανε οι Αθηναίοι τα Junkers και τα Dornier να πετούν σε σχηματισμούς σαν κοράκια στον γαλανό αττικό ουρανό και η σκιά τους να προβάλλεται στην Ακρόπολη και να τη μαγαρίζει. Και άκουγαν τον εφιαλτικό συριγμό των Στούκας στις κάθετες εφορμήσεις τους, που σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή με τις βόμβες τους, που τις έριχναν επί δικαίους και αδίκους, όπως, να πούμε, στη Νέα Σμύρνη, κοντά στην Αγία Φωτεινή, που την μπέρδεψαν, ως φαίνεται, με τη… γραμμή Μαζινό!

Στις 20 Απριλίου έπεφτε το Πάσχα εκείνη τη χρονιά, και οι Γερμανοί δεν σεβάστηκαν ούτε την ιερότητα της ημέρας. Να μη χαρούνε τη Λαμπρή οι Έλληνες. Έγιναν περισσότερες αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμοί από όλες τις άλλες μέρες και δεν άφησαν αβομβάρδιστη καμία σχεδόν περιοχή. Όπως έγραψαν οι εφημερίδες την επομένη, βομβαρδίστηκαν αγρίως ο Πειραιάς, η Ελευσίνα, τα Μέγαρα, το Λουτράκι, πολυβόλησαν την Αυλώνα και διάφορα χωριά της Αττικής. Ακολουθούσε ένας μακρύτατος κατάλογος με διάφορες μικρές και μεγάλες επαρχιακές πόλεις που δέχτηκαν τις «φιλοφρονήσεις» των Στούκας και τα πολλά θύματα που υπήρχαν από αμάχους. Μέσα σ’ αυτήν την πολεμική ατμόσφαιρα έγινε γύρω στις 8 το πρωί της Κυριακής η Ανάσταση μέσα στην εκκλησιά. Και το βροντερό «Χριστός Ανέστη» του παπά μέσα στη γενική κατάθλιψη ακουγόταν σαν βάλσαμο για τα μελλούμενα.

Και θυμάται ο παππούς Νικολής, μικρό παιδάκι τότε, τα παρόντα και τα μελλούμενα που συζήταγαν οι μεγάλοι. Θυμάται τις κουβέντες τους για τον πρωθυπουργό που αυτοκτόνησε και προσπαθούσαν να μαντέψουν τον λόγο της πράξης του. Λέγανε για τον βασιλιά, που επειδή κανένας δεν δεχότανε να αναλάβει την πρωθυπουργία, στο τέλος αναγκάστηκε να ορκιστεί πρωθυπουργός ο ίδιος. Αναφέρονταν γεμάτοι πίκρα σε ειδήσεις από το μέτωπο και εξομολογούνταν για τα τρόφιμα που σκέπτονταν να καταχωνιάσουν. Είναι τόσο πολλά και τόσο συμπυκνωμένα τα γεγονότα εκείνων των ημερών μαζί με τις δικές του αναμνήσεις, που έρχονται στο μυαλό του τελείως ανάκατα, ένας σκέτος αχταρμάς, σαν ταινία κουλτουριάρη σκηνοθέτη…

Έτσι αποκοιμήθηκε!


Σχολιάστε εδώ