ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΛΠΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΠΗΣ!

Δύσκολη η προσπάθεια, επειδή με μια και μοναδική ματιά στο απορφανισμένο τραπέζι μας, η σύγκρισή του με παλιότερες ακριβοδίαιτες ποικιλίες θα μας προσγείωνε αμέσως στο υποχρεωτικό λόγω του Μνημονίου στενόχωρο μενού σφιξίματος της ζώνης. Αλλά που κι αυτό αν το ξεπερνούσαμε και μας παρηγορούσε ένα κοτοπουλάκι της σούβλας, αντί του πατροπαράδοτου οβελία, που φέτος τον διαγράψαμε από τον λυμφατικό μας προϋπολογισμό, το δελτίο των ειδήσεων από την τηλεόραση, συνοδευμένο με τους τσάμικους και τους καλαματιανούς, ελαφρώς άκεφους και αυτούς, θα μας βεβαιώσει ότι τα θαύματα που κάποτε μας συνέβαιναν, έστω και σπανίως, έχουν κι αυτά χρεοκοπήσει και στο διεθνές θαυματοστάσιο έχει μπει προ πολλού το λουκέτο. Θαύματα, φίλε μου, δεν βρίσκεις έστω και μαϊμούδες, ούτε και σε απλωμένη κουβέρτα λαθρομετανάστη που σου πουλάει σε τιμές εξευτελιστικές όλα τα είδη πολυτελείας που επιθυμεί η αχόρταστη επιθυμία σου.

Εκτός βέβαια από όλα εκείνα που θα μας υποσχεθούν οι υποψήφιοι των αναμενόμενων εκλογών, που δεν μπόρεσα ούτε για μια στιγμή να καταλάβω σε τι μας χρειάζεται όλη αυτή η εκλογική περιπέτεια, αφού από πουθενά δεν βλέπουμε να ανάβει κανένα υποσχετικό φωτάκι, κάλπικο και αυτό, που να σηματοδοτεί την υποψία κάποιας ελπίδας, έστω και μαϊμούς γύφτικης Λουί Βιτόν και αυτή…

Και το χειρότερο, στην περίπτωση που κανένα από τα δύο κόμματα της υποτιθέμενης εξουσίας δεν καταφέρει τη στοιχειώδη αυτονομία -το πιο πιθανό-, τότε θα πρέπει να συνεργαστούν, με αποτέλεσμα αντί να χρειάζεται ένας καπετάνιος για να βουλιάξει ο «Τιτανικός» να τους έχουμε δύο για να δούμε πιο γρήγορα πάτο!

Φυλάξτε, χριστιανοί, σε κάποιο συρτάρι αυτή τη σελίδα από το «ΠΑΡΟΝ» και ξαναδιαβάστε τη σε ένα χρόνο, καλή ώρα όπως η σημερινή, και μακάρι να πάθω ό,τι και κάθε μετά Χριστόν προφήτης, αν στο εορταστικό τραπέζι της επόμενης Λαμπρής θα υπάρχει τίποτα περισσότερο από μια σκέτη λαδερή φασολάδα και μη μου πείτε «πού θα βρούμε λάδι;».

Ελάτε τώρα, με τόσο λάδι που μας βγάζουν κάθε μέρα οι «ελαιουργοί» της οικονομίας μας δεν θα περισσέψει και μια σταλιά για την αναστάσιμη φασολάδα μας;

ΜΙΑ ΑΛΛΗ «ΚΑΛΠΙΚΗ»
ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΤΟΙΕΣ…

Υπάρχουν όμως κι άλλες «κάλπικες» που αξίζουν πολλά περισσότερα από τις αυθεντικές, χωρίς να έχουν βγει από τα χέρια του Λουί Βιτόν, όπως η «Κάλπικη λίρα» που γύρισε πριν από 58 ολόκληρα χρόνια ο αξέχαστος Γιώργος Τζαβέλλας. Και τον λέω «αξέχαστο» γιατί, εκτός από τη φιλία μας που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν και η πρώτη μου συνέντευξη για το «Εμπρός», όταν είχε γυρίσει τον «Μαρίνο Κοντάρα», καθώς και η πρώτη μου γνωριμία με την τότε «αλάνα» του ελληνικού κινηματογράφου. Τότε δηλαδή που η αθεράπευτη μανία μας γι’ αυτήν την ουσιαστικά «τυχοδιωκτική», όπως κι άλλες φορές το έχω πει, επαγγελματική απασχόληση που δεν είχε μεγάλη διαφορά από τους πιτσιρικάδες που έπαιζαν ποδόσφαιρο με ένα κλοτσοσκούφι, χωρίς τις οδηγίες κανενός εισαγόμενου προπονητή.

Έτσι, ό,τι αφορά τις ελληνικές ταινίες εκείνης της «εποχής αθωότητάς» του, οφείλεται στην προσωπική αυτογνωσία, στις παρορμήσεις του ενστίκτου και στο ταλέντο εκείνων που ασχολήθηκαν με πείσμα και φανατισμό, αν όχι και με το μικρόβιο της κινηματογραφικής αρρώστιας, όπως επιμένει να χαρακτηρίζει την αφοσίωσή τους στις ελληνικές ταινίες ο Αντώνης Καρατζόπουλος, έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του τη διανομή ενός τεράστιου αποθέματος ελληνικών ταινιών, εκτός από τις δικές του που γύρισε με τον Κώστα Καραγιάννη, όπως και τις ταινίες των Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη, της Ανζερβός, του Τζέημς Πάρις και τις περισσότερες της παλιάς δικής μου με τους αδελφούς Ρουσσόπουλους. Και πρέπει να πω και γι’ αυτόν που η φιλία μας και συχνά η συνεργασία μας μετράει δεκαετίες και δεκαετίες, αμφότεροι παλιές κινηματογραφικές καραβάνες…

Είναι ο άνθρωπος που φροντίζει για τη διατήρησή τους, τις τεχνικές βελτιώσεις τόσο στην εικόνα όσο και στον ήχο, που για πολλές νομίζεις ότι γυρίστηκαν χτες και που σ’ αυτό το «ξαναζωντάνεμά» τους νομίζεις ότι τις θεωρεί «παιδιά του» και σ’ αυτόν οφείλεται η «νεκρανάσταση» της «Κάλπικης λίρας» που ξαναπαίζεται σήμερα σε κεντρικούς κινηματογράφους, αναπαλαιωμένη με τον πιο τέλειο τρόπο χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, επαναφέροντας καρέ καρέ την ταινία στην «παρθενική» της κατάσταση, τόσο στον ήχο όσο και στην εικόνα. Αλλά δεν είναι τόσο η ψηφιακή της επεξεργασία που την έχει ξαναζωντανέψει όσο η επιβεβαίωση της ικανότητας του Γιώργου Τζαβέλλα, ως σεναριογράφου και ως σκηνοθέτη, για να μας αποδείξει για μια ακόμα φορά το πόσο καλά ήξερε να κάνει τη δουλειά του, σαν «αυτοδίδακτος», όπως με τρυφερότητα μιλάει για τον «γέρο Τζαβέλλα» ο γιος του ο Θάνος. Το σωστό «τάιμινγκ» της διάρκειας, το αισθητικό πλανάρισμα, η ροή της αφήγησης, η διδασκαλία των ηθοποιών, το μετρημένο μοίρασμα χωρίς υπερβολές της συγκίνησης με την κωμική παρεμβολή, το ανεπανάληπτο ζευγάρι Λαμπέτη-Χορν, η γνήσια λαϊκότητα του Μίμη Φωτόπουλου με τη Σπεράντζα Βρανά, ο μοναδικός Βασίλης Λογοθετίδης, οι δραματικές αποχρώσεις του Ορέστη Μακρή και η λάμπουσα ομιλία του Δημήτρη Μυράτ. Θυμάμαι τον Γιώργο Τζαβέλλα και τη δυναμική του γυναίκα, τη Μίλια, που κι αυτή έφυγε πολύ νωρίς, με την ενεργό παρουσία της στην κάθε δουλειά του και τη δύσκολη θέση που βρέθηκε όταν ο Φίνος, παρά τις μεγάλες επιτυχίες που του είχε κάνει με τον «Μεθύστακα», το «Σωφεράκι» και την «Αγνή του Λιμανιού», αρνήθηκε να είναι ο παραγωγός του τόσο γιατί τον τρόμαξε το υψηλό κοστολόγιο, αλλά και επειδή, όπως του είχε δηλώσει, «δεν πίστευε στα σπονδυλωτά έργα» συμπληρώνοντας με τον πεισματικό του χαρακτήρα «ο θεατής δεν μπορεί να βλέπει συγχρόνως τέσσερις ιστορίες μαζί». Έτσι τότε κατέφυγε στην εταιρεία του Αντώνη Ζερβού, με την υποχρέωση να βάλει και ο Τζαβέλλας ό,τι οικονομίες είχε μαζέψει από τις προηγούμενες ταινίες του, για να είναι συμπαραγωγός κάνοντας ο πονηρός Κεφαλονίτης σκέψη ότι «αφού βάζει και ο ίδιος τα λεφτά του, δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγει», όπως επιβεβαιώνεται και 58 χρόνια μετά!

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΑΙΞΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ;

Ήταν, λέει, το αφιλότιμο το «λάιφ στάιλ» η αφορμή της κακοδαιμονίας που μας προέκυψε και γιγαντώθηκε στη δεκαετία του ’90, τότε δηλαδή που η Ελλάδα, ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε γίνει κι αυτή μια από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και λίγο ακόμα και θα βλέπαμε και την αμερικανική αστερόεσσα να κυματίζει υπερήφανα στο βράχο της Ακρόπολης, όπως η γαλανόλευκη, χωρίς κανένας νέος Γλέζος να τρυπώσει στα έγκατα του βράχου για να την κατεβάσει. Ποιος νοιάζεται σήμερα για τέτοιες αποκοτιές;

Λέμε για τη λαμπερή δεκαετία με τα χάρτινα είδωλα μιας αχαλίνωτης κοσμικότητας, με τις εντυπωσιακές εταιρείες με τα δυσερμήνευτα και τα σάπια θεμέλια, με την έξαρση της απροκάλυπτα εμπορευματοποιημένης σεξουαλικότητας και με την πληθώρα των εγχώριων αμερικανοποιημένων σούργελων που σαν «θεές» και «θεούσες» πρωταγωνιστούσαν στην καθημερινότητά μας, με τη ζωή μεγιστάνων πότε στη Μύκονο και πότε στα υπόλοιπα κοσμικά μας νησιά, με αραγμένους ολόκληρους στόλους από κότερα και ταχύπλοα και με την κάθε παλαβωμάρα που επέβαλε η γυναικεία αλλά και η ανδρική μόδα από τους αμφιλεγόμενους «μετρ» της κοσμικής παρουσίας και με εννέα στις δέκα αμερικανικές λέξεις, κακοπρόφερτες κι αυτές για τις οποίες θα υποχρεωθεί ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης να προχωρήσει στην έκδοση και νεότερου ελληνοαμερικανικού λεξικού.

Και με όλα αυτά και άλλα πολλά έχοντας κατασκευάσει ένα αξιογέλαστο ελληνικό «Βλαχοχόλιγουντ», κάνοντάς μας να πιστέψουμε ότι μένουμε σε κάποια βίλα του Μπέβερλι Χιλς, αλλάζοντας κάθε πρωί τις «καλημέρες μας» με τον Μπραντ Πιτ και την Αντζελίνα Τζολί και κάθε μεσημέρι βολτάρουμε υφάτοι στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν και πίνουμε τους καφέδες μας στο «Τίφανις» φλερτάροντας με την Τζούλια Ρόμπερτς.

Τι Μανχάταν, τι Βαλαωρίτου και τι Λωζάννη, τι Κοζάνη, με λίγη φαντασία κι άλλη τόση ανοησία εξαφανίζονται οι διαφορές. Όχι ότι τα αγνοούσαμε όλα αυτά τα καταπληκτικά για τον ραγδαίο «εξαμερικανισμό» μας, αλλά μας τα θύμισαν και μας τα επιβεβαίωσαν, όπως τα είδαμε στην εκπομπή «Το κουτί της Πανδώρας» στην ΕΡΤ, γνωστοί και επώνυμοι δημοσιογράφοι που ήταν και από συμπλέουσες πένες εκείνης της ομαδικής «λάιφ σταϊλίστικης εποχής» και μέσα στις καταγγελίες και ένας διευθυντής μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, με αναφορές σε διαφημίσεις με λεζάντες, πάντα ξενόγλωσσες, που ενώ οι περισσότεροι δεν ήξεραν ούτε να τις διαβάζουν, ζητούσαν τα διαφημιζόμενα δείχνοντας τη φωτογραφία του προϊόντος και που ενώ τα εισοδήματα ήταν πάντα μικρότερα από τα υπερβολικά έξοδα για μια πολυτελή διαβίωση, ερχόταν το καταφύγιο της εύκολης λύσης με την ολέθρια πιστωτική κάρτα που σε έκανε να νομίζεις ότι είσαι κι εσύ κάτοικος των βορείων συνοικιών και πλούσιος χωρίς να είσαι.

Και στις αναφορές της εκπομπής, αν κατάλαβα καλά, εμμέσως πλην σαφώς, γιατί άνθρωπος είμαι κι εγώ και δεν αποκλείεται να κάνω και λάθη, ένας ήταν το «μαύρο πρόβατο» και ο «Πατριάρχης» της ψευδεπίγραφης ευδαιμονίας μας: Ο Πέτρος Κωστόπουλος, πρώτα με το περιοδικό «Κλικ» που έβγαλε με την εκδοτική εταιρεία Τερζόπουλου και στη συνέχεια με το «Νitro» και μιας ομάδας παρόμοιων περιοδικών δικής του έμπνευσης και που προ πολλού έχει βάλει κι αυτή το λουκέτο της, καλλιέργησαν τον… εκμαυλισμό μας και μας οδήγησαν στην κατάρρευση για να μας κυνηγούν σήμερα θεοί και δαίμονες!

Χωρίς να θέλω σ’ αυτές τις λίγες γραμμές να παίξω τον ρόλο του συνηγόρου του, με τον οποίο δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε (δεν μας προέκυψε, τι να κάνουμε τώρα;), απλώς σχολιαστικά είναι αυτά τα κυριακάτικα σημειώματα, αναρωτιέμαι όμως αν πάμε καλά και αν θέλουμε να λέμε ότι είμαστε σοβαροί.

Δηλαδή όλο το βάρος του οικονομικού μας «Τιτανικού» πρέπει να το φορτώσουμε στα περιοδικά που σκέφτηκε ο Πέτρος Κωστόπουλος με την «προχωρημένη του άποψη», από την οποία πολύ συχνά δεν απουσίαζε ένα προσωπικό χιούμορ σαρκάζοντας ο ίδιος πολλά από αυτά που φιλοξενούσε στα περιοδικά του, χωρίς να ήταν και μοναδικά της ίδιας «λαμψιλατρείας» που κυκλοφορούν ακόμα.

Και δεν έφταιξαν όλες εκείνες οι τράπεζες που με φορτικότητα, έξυπνα και με μεθοδικότητα, ήθελαν να μας γεμίσουν με εκείνες τις μαγικές τους κάρτες για να νιώσουμε προνομιούχοι και εμείς, κάνοντάς μας αιχμαλώτους των δικαστικών τους ενεργειών που δεν ξέρουμε ποια θα είναι τα επακόλουθα.

Ούτε έφταιξαν τα λαμόγια της κάθε κυβέρνησης εκείνης της εποχής που κάθε μέρα ακούμε να σκάει και ένα ακόμα σκάνδαλο και που ενώ οδηγούνται οι «φερόμενοι» ως ένοχοι στον εισαγγελέα, την άλλη ημέρα βγαίνουν ελεύθεροι για να δικαστούν κάποτε -αν δικαστούν…

Δεν έφταιξαν οι κακοί χειρισμοί των κυβερνητικών υπευθύνων που πρώτα φρόντισαν για την απαλλαγή της «ευθύνης υπουργών» και ύστερα ανενόχλητοι έκαναν τις λαδιές τους.

Σε ένα κράτος που μοναδική φροντίδα των διαχειριστών του ήταν το ποια τρύπα ακόμα να ανοίξουμε για να τα αρπάξουμε κι από αυτή, για όλα έφταιξε ένα «Νitro» και η τολμηρή φωτογράφηση της Βάνας Μπάρμπα!

Να το ξαναρωτήσω αν είμαστε σοβαροί;


Σχολιάστε εδώ