Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Θεωρητικά, το πολίτευμα της Ελλάδος ήταν Βασιλευομένη Δημοκρατία, αλλά πρακτικά ήταν πολίτευμα υπό αίρεση που θα εκρίνετο με δημοψήφισμα μόλις «ωρίμαζαν οι συνθήκες». Τον υπό αμφισβήτηση και «εν υπερορία» βασιλέα, αντικαθιστούσε ως αντιβασιλεύς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός, που ασκούσε με… θρησκευτική ευλάβεια τα Υψηλά του καθήκοντα σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και του κ. Λίπερ, βρετανού πρεσβευτού εν Αθήναις. Τα περισσότερα από μια ντουζίνα πολιτικά κόμματα, κομματίδια, ομάδες, συνασπισμοί και… προσωπικότητες κονταροχτυπιούνταν καθημερινά με μια σειρά λογικές και παράλογες αξιώσεις, με κύρια το «εάν έπρεπε να προηγηθούν οι εκλογές ή το δημοψήφισμα», κάτι για το οποίο τελικά θα αποφάσιζε ο συμμαχικός παράγων. Υπήρχε και ένα καθαρά τεχνικό πρόβλημα: «Η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων». Διότι από το 1936, που εκλήθησαν οι Έλληνες στις κάλπες και την επακολουθήσασα ανώμαλη δεκαετία, πολλοί εγγεγραμμένοι «μεταδημότευσαν» με την ευγενική μεσολάβηση κάποιου γραφείου τελετών «εις τόπον χλοερόν ένθα ουκ υφίσταται κάλπη», ενώ άλλοι, ρωμαλεότεροι, ήσαν διπλοεγγεγραμμένοι ή και… πολυεγγεγραμμένοι. Εν πάση περιπτώσει, ενώ μέρα με τη ημέρα διάφορα προβλήματα επιλύονταν, οι Άγγλοι δεν αποφάσιζαν τι θα προηγείτο. Μέχρι που ο Γ. Βλάχος, ο ΓΑΒ, εξανέστη και με κύριο άρθρο του στην «Καθημερινή» παρότρυνε τους Βρετανούς να ψιθυρίσουν «εις το ους του Αρχιεπισκόπου» τι επιθυμούν επιτέλους…

Τελικά οι εκλογές διενεργήθησαν -όπως διενεργήθησαν- και το δημοψήφισμα που ακολούθησε μετά από εξάμηνο, διεξήχθη – όπως διεξήχθη. O Γεώργιος Β’ επανήλθε εις τον θρόνο, και ο Αντιβασιλεύς Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, σιωπηρώς βλασφημών, εγκατέλειψε την επίγεια δόξα, προσδοκών μόνο την επουράνια πλέον, και παραδώσας εν επισήμω τελετή το βασιλικόν σκήπτρον, επανήλθε στην «ποιμενική πατερίτσα»

‘Εκτοτε, και ενώ η κατάσταση «έβαινε επί τα χείρω βελτιουμένη», όπως έγραψε κάποτε αρειμάνιος ενωμοτάρχης σε αναφορά του, πέρασε το φθινόπωρο, πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, επανήλθαν τα χελιδόνια και ξημέρωσε η Πρωταπριλιά με τα καθιερωμένα ψέματα και φάρσες της ημέρας, που διέπρατταν πάντες εναντίον πάντων, χωρίς να κάνουν εξαίρεση οι εφημερίδες, που γράφανε με πηχυαίους τίτλους εθιμικά ψέματα. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα η είδηση πως «πέθανε ο βασιλιάς…». Καθώς τίποτα δεν είχε διαρρεύσει περί ασθένειας, ο περισσότερος κόσμος το πέρασε για πρωταπριλιάτικο αστείο που, ανάλογα με τις πεποιθήσεις τους, άλλοι χαρακτήριζαν άνοστο και άλλοι ανευλαβές… Όταν όμως ο ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να μεταδίδει κλασική μουσική και διακόπτοντας το πρόγραμμα η εκφωνήτρια Νιόβη Πινιάτογλου με θλιμμένη φωνή ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός, όλοι βεβαιώθηκαν πως τα διαδιδόμενα περί θανάτου ήταν αλήθεια. Συγχρόνως την ίδια ώρα έτρεχαν στους αθηναϊκούς δρόμους οι εφημεριδοπώλες με τα «παραρτήματα» των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν σε έκτακτα και σοβαρά γεγονότα.

Όπως γράφτηκε τότε στο Τύπο, Ο Γεώργιος τις τελευταίες ημέρες αισθανόταν μια περίεργη αδιαθεσία, αλλά παρά ταύτα συνέχιζε χωρίς διακοπή τις θεσμικές του υποχρεώσεις. Γύρω στη 1 και μισή είχε ολοκληρώσει τη συνεργασία του με τον αυλάρχη Λεβίδη και απεσύρετο στον πάνω όροφο των ανακτόρων για να γευματίσει. Στο τρίτο ή τέταρτο σκαλί κάτι αισθάνθηκε και κάθισε στο σκαλοπάτι. Ο Λεβίδης, που τον συνόδευε, δεν ανησύχησε -γιατί να ανησυχήσει άλλωστε;- και ο Γεώργιος, που σύντομα συνήλθε, ανασηκώθηκε, ανέβηκε, έδωσε διάφορες οδηγίες στο προσωπικό και ξαφνικά σωριάστηκε σε έναν σοφά. Φυσικά επήλθε αναστάτωση. Κάλεσαν γιατρούς που του προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, πλην όμως ήταν αργά. Σύμφωνα με το εκδοθέν ανακοινωθέν, ο βασιλεύς είχε αποθάνει την 13.55’ ώρα της 1ης Απριλίου 1947 από καρδιακή προσβολή. Στη συνέχεια όσα ακολούθησαν προεβλέποντο από το πρωτόκολλο. Ορκίστηκε εν τάχει ο Παύλος νέος βασιλιάς και οι Έλληνες, σαν συναισθηματικός λαός, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, πάντα κάποια «μικρούλα θλίψη» νιώθουν μπροστά στο θάνατο. Κατά τα λοιπά, το Επίσημο Κράτος κήρυξε «δημόσιο πένθος», οι σημαίες κυμάτισαν μεσίστιες και οι σκοποί, όπου υπήρχαν, φρουρούσαν με το όπλο υπό μάλης. Και καθώς οι εστεμμένοι λίγο-πολύ συγγενεύουν μεταξύ τους, το πένθος επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες «αυλές» της Ευρώπης.

Οι μόνοι που αισθάνονταν χαρούμενοι μέσα στη θλίψη ήταν οι μαθηταί, αφού τα μαθήματα διακόπηκαν μέχρι την κηδεία. Και ήταν τόσο όμορφο εκείνο το ξαφνικό ρεμπελιό μέσα στον γλυκό Απρίλη με τσάρκες σε πάρκα και κοντινές εξοχές.

Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπής με… «χρυσοποίκιλτους» βαρυαλγούντες πρίγκιπες, που μαζί με τους αυλάρχες και τους σταβλάρχες με τις περίλαμπρες στολές θύμιζαν χρόνους ιπποτών και πολύ το χάρηκαν το θέαμα οι παρευρεθέντες Αθηναίοι.

Σαν καπρίτσιο και παιχνίδι της μοίρας, ο νέος βασιλιάς έδωσε τον «νενομισμένον όρκον του» ενώπιον της Βουλής την 21η Απριλίου 1947. Είκοσι χρόνια ακριβώς αργότερα, την 21η Απριλίου 1967, σήμανε η αρχή του τέλους της βασιλείας στην Ελλάδα…


Σχολιάστε εδώ