H 25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑΣ
Την πρώτη, με κοινό παρονομαστή την Αρχαία Ελληνική Παιδεία. Τη δεύτερη, με κοινό παρονομαστή τη χριστιανική ιδέα, στην Ελληνορθόδοξη εκδοχή της.
Oι τέσσερις αιώνες Οθωμανικής δουλείας φαίνονταν να είχαν εκτοπίσει οριστικά από το ιστορικό προσκήνιο το ένδοξο Ελληνικό έθνος. Ένα έθνος, που είχε κατορθώσει από υπόδουλο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να γίνει εκφραστής και συνεχιστής της στην Ανατολή, με τη μορφή μιας νέας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Με άλλα λόγια, να συνεχίσει, χωρίς διακοπή, την ιστορική πορεία μιας ανανεωμένης και μεταμορφωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν αυτή στη Δύση είχε οριστικά καταλυθεί και η Ρώμη είχε καταληφθεί από τους Οστρογότθους του Οδόακρου το 476.
Αυτή τη συνέχεια στην Ανατολή, από τους Αρχαίους στους Μέσους Xρόνους, παραγνωρίζουν όσοι θέλουν να υποβαθμίζουν τον ρόλο και τον χαρακτήρα του Βυζαντίου και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο και μέσω αυτού στους Νέους Xρόνους και στον Νέο Ελληνισμό.
Η ισχυρή αίσθηση ταυτότητας, εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική, κράτησε όρθια την πίστη και την ελπίδα και ενέπνευσε την αντίσταση και τον αγώνα για απελευθέρωση και αναγέννηση.
Ο αγώνας δεν ήταν εύκολος, όπως δεν ήταν εύκολη η εθνική και η θρησκευτική επιβίωση, κατά τη διάρκεια των μακρών τεσσάρων αιώνων της δουλείας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία αντιπροσώπευε μια ακραία δεσποτική, στρατοκρατική και θεοκρατική εξουσία, διαπνεόμενη επιπλέον από ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και επιθετικό θρησκευτικό δόγμα, το Ισλάμ. Η Επανάσταση του Εικοσιένα ανέδειξε ένα διπλό θαύμα: την εθνική παλιγγενεσία ύστερα από τέσσερις σκοτεινούς αιώνες δουλείας και τη δημιουργία Νεοελληνικού εθνικού κράτους έπειτα από έναν άνισο αγώνα που είχε αρχίσει κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες στην Ευρώπη.
Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΗΓΗ
ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ ΣΤΙΣ
ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Η 25η Μαρτίου ως θεμελιακό σύμβολο της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας του Νέου Ελληνισμού, είναι καθοριστική αναφορά και πηγή εμπνεύσεως για την πορεία του Νέου Ελληνικού κράτους και το εθνικό μέλλον του Ελληνικού λαού.
Βρισκόμαστε σήμερα σε μια άλλη ιστορικη φάση, με συνένωση κρατών και συμπαράταξη λαών στην Ευρώπη και έντονες τάσεις και πολιτικές παγκοσμιοποίησης. Είναι πολύ σημαντικό για κάθε λαό να διαφυλάσσει και να προσαρμόζει, κάτω από τις νέες συνθήκες, τον εθνικό του αυτοπροσδιορισμό και την εθνική του ανεξαρτησία, στο πλαίσιο μιας σταθερά επιζητούμενης και προτασσόμενης ισοτιμίας και αμοιβαιότητας. Είναι πολύ σημαντικό επίσης, ιδιαίτερα για τη δική μας περίπτωση, να διαφυλάσσεται ένας σταθερός βηματισμός προόδου, παιδείας και ευνομίας ώστε να μειώνεται συνεχώς η ιστορική καθυστέρηση που επέφερε η Οθωμανική δουλεία και η αποκοπή της Ελλάδος από το νεογόνο πνεύμα της Αναγεννήσεως στη Δύση και της βιομηχανικής και τεχνολογικής προόδου.
Η Ελλάδα, τόσο σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και σε σχέση με τη δική της εσωτερική πορεία, βρίσκεται σήμερα σε μια πολύ κρίσιμη κατάσταση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα να ολοκληρώσει την πολιτική της ενοποίηση και την εξέλιξή της σε μια πραγματική Συμπολιτεία Ευρωπαϊκών κρατών και εθνών. Οι εσωτερικές διαφωνίες και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων κυρίως Ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως επίσης η στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ να μην επιτρέψουν την εξέλιξη της Ευρώπης σε αυτόνομο γεωπολιτικό πόλο, εμπόδισαν μέχρι τώρα την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η πολιτική επίσης της παγκοσμιοποίησης, που ακολούθησε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δημιούργησε μια νέα κατάσταση και περιέπλεξε επικίνδυνα την Ευρωπαϊκή προοπτική. Η παγκοσμιοποίηση ενέτεινε σε ακραίο βαθμό την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, που είχε ήδη επιβληθεί ως θεσμικό καθεστώς στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980. Πώς είναι δυνατόν όμως, μια ομάδα χωρών, σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου, να επιδιώκει τη δημιουργία κοινής αγοράς και την πολιτική της ενοποίηση και ταυτοχρόνως να επιδιώκει τη δημιουργία ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, πάνω στη βάση ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών, χωρίς όρια;
Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν έχουν το ίδιο επίπεδο αναπτύξεως, την ίδια δομή οικονομίας και την ίδια διεθνή ανταγωνιστικότητα;
ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΤΟΥΝ ΣΕ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΘΕΣΗ
ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ- ΜΕΛΗ
Η ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση έχει άμεσα, για τις ασθενέστερες χώρες, τις εξής συνέπειες:
α. Αποτρέπει τη σύγκλιση και ενισχύει την απόκλιση. Εφόσον ο ανταγωνισμός ασκείται εγωιστικά από την κάθε χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, ατονούν αντιστοίχως οι κοινές Ευρωπαϊκές αναπτυξιακές πολιτικές και η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Καθίσταται ουσιαστικά ανέφικτη οποιαδήποτε Κεϋνσιανή πολιτική, βασιζόμενη στην εσωτερική προσφορά και ζήτηση, που θα λειτουργούσε ως αναπτυξιακός ενδοευρωπαϊκός μηχανισμός υπέρ των ασθενεστέρων χωρών.
β. Αφήνει εκτεθειμένες και απροστάτευτες από τον διεθνή ανταγωνισμό τις ασθενέστερες χώρες.
Εφόσον οι χώρες αυτές συναντούν στην Ευρωπαϊκή αγορά φθηνότερους ανταγωνιστές απ’ όλο τον κόσμο, βλέπουν τις εξαγωγές τους να συρρικνώνονται. Ταυτοχρόνως, δεν μπορούν να προστατεύσουν την εσωτερική τους αγορά και την εθνική τους παραγωγή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή του εμπορικού τους ισοζυγίου, την υπερχρέωση και τη δημοσιονομική τους αποσταθεροποίηση.
γ. Οδηγεί σε υποβιβασμό του επιπέδου ζωής και σε υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας.
Εφόσον η ανταγωνιστικότητα προσδιορίζεται όχι πια με Ευρωπαϊκά κριτήρια αλλά με κριτήρια παγκοσμιοποίησης, η εσωτερική υποτίμηση και η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής, παρουσιάζεται ως αδήριτη ανάγκη για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη παραπέμπεται αποκλειστικά στις ιδιωτικές επενδύσεις. Για την προσέλκυση των τελευταίων, προβάλλεται η ανάγκη δημιουργίας όρων ανταγωνισμού με διεθνή κριτήρια. Ο δρόμος αυτός, κάτω από την εκβιαστική πίεση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του εξωτερικού χρέους, οδηγεί στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και στην υποθήκευση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
Η ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ
ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΜΕ ΝΕΟΥΣ ΟΡΟΥΣ
Με βάση τα παραπάνω, η προάσπιση σήμερα της εθνικής ανεξαρτησίας και του εθνικού μέλλοντος της χώρας τίθεται με εντελώς νέους όρους.
Πρώτ’ απ’ όλα δεν υπάρχει σήμερα κανένα περιθώριο για τη συνέχιση της κακοπολιτείας των τελευταίων δεκαετιών. Αυτής που στέρησε τη χώρα από τον επιβεβλημένο εκσυγχρονισμό, μια αποτελεσματική στρατηγική αναπτύξεως και μια παιδεία άξιας του ονόματός της και της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτής της χώρας. Που ταύτισε το κράτος με την κομματοκρατία, τη μικρόνοια και τη διαφθορά. Που έδωσε τον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας σε ανεξέλεγκτα επιχειρηματικά συμφέροντα και συνέπλευσε άκριτα με ιδεολογήματα και πολιτικές, που δεν εξυπηρετούν το συμφέρον της χώρας αλλά εκπορεύονται από ξένα κέντρα που επιδιώκουν τις δικές τους παγκόσμιες στρατηγικές και στόχους.
Κατά δεύτερο λόγο, η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί ως «πεπρωμένο» την προοπτική που της προδιαγράφουν τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις. Για υποθήκευση δηλαδή της εθνικής της κυριαρχίας, υφαρπαγή του εθνικού της πλούτου, επιστροφή στο παρελθόν, σε ό,τι αφορά το βιοτικό της επίπεδο, και ένταξή της σε μια ζώνη παραγωγής χαμηλού κόστους, από ξένες κυρίως πολυεθνικές, που θα υποστηρίζει συμπληρωματικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του σκληρού Ευρωπαϊκού πυρήνα. Το υποτιθέμενο «νέο» αναπτυξιακό μοντέλο, που στηρίζεται αποκλειστικά στην αναμονή των ιδιωτικών επενδύσεων, με όρους παγκοσμιοποίησης, περιέχει οργανικά την κοινωνική υποβάθμιση της χώρας, τη δραματική συρρίκνωση της εθνικής της κυριαρχίας και την εθνική της αλλοτρίωση.
Αναγκαίο αντίδοτο στην προοπτική αυτή, έστω και αν αποκηρύσσεται μετά βδελυγμίας από τα μνημόνια, είναι η διαφύλαξη της ιδέας της μεικτής οικονομίας. Του δημόσιου δηλαδή και ιδιωτικού τομέα και ενός σημαντικού αναπτυξιακού ρόλου του κράτους, με δημόσιες επενδύσεις και στρατηγικές πρωτοβουλίες. Ο ρόλος του κράτους δυσφημίσθηκε οικτρά από τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Αυτό όμως πρέπει να οδηγήσει στην εξυγίανση και στον επανακαθορισμό του ρόλου αυτού με νέους κανόνες και εγγυήσεις. Δεν πρέπει να γίνει πρόσχημα εκτροπής από τη Σκύλλα στη Χάρυβδι.
Ο στρατηγικός δημόσιος τομέας και ο ρόλος του κράτους είναι για τις ασθενέστερες χώρες μια ελάχιστη ασπίδα για την προάσπιση των εθνικών τους συμφερόντων και για την άσκηση εθνικής στρατηγικής. Ο ρόλος αυτός ενδείκνυται πολύ περισσότερο, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από την ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση, δεν μπορεί να εγγυηθεί μια κοινή Ευρωπαϊκή ανάπτυξη και τη σύγκλιση και συνοχή όλων των χωρών μελών της. Αντιθέτως, ευνοεί την ηγεμονική οικονομική κυριαρχία των ισχυροτέρων μελών της, με πρώτη τη Γερμανία.
Κατά τρίτο λόγο, η χώρα πρέπει να αντιταχθεί σε ύπουλες πολιτικές, που αποτελούν στην ουσία πτυχή και παράρτημα της παγκοσμιοποίησης, και έχουν ως στόχο την εθνική αποδόμηση της χώρας. Προβάλλονται επιτηδείως διάφορα ιδεολογήματα. Ότι, π.χ., το έθνος είναι δήθεν μύθος και ότι το εθνικό κράτος είναι ιστορικά παρωχημένο. Συγχέονται επίσης σκοπίμως με συνθήματα και ιδεολογήματα της παραδοσιακής αριστεράς για την ευχερέστερη και παραπλανητική προώθησή τους, με αριστερό άλλοθι. Συμπληρωματική προς την προπαγάνδα αυτή, είναι η πολιτική των χαλαρών συνόρων, που ενθαρρύνει τη μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Η τελευταία δημιουργεί τη δημογραφική βάση για την εθνική αποδόμηση και την προώθηση της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει και στον τομέα αυτό μια τεράστια πρόκληση, σύμβολο της οποίας έγινε το κατάντημα του κέντρου των Αθηνών. Η Ελλάδα χρειάζεται ανασύνταξη σε όλους τους τομείς. Ανασύνταξη και κινητοποίηση όλων των δυνάμεών της. Δεν μπορεί να χάσει τον σημερινό αγώνα, όπως και εκείνον της 25ης Μαρτίου του 1821. Είναι και αυτός αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, πρόοδο και εθνικό μέλλον.