Καταλυτική ψήφος
Η έκφραση οργής, αποτυπωμένη και στη λαϊκή ετυμηγορία, συνιστά μια βαθύτατα πολιτική πράξη, η οποία μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική για τις εξελίξεις…
Η στήλη διατείνεται, δηλαδή, ότι οι εν γένει εκδηλώσεις λαϊκής οργής, καθώς και η πηγαία –διά ψήφου– τιμωρητική διάθεση δεν αποτελούν φαινόμενα εκτονωτικού χαρακτήρα, όπως απαξιωτικά σημειώνεται από ορισμένους, αλλά σημαίνονται από αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Και κατά τούτο υποδηλώνουν μια γνήσια λαϊκή δυναμική, με ανατρεπτικό «εν δυνάμει». Με άλλα λόγια, οι εκλογές αυτές ενδέχεται να αποδειχθούν καταλύτης τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις όσο και για την πολιτική κινητικότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η πρώτη και κυριότερη επενέργεια αναμένεται να καταδειχθεί στο πεδίο των διεργασιών –του αναβρασμού, καλύτερα– που παρατηρούνται στα δύο κόμματα εξουσίας. Ένα εντυπωσιακά μικρό ποσοστό (αθροιστικά), πρώτον, θα δυσκολέψει ακόμη και τη συγκρότηση κυβερνήσεως συνεργασίας, δεύτερον, θα επιταχύνει εξελίξεις στο εσωτερικό τους και, τρίτον, θα ευνοήσει ποικίλες διεργασίες στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Δηλαδή, την περαιτέρω ενίσχυση μικρών σχηματισμών, τη δημιουργία νέων κομμάτων κτλ. Όμως, κατά κύριο λόγο η τιμωρητική ψήφος θα υπενθυμίσει την ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού, νέας νοοτροπίας και διαφορετικής λειτουργίας των καθεστωτικών σχηματισμών.
Το «αίτημα» αυτό εισκομίζει ταυτόχρονα και την απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας για δραστικές αλλαγές και σε άλλους τομείς, που αφορούν τη συμπεριφορά των δύο κομμάτων. Δηλαδή, την απεξάρτησή τους από τα ποικιλώνυμα κέντρα εξουσίας, ξένα και ημέτερα (μίντια, πρεσβείες κ.λπ.), και, προπάντων, τη σοβαρή ενασχόλησή τους με το μείζον πρόβλημα της χώρας: τη μελέτη και συγκρότηση υπεύθυνης και σοβαρής πρότασης για το μέλλον της Ελλάδος και την προοπτική της για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Εύλογη η παρατήρηση: πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ριζική αλλαγή νοοτροπίας και αναπροσανατολισμός των δύο «μεγάλων» κομμάτων, όταν σε αυτά κυριαρχούν εν πολλοίς οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες ομάδες, τα ίδια στελέχη που έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση; Όντως, εδώ δύσκολα μπορεί να ισχύσει το γνωστόν «ο τρώσας και ιάσεται». Δηλαδή είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να επουλώσουν τις πληγές εκείνοι που τις προκάλεσαν. Όμως υπεισέρχεται το ανατρεπτικό «εν δυνάμει» των επικείμενων εκλογών, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Ενδεχόμενες σεισμικές δονήσεις μεγάλης έντασης θα προκαλέσουν τέτοιους τριγμούς και ανακατατάξεις, ώστε θα είναι αδύνατον να χαλιναγωγηθούν οι εξελίξεις από τις κυρίαρχες σήμερα ηγετικές ομάδες. Ένα κύμα εσωτερικής ανυπακοής θα σαρώσει τις προσπάθειες να διατηρηθούν οι ίδιες δομές και ο κλασικός τρόπος συμπεριφοράς. Η ανυπακοή αυτή θα έχει πίσω της τη λαϊκή υποστήριξη –νωπή, μάλιστα, από την ετυμηγορία– και κατά τούτο θα υψωθεί ακαταμάχητη.
Δεν είναι βέβαιο, φυσικά, ότι αυτό θα επισυμβεί. Όμως, η τιμωρητική κάλπη δημιουργεί τις απαραίτητες προς τούτο προϋποθέσεις, έστω κι αν στο μυαλό και στη συνείδηση των ψηφοφόρων δεν εμπεριέχονται αποσαφηνισμένες προτάσεις, αλλά γενικού –πλην καθοριστικού– χαρακτήρα αιτήματα και επιδιώξεις. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ίσως για πρώτη φορά μεταπολιτευτικώς –με εξαίρεση εκείνο το μυριόστομο αίτημα για «Αλλαγή»– οι ψηφοφόροι δεν θα επιλέξουν κόμματα και πρόσωπα με συντεχνιακά κριτήρια και ιδιοτελή κίνητρα. Διότι γνωρίζουν ότι η πολιτική ομογενοποίηση των δύο μεγάλων σχηματισμών, καθώς και η δέσμευσή τους για υλοποίηση συγκεκριμένης πολιτικής δεν αφήνουν περιθώριο για ωφελιμιστικού τύπου προσδοκίες. Επομένως, με διαφορετικά από το παρελθόν αιτήματα και με άλλες επιδιώξεις θα προσέλθουν στην κάλπη.
Μέχρι στιγμής –όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις– η οργή της κοινής γνώμης και η διαφαινόμενη πρόθεσή της να μην επιτρέψει στα δύο κόμματα εξουσίας να ορίζουν αυθαιρέτως και κατά το δοκούν τις τύχες της χώρας διευκόλυναν την αποδέσμευση στελεχών και δυνάμεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων σχηματισμών. Χαρακτηρίστηκαν –και είναι– κόμματα διαμαρτυρίας, τα οποία φέρουν εγγενώς και ένα προφανές αρνητικό στοιχείο. Το γεγονός ότι συγκροτούνται από στελέχη τα οποία υπηρέτησαν επί χρόνια, από καίριες θέσεις, την καταστροφική πολιτική των δύο μεγάλων. Επομένως, λένε ευλόγως οι ενιστάμενοι και οι δύσπιστοι, ισχύει και για τους νεοπαγείς σχηματισμούς ό,τι και για τα δύο παλιά κόμματα. Ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύσει, όπως είπαμε, το «ο τρώσας και ιάσεται».
Όμως υπάρχει κάτι που διαφεύγει της προσοχής εκείνων που ενίστανται ή δυσπιστούν απέναντι στα νέα κομματικά μορφώματα (Ανεξάρτητοι Έλληνες, Κοινωνική Συμφωνία). Οι σχηματισμοί αυτοί, έστω κι αν δεν αποδειχθούν μακράς πνοής, εμπεριέχουν το γόνιμο στοιχείο της ώσμωσης. Δηλαδή, οι πρωταγωνιστές τους αποδεικνύουν εμπράκτως ότι εκφεύγουν των κομματικών και ιδεολογικών στεγανών στα οποία είχαν συνηθίσει να κινούνται, παρουσιάζονται ανοιχτοί σε γόνιμες επιρροές ακόμη και από χώρους εκ διαμέτρου αντίθετους και διευκολύνουν την ιδεολογική κινητικότητα, χωρίς να απαξιώνουν ή να περιφρονούν τους ιδεολογικούς προσδιορισμούς μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη δυναμική, η οποία σαρκώνεται λόγω των τραγικών εξελίξεων στη χώρα κατά τα δύο τελευταία έτη και ενισχύεται εξαιτίας του ότι η κατάσταση επιδεινώνεται.
Ασφαλώς, ούτε τα κόμματα διαμαρτυρίας ούτε οι γνωστοί σχηματισμοί της Αριστεράς δύνανται να διαμορφώσουν ένα εντελώς νέο τοπίο, όσο κι αν ενισχυθούν εκλογικά, αν δεν ισχύσει και γι’ αυτά εκείνο που αφορά τους δύο «μεγάλους»: η μελέτη και συγκρότηση υπεύθυνης και σοβαρής πρότασης για τη χώρα. Πρόταση που δεν αφορά τις επικείμενες εκλογές, αλλά την προοπτική της Ελλάδος για τα επόμενα πενήντα χρόνια.