ΟΙ ΙΟΥΔΕΣ ΦΙΛΟΥΝ ΥΠΕΡΟΧΑ!

Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι τη στιγμή που τελειώνοντας και εκείνη τον πρωινό καφέ της, η κ. Λίλα Μπακατσέλου, η γυναίκα του, θα τον ρωτήσει:

– Θα κλείσεις σήμερα τον κατάλογο των υποψηφίων;

– Ποιων υποψηφίων; Θα της απαντήσει ακόμα αγουροξυπνημένος.

– Ξύπνα, Ευάγγελε, κοιμάσαι ακόμα;

Και μόνο όταν και η κόρη του, η Ελβίρα, πιστό αντίγραφο της μαμάς Βενιζέλου, θα του πει:

– Αν με χρειαστείς στα προεκλογικά σου, μπορείς να με υπολογίζεις.

Τότε ο κ. Βενιζέλος θα καταλάβει ότι ζει την πιο επιθυμητή του πραγματικότητα, για να απαντήσει και στις δύο γυναίκες της ζωής του:

– Όχι, δεν θα το κάνουμε και εμείς οικογενειακή

ιστορία. Ο καθένας στη δουλειά του.

Και δεν ξέρω αν το συμπλήρωσε δυνατά ή μπορεί να το είπε και από μέσα του:

– Για ό,τι και να συμβαίνει, θέλω να έχω εγώ την ευθύνη.

Μετά από εκείνη την τότε βιαστική και αποτυχημένη κίνηση να τρέξει να υποβάλει και τη δική του υποψηφιότητα για την προεδρεία του κόμματος, που τόσο ειρωνικά σχολιάστηκε, ο κ. Βενιζέλος έμαθε να μελετάει μεθοδικά την κάθε του κίνηση, χωρίς κανένα από τα «πασοκικά σκάνδαλα» να τον έχουν αγγίξει, όπως το ίδιο προσεκτικός και άνετος ήταν στις παρουσίες του στα οικονομικά συμβούλια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και όταν έλεγε κανένα «αστειάκι» με την κ. Μέρκελ ή την κ. Λανγκάρντ ή όταν τις έκανε τόπο για να προπορευθούν πριν εισέλθουν στην αίθουσα των μεγάλων αποφάσεων, με άνετες υποκλίσεις Βρετανού τζέντλεμαν, τη φιλοτιμία ανάγκη ποιούμενος, αφού από το ένα «ναι» τους ή ένα «όχι» τους κρεμόταν η επιτυχία της αποστολής του.

Ναι, είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο κ. Βενιζέλος ζει τις πιο μεγάλες ώρες της ζωής του, για τις μέχρι τώρα λέω, γιατί δεν μπορώ να ξέρω και ποιες άλλες μπορούν να ακολουθήσουν.

Όπως δεν είναι τυχαίο ότι η ημέρα της εκλογής του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ ή και του ΒΕΝΙΖΕΛΟΚ, αν δεν διαφωνείτε, αυτό που θυμήθηκε να πει μέσα στα άλλα, ήταν που είχε συμπέσει με την επέτειο του θανάτου του συμπτωματικά συνωνύμου του, εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου.

Έτσι τυχαία το ξεφούρνισε; Κούνια που σας κούναγε! Όπως και εκείνος ο τόσο «αυθόρμητος» και άλλο τόσο «εγκάρδιος» ασπασμός του, την ώρα της παράδοσης του «αδιαπραγμάτευτου» ΠΑΣΟΚ από τον αξιολύπητο ιστορικό γιο και τον ακόμα πιο αξιοθρήνητο εγγονό σε έναν περαστικό που ήρθε από τον πέρα μαχαλά. Και με ένα φιλάκι στο μαγουλάκι το τρυφερό, σήμα κατατεθέν του κάθε Ιούδα όλων των εποχών, που ήταν σαν να έλεγε ο παραλαβών στον παραδόσαντα:

– Έλα τώρα, βρε Γιωργούλη, δεν είσαι και ο μόνος, αφού και το γιο του Ναπολέοντα, Αετιδέα τον λέγανε, αλλά για καρπαζοεισπράκτορα, κάτι σαν τον Τζανετάκο, τον είχανε..

Για να μην ξεχνάμε και την καμαρωτή και ευφρόσυνη είσοδό του στο γραφείο υποδοχής του Προέδρου της Δημοκρατίας, εκείνα που ακούστηκαν με ανοιγμένα τα μεγάφωνα ήταν περίπου σαν να έλεγε στον εφησυχασμένο Κάρολο ο πανευτυχέστατος Ευάγγελος «τώρα θα βλεπόμαστε συχνότερα, κύριε Πρόεδρε» και αν δεν κάνω λάθος, είδα και τον κ. Παπούλια να κάθεται στην πολυθρόνα του πιο άνετα, εκτός κι αν μου φάνηκε. Και σκέψου λέει πώς θα ένιωθε αν στη θέση του κ. Βενιζέλου καθόταν ο κ. Πετσάλνικος, που ήταν η αρχική προτίμηση του Γιωργούλη, γι’ αυτό σου λέω, δεν είναι για να τα θυμόμαστε.

Όμως το πρόβλημα του κ. Βενιζέλου δεν είναι να το χωνέψει, ότι τώρα αυτός είναι ο πρόεδρος του κόμματος που άλλος το γέννησε, ούτε να το ομολογήσει ακόμα και στον εαυτό του, ότι μπαίνοντας πρωτοείσακτος, πριν από 20 χρόνια, φιλοδοξούσε να γίνει κάποτε πρόεδρός του ακόμα και σαν καλαμπούρι αν το έλεγε σε κανέναν Λαλιώτη, το λιγότερο που θα πάθαινε ήταν όχι να βρεθεί κατεβασμένος από το τρένο, αλλά τσουβαλιασμένος σε καμιά σκευοφόρο για ανακύκλωση. Και όμως, κοίτα να δεις τώρα πώς τα φέρνει η «επί χρήμασι εκδιδομένη γυνή», η Τύχη, και δεν τη λέω με την άλλη της έκφραση για να μην τα βάλει και μαζί μου, να τος ο πρωτοείσακτος στο ρετιρέ του κόμματος και εξαφανισμένο το «θείον βρέφος», μακάρι να ήξερα πού. Όμως κάπου εδώ σταματούν οι χαρές και τα πανηγύρια για τα επινίκια και τα πιο δύσκολα αρχίζουν τώρα, με την επιλογή εκείνων που θα πλαισιώνουν την προεκλογική εξόρμηση για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πολλά έχουν αλλάξει. Όπως το ίδιο ισχύει και για τον κ. Σαμαρά, που και για τη δική του προεκλογική ομάδα δεν θα μπορούσε κανένας να ισχυριστεί ότι πρόκειται για «ό,τι καλύτερο». Πρώτα – πρώτα απαλλαγή από τη γνωστή σαβούρα, με λίγες εξαιρέσεις και δεν μιλάμε για όλα εκείνα τα γνωστά «εξαπτέρυγα» που προσπαθούν «εξ αντανακλάσεως» να προβληθούν, τους ολέθριους τοπικούς παράγοντες, τους ανίκανους κομματικούς και οικογενειακούς κληρονόμους και τους περισσότερους, μόνιμη η πληγή τους, με τη «μικροκομματική» νοοτροπία, το ρουσφέτι, τους «μαυρογυαλούρους» με την ανικανότητα να αρθρώσουν ένα σωστό πολιτικό λόγο ή μια πρόταση που τόσο τη χρειάζεται ο κατατραυματισμένος τόπος.

Γίνονται παζάρια για συγγνώμες και επαναφορές, ενώ μια είναι η απάντηση: «Ώρα σας καλή, πρώην σύντροφοι μόνο στα λόγια, πορευτείτε τώρα μόνοι σας να δούμε πόσο αντέχετε τον ανήφορο».

Νέοι άνθρωποι χρειάζονται. Αυτό είναι που χρειάζεται ο τόπος στην αποδυναμωμένη κατάσταση που βρέθηκε. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει η επιλογή τους από τα θολά νερά των πολιτικών δεξαμενών. Μακριά από όλους αυτούς που έχουν «επάγγελμα» τη διαχείριση της πατρίδας. Άξιοι άνθρωποι χρειάζονται. Και υπάρχουν. Ψύχραιμοι, μετρημένοι, με τη λογική πρώτα απ’ όλα της καθημερινότητας και επιτυχημένοι στον τομέα τους και με επιβεβαιωμένες τις ικανότητές τους. Αν ξεφυλλίσουμε το βιβλιαράκι με τους 300 «εκλεκτούς» της Βουλής, θα δείτε ότι οι 9 στους 10, για μοναδικές τους γνώσεις μιας ανώτερης σχολής, οι περισσότεροι στην παράγραφο «Σπουδές» δηλώνουν «Νομικά», χωρίς να συμπληρώνουν αν όλοι έχουν πάρει και το δίπλωμα!

Η επιλογή του κ. Παπαδήμου και μάλιστα σε μια τόσο δύσκολη περίσταση, όπως αυτή που ζούμε, επιβεβαιώνει την άποψη για το σωστό της επιλογής του και αυτή είναι μια αισιόδοξη και παρήγορη λύση και ευτυχώς που ο κ. Λουκάς Παπαδήμος δεν είναι ο μοναδικός.

Μακάρι να ξέραμε πόσους «Παπαδήμους» διαθέτει αυτός ο τόπος και είναι στο χέρι των δύο μεγάλων αντιπάλων του εκλογικού «ράλι» για να τους ξεχωρίσουν για να αποκτήσουμε ένα καινούργιο βηματισμό που τόση ανάγκη τον έχει η ζωή μας.

***

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥ!

Σίγουρα λίγα πράγματα μέχρι και καθόλου θα έτυχε να γνωρίζουν ακόμα και οι πιο φανατικοί και αχόρταγοι εφημεριδοφάγοι, ειδικά μάλιστα σ’ αυτόν τον καταιγισμό του καθημερινού και του εβδομαδιαίου Τύπου, για μια πολύ παλιά αθηναϊκή εφημερίδα, τον «Μικρό Ρωμηό», που η ηλικία του μετράει τα 126 χρόνια, σύμφωνα με την ημερομηνία που μας τη βεβαιώνει και εμμέτρως στην πρώτη σελίδα της:

«Εν Αθήναις έτος πρώτον – εν τη χώρα των γελώτων
Χίλια οκτακόσια ογδοήντα έξη – έτος που ο καθένας ρόλον θένα παίξη.
Του 8βρίου είναι εννιά – και μας άρχισε η χειμωνιά
Αριθμός μας είναι πρώτος – κι όλοι τρέχωμεν στο σκότος
Το φύλλο μας Μικρός Ρωμηός – έχει ιδρύσει και γραφεία
στην ωραία μας Αθήνα – επί της οδού του Σίνα
ένδεκα τον αριθμόν – συνορεύει με σταθμόν
αμαξάδων, κι από εκεί – με την Αστυκλινική
με πλευράν νοσοκομείου – κι αίθουσαν ανατομείου»!

Από το 1886 λοιπόν και το μοναδικό αντίτυπο του πρώτου φύλλου διασώζεται, χάρη στον Λευτέρη Σκιαδά που εξακολουθεί να τον εκδίδει μέχρι σήμερα. Και που ασφαλώς είναι και ο αρμοδιότερος γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί εκτός από μανιώδης συλλέκτης είναι για 3η φορά αντιδήμαρχος της Αθήνας και συγχρόνως πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων, έχοντας συγκεντρώσει στα γραφεία του, στην περιοχή της Ακρόπολης, τόσο έντυπο υλικό που αφορά την παλιά Αθήνα, έτσι που, μπαίνοντας εκεί μέσα, έχεις την εντύπωση ότι από κάποια πόρτα και μέσα από τις στοιβαγμένες εφημερίδες και τα παλιά βιβλία θα σε υποδεχθεί ο τελευταίος φουστανελοφόρος δήμαρχος της Αθήνας, ο γραφικός Στριφτόμπολας, ή κανένας αγριεμένος κουτσαβάκης με κομμένο το ένα μανίκι από το σακάκι του, θύμα του αδυσώπητου Μπαϊρακτάρη.

Το πιο σπουδαίο όμως της ιστορίας είναι το ότι ο «Μικρός Ρωμηός» αποτελεί την «έντυπη φωνή» του θρυλικού «ποιητή του κάρου», μια από τις γραφικότερες φυσιογνωμίες της παλιάς Αθήνας, του Παναγιώτη Θεοδοσίου, που γύριζε στα πιο κεντρικά σημεία της μικροσκοπικής τότε πρωτεύουσας (μιλάμε για τις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου αιώνα και τις πρώτες του προηγούμενου) και ανεβασμένος σε ένα κάρο, κατάλληλα διασκευασμένο σε θεατρική σκηνή, έδινε ο ποιητής μια ολόκληρη παράσταση σατιρίζοντας με τους σατιρικούς του στίχους ό,τι και όσα αποτελούσαν την καθημερινότητα της εποχής. Σε μόνιμη «φαγωμάρα» με τον Γιώργο Σουρή, τον άλλο κορυφαίο σατιρικό της ίδιας εποχής, έχοντας και εκείνος για όπλο του τη δική του εφημερίδα, τον «Ρωμηό», γι’ αυτό και ο Θεοδοσίου στη μετόπη της 1ης του σελίδας έγραφε ότι «ο Ρωμηός είναι εφημερίς – που δεν γράφει ο Σουρής», κάτι που είχε κάνει τον Σουρή να… βγει από τα ρούχα του, δηλώνοντας, με τη σειρά του, πρωτοσέλιδα:

«Επειδή αυτός ο Ρωμηός μικρός καλείται
όμως τας εντυπώσεις μου αν θέλετε να δήτε,
τι είδον εν αυτώ και έχασα τον νου μου
Ρωμηόν αυτοκασίγνητον ορώ τον ιδικού μου
κι απόπληκτος, ω φίλοι μου, κι εγώ να απομείνω
όταν το φύλλο του Ρωμηού απήντησα εκείνο».

Πολιτικοποιημένες και οι δύο, με τον Τρικούπη ο «Ρωμηός» του Σουρή, πιο ελιτίστικος, πιο κοντά στις επικρατούσες πλούσιες τάξεις, γι’ αυτό και αφιέρωνε (καλή ώρα) έμμετρες περιγραφές χορών και δεξιώσεων με αντίστοιχη οικονομική χορηγία, ενώ αντίθετος ο Θεοδοσίου με τους Δηλιγιαννικούς, στήριξε την ύπαρξή του 30 ολόκληρα χρόνια στους φανατικούς αναγνώστες του «Μικρού Ρωμηού», κυκλοφορώντας στις πιο λαϊκές γειτονιές, από του Ψυρρή και κάτω, με εφημεριδοπώλες τους πιτσιρικάδες αλητάκους της Αθήνας.

Στόχος και των δύο οι εκάστοτε δήμαρχοι της Αθήνας με τις μόνιμες αδυναμίες τους, δηλαδή τον φωτισμό των δρόμων, το μάζεμα των σκουπιδιών, τα ταμειακά προβλήματα, ίδια του παλαιότερου Σούτσου με φανατικό του υποστηριχτή τον Θεοδοσίου, που όταν μάλιστα πλησιάζανε εκλογές, εκείνο το «θέατρο-κάρο» του δεν προλάβαινε να κάνει δρομολόγια για παραστάσεις.

Όλα αυτά και ένας ωκεανός πληροφοριών που δεν χορταίνω να διαβάζω στο καταπληκτικό βιβλίο-λεύκωμα 400 σελίδων, σε μια πολυτελέστατη έκδοση μεγάλου σχήματος, που κυκλοφόρησε ο Λευτέρης Σκιαδάς και που υποψιάζομαι ότι αυτή τη φορά θα γίνει πραγματικότητα μια παλιά μας σκέψη που είχαμε και οι τρεις μας, δηλαδή ο Λευτέρης Σκιαδάς, ο υποφαινόμενος και θα αναφέρω και τον τρίτο της παρέας, τον Γιώργο Κατσαρό, για ένα καθαρό «αθηναϊκό» σίριαλ που θα το έλεγα και «θεατρικό ντοκιμαντέρ» αντλώντας καταπληκτικά στοιχεία από το βιβλίο που προανέφερα και που τιτλοφορείται «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥ: Παναγιώτης Ν. Θεοδοσίου», με τον υπότιτλο «Η άλλη όψη της αθηναϊκής ιστορίας».

Περιμένετε στο ακουστικό σας.


Σχολιάστε εδώ