Η έξοδος από την κρίση και η ανάπτυξη δεν θα έρθουν με τα Μνημόνια

Η εφαρμοζόμενη σήμερα πολιτική έχει ήδη δείξει τα ολέθρια αποτελέσματά της.

Η μόνη προοπτική που προσφέρει είναι η συνεχώς μεγαλύτερη εσωτερική υποτίμηση. Η επιστροφή, με άλλα λόγια, της χώρας στο παρελθόν, η εκποίηση του εθνικού της πλούτου και η υποθήκευση της εθνικής της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και του εθνικού της μέλλοντος.

Για όλα αυτά, υπάρχει, βεβαίως, το άλλοθι: η απίστευτη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος, που έσυρε τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Που δυσφήμησε, μεταξύ άλλων, τον ρόλο του κράτους στην αναπτυξιακή πολιτική και στην προάσπιση του δημοσίου και εθνικού συμφέροντος.

Η ΧΩΡΑ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Καθοριστικό όμως στοιχείο για τη σημερινή κατάσταση είναι η κατάρρευση της εθνικής παραγωγής. Για την εξέλιξη αυτή φέρουν τεράστιες ευθύνες οι πολιτικοί ηγέτες των τελευταίων δεκαετιών. Πρώτον, γιατί δεν προώθησαν τον εκσυγχρονισμό της χώρας και δεν αξιοποίησαν αποτελεσματικά τους Ευρωπαϊκούς πόρους. Δεύτερον, γιατί δεν υπερασπίσθηκαν, σε συμμαχία με άλλες Νότιες χώρες, τα Ελληνικά συμφέροντα και προσυπέγραψαν παθητικά μια εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των λιγότερο ανεπτυγμένων και λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών-μελών. Τρίτον, γιατί συμπορεύθηκαν με διεθνίστικες ιδεολογίες και πολιτικές της παγκοσμιοποίησης, που είναι καταστρεπτικές για την Ελλάδα.
Η εξέλιξη όμως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι καθόλου άμοιρη στην κατάρρευση της εθνικής παραγωγής της χώρας. Το άκριτο άνοιγμα των Ευρωπαϊκών συνόρων, με την παγκοσμιοποίηση, η αδυναμία ελέγχου των χρηματιστικών αγορών και η εγκατάλειψη του στόχου για κοινή ανάπτυξη, σύγκλιση, συνοχή και αλληλεγγύη δημιούργησαν μια νέα κατάσταση, που απέχει πολύ από το αρχικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης.

Η κατάρρευση της εθνικής παραγωγής φαίνεται δραματικά στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η Ελλάδα δεν καλύπτει σήμερα ούτε τις ανάγκες της για την παραδοσιακή φασολάδα! Από τις 30.000 τόνους που έχει ετησίως ανάγκη, παράγει μόνο τις 5.000. Στο μοσχαρίσιο κρέας καλύπτει μόνο το 3% των αναγκών της και στο χοιρινό το 23%. Ανάλογη είναι η κατάσταση στα περισσότερα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως επίσης και στους άλλους τομείς της οικονομίας.

Η κατάσταση αυτή έχει φτάσει σε εξωφρενικά όρια. Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη να ανασυγκροτήσει την παραγωγική της δομή, τομέα με τομέα, με εξειδικευμένα εθνικά σχέδια, που θα εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο εθνικό στρατηγικό σχέδιο.

Αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι αυτοί που θα το κάνουν. Όχι μόνο γιατί το σημερινό πολιτικό προσωπικό κουβαλά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, αλλά επίσης γιατί εξακολουθεί να εμπνέεται από τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να δεσμεύεται από τα Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις.

Καλείται επίσης να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο έργο μέσα στα στενά όρια των Ευρωπαϊκών συνθηκών και των διεθνών δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Εάν όμως ο σημερινός Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί καταγγέλλει τον αθέμιτο εμπορικό ανταγωνισμό που υφίσταται η Ευρώπη και δηλώνει τελεσιγραφικά ότι θα πάρει, μονομερώς, προστατευτικά μέτρα, εάν εντός 12 μηνών δεν καταλήξουν οι συνομιλίες με τις άλλες χώρες-μέλη για τη λήψη μέτρων από κοινού, γιατί η Ελλάδα να μην μπορεί να πράξει το ίδιο, όταν βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση από τη Γαλλία;

ΚΥΡΙΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να θέτει ως στόχο τον εκσυγχρονισμό όλων των τομέων και να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας για μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις, που μπορούν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές αναπτύξεως και να επιφέρουν δομικές αλλαγές. Με τη λογική αυτή, έχει κρίσιμη σημασία ο εκσυγχρονισμός των παραδοσιακών τομέων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι τελευταίοι μπορούν άμεσα να ενισχύσουν την παραγωγική δομή της χώρας και να ανακόψουν τις εισαγωγές.

Το έργο αυτό είναι πολύ πιο εφικτό σήμερα, γιατί πολλοί νέοι και μορφωμένοι στρέφονται, λόγω ανάγκης, προς την ύπαιθρο και τις δραστηριότητες αυτές. Γιατί επίσης είναι ευκολότερο σήμερα, υπό τις συνθήκες της κρίσεως, ν’ αναπτυχθούν κινήματα για την υποστήριξη των Ελληνικών προϊόντων και για την απευθείας διάθεσή τους από τους παραγωγούς στους καταναλωτές. Το τελευταίο μειώνει σημαντικά την τιμή τους και τα καθιστά πολύ πιο ανταγωνιστικά. Άλλοι παραδοσιακοί τομείς, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και το εμπόριο, μπορούν, με κατάλληλες πολιτικές, να συμβάλουν πολύ περισσότερο στην εθνική οικονομία και ανάπτυξη.

Θεματικά πάρκα, νέες μορφές τουρισμού, πολιτιστικός, θρησκευτικός, συνεδριακός και ιατρικός τουρισμός, διεθνές μεταφορικό εμπόριο, ενθάρρυνση των θαλάσσιων επαγγελμάτων και μεγάλες επενδύσεις της ναυτιλίας στην ξηρά είναι μερικά από αυτά που μπορούν να γίνουν και να δώσουν γρήγορα μια υπολογίσιμη αναπτυξιακή πνοή.

Αυτά όμως δεν αρκούν για να δώσουν τη μεγάλη δυναμική ώθηση που έχει ανάγκη η χώρα για να κατακτήσει και να διασφαλίσει τη θέση που της αρμόζει. Έχει ανάγκη από στρατηγικές επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, του ορυκτού πλούτου, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας.

Η ενέργεια κατέχει πρώτιστη θέση λόγω της προφανούς σημασίας της. Γιατί περιλαμβάνει τα πιθανολογούμενα σημαντικά αποθέματα φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων στον Ελληνικό χώρο και την Ελληνική ΑΟΖ, τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, με πρώτη την ηλιακή, και το κρίσιμο θέμα του ρόλου της Ελλάδος στη στρατηγική των αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Τίθενται όμως αμείλικτα ερωτήματα σε σχέση με αυτά: είναι δυνατόν η Ελλάδα να ιδιωτικοποιεί και να παραδίδει σε ξένο έλεγχο στρατηγικής σημασίας δημόσιες εταιρείες, όταν εξαγγέλλει και προετοιμάζεται, π.χ., να πραγματοποιήσει έρευνες και γεωτρήσεις για την εκμετάλλευση φυσικού αερίου και πετρελαίου; Όλες σχεδόν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του κόσμου και χώρες παραγωγής φυσικού αερίου έχουν τις δικές τους εθνικές εταιρείες, ανεξάρτητα από τις σχέσεις και τις συνεργασίες τους με ξένους πετρελαϊκούς κολοσσούς. Τα ίδια ερωτήματα τίθενται σε σχέση με την πολιτική και τους όρους για την εκμετάλλευση του Ελληνικού ορυκτού πλούτου.

Η τεχνολογική ανάπτυξη και η παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι εκ των ων ουκ άνευ σ’ ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο που αξίζει το όνομά του. Απαραίτητο εφαλτήριο γι’ αυτό είναι η συγκροτημένη, συστηματική παιδεία και έρευνα, που θα συνδέεται οργανικά με μια τεχνολογική και βιομηχανική πολιτική. Το γεγονός ότι η βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα έχει πολύ στενά περιθώρια δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί, ακόμη και σε τομείς στους οποίους η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και καταρτισμένο προσωπικό.

ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μετά την ανακάλυψη πολύ σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου και σε συνδυασμό με άλλες περιφερειακές εξελίξεις, βρίσκεται στο επίκεντρο νέων διεθνών ανταγωνισμών.

Κοντά στο Κυπριακό και τις αμφισβητήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο, προστίθενται τώρα, ως νέοι παράγοντες, το άνοιγμα της Άγκυρας στον Αραβικό και Μουσουλμανικό κόσμο, η ρήξη με το Ισραήλ και ο ανταγωνισμός για το φυσικό αέριο και την «ηγεμονία» στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι εξελίξεις αυτές, ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία, απαιτούν διαφύλαξη της αμυντικής ισχύος της χώρας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ούτε απούσα ούτε παθητικός θεατής των τετελεσμένων γεγονότων που μπορεί να επιχειρήσει να δημιουργήσει η Άγκυρα από θέση αεροναυτικής υπεροχής. Οι πληρωμές για νέες παραγγελίες οπλικών συστημάτων μπορούν να μετατεθούν σε βάθος χρόνου.

Αναπόσπαστο μέρος ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου πρέπει επομένως να είναι μια σχετική αμυντική ισορροπία και μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Στρατηγικές συμφωνίες και συνεργασίες με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ενίσχυση της διεθνούς θέσεως της χώρας και επιδιώκονται από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα δεν μπορεί ν’ αποτελεί εξαίρεση για λόγους Αμερικανικού βέτο, σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Η χώρα μας πρέπει, επίσης, ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες για την επανεξέταση των ακολουθούμενων Ευρωπαϊκών πολιτικών. Δεν αρκεί η δημοσιονομική πειθαρχία των ισχυρών. Χρειάζονται, επίσης, κοινές πολιτικές, ανάπτυξη και αλληλεγγύη.


Σχολιάστε εδώ