Μια φορά και έναν καιρό

Η 25η Μαρτίου του 1941 ήταν μια ιστορική μέρα για την Ελλάδα, αφού την ημέρα εκείνη έληξε άδοξα η «Εαρινή Επίθεση» που είχε προαναγγείλει από τον εξώστη του «Palazzo Venezia» o Μουσολίνι για να τσακίσει τα «νεφρά των Ελλήνων». Για να κάνει μάλιστα τη νίκη του μεγαλειώδη και να καρπωθεί τη δόξα, πήρε το αεροπλάνο και πετάχτηκε μέχρι την Αλβανία για να διευθύνει από την πρώτη γραμμή τη μάχη αυτοπροσώπως και να απολαύσει τις δαφνοστεφείς λεγεώνες του να τουλουμιάζουν τους Έλληνες, που είχαν το απύθμενο θράσος να ανατρέψουν τα κατακτητικά του σχέδια και να του χαλάσουν τη μαγιονέζα.

Έτσι, αποβιβάστηκε στα Τίρανα με τιμές και δόξες, απειλώντας θεούς και δαίμονες, βέβαιος πως τη μεγάλη νίκη που δεν πέτυχαν οι τρεις αρχιστράτηγοί του, Πράσκα, Σοντού και Καμπαλέρο, τους οποίους «εξωπέταξε» λόγω ανικανότητος, με την παρουσία του και μόνον θα την πετύχαινε ελόγου του. Βιαζόταν, βλέπεις, κιόλας διότι τα συνεταιράκια του οι Γερμανοί μυρίστηκαν τα βρώμικα κι άρχισαν να ετοιμάζονται να κατηφορίσουν κατά δω για να τον ξελασπώσουν. Έπρεπε, λοιπόν, με κάθε θυσία να έχει επιτύχει με ίδιες δυνάμεις τη συντριβή των Ελλήνων προτού «προκάνει» ο… «ωκύπους» Φον Λιστ με τις Panzer Divisionen του και του προσφέρει τη χώρα στο πιάτο, λέγοντάς του γερμανιστί: «Ελλάδα ήθελες; Ορίστε, φάε την…».

Είχε και κάποιους κρυφούς φόβους με τους Γερμανούς διότι είχε λερωμένη τη φωλιά του στην Αφρική, όπου ο «ξεβράκωτος» Ουέιβελ πήρε φαλάγγι τον δαφνοστεφή Γκρατσιάνι, στρατάρχη το επάγγελμα, και χρειάστηκε να στείλει ο φίλος του ο… Φυρεράκος τον Ρόμμελ με καμιά δεκαριά άρματα για να μη γίνει «παίγνιο» των βεδουίνων και λοιπών καμηλιέρηδων. Με κρυφό φόβο ότι ισχύει το αδυσώπητο λατινικό «δώσε διά να λάβεις» και επειδή εκείνου η προσφορά στον κοινό αγώνα τους ήταν μόνον αέρας φρέσκος σε κονσέρβα, αργά ή γρήγορα, ο ανιδιοτελής γερμανός σύμμαχος στο τέλος θα του κοτσάριζε κανένα «Μνημόνιο» κι άντε μετά να ξεμπερδέψεις. Όσο και να έβαζε τον εξοχότατο σινιόρ Γκάυντα να θριαμβολογεί από ραδιοφώνου ότι σωθήκανε με το «Μνημόνιο», θα τον παίρνανε στο ψιλό και οι Αραπάδες.

Έπρεπε, λοιπόν, με κάθε τρόπο να προλάβει. Ετοίμασε εν τάχει τις βαλίτσες του, έβαλε μέσα όλες τις μεγάλες στολές του και τη στολή εκστρατείας για την περίσταση, αποχαιρέτισε τους οικείους του, μέχρι και τον συμπέθερό του, τον αποκαλούμενο σκωπτικά από τους αναιδείς Ιταλούς «maramao», δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση ο «φαταούλας», και πιλοτάροντας ο ίδιος το πολεμικό αεροσκάφος προσγειώθηκε στην Αλβανία για να βάλει τα πράματα στη θέση τους…

Πριν ακόμη ξεκινήσει όμως και ενώ ετοίμαζε τις αποσκευές με τα προσωπικά του είδη για το μέτωπο, οι γερμανοί σύμμαχοί του είχαν αρχίσει από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου να διασχίζουν τη Βουλγαρία, που κι αυτή είχε προσχωρήσει στον Άξονα, κατηφορίζοντας. Το πράγμα γινόταν επείγον. Μπροστά στον κίνδυνο να τον προλάβουν οι Γερμανοί, τραγουδώντας την καντσονέτα «Ήρθες αργά στον δρόμο της ζωής μου», ο Μπενίτο χωρίς λεπτού καθυστέρηση αρχίζει αμέσως επίθεση εφ’ όλου του μετώπου, αλλά με κύρια αιχμή την Τρεμπεσίνα, όπου οι φαντάροι μας κρατούν ακλόνητοι τις θέσεις τους και με αντεπιθέσεις τις βελτιώνουν, συλλαμβάνοντας αιχμάλωτους αξιωματικούς και στρατιώτες.

Με μεγάλες δυνάμεις που μόλις έφτασαν από την Ιταλία και άφθονα σύγχρονα μέσα, επιτίθενται μέρα και νύχτα, αλλά αποκρούονται, με τεράστιες γι’ αυτούς απώλειες και μηδέν αποτέλεσμα εις το… πηλήκιο του ρωμαίου στρατηλάτη. Η περίφημη «Εαρινή Επίθεση», που άρχισε την αυγή της 9ης Μαρτίου με σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και άγριο βομβαρδισμό από την Ιταλική Αεροπορία της ελληνικής γραμμής άμυνας, κράτησε ολόκληρα 17 μερόνυχτα, μέχρι τις 25 του ιδίου μηνός, οπότε και τερματίστηκε ανήμερα του Ευαγγελισμού για να εδραιωθεί η πίστη στους φαντάρους μας πως η Παναγία, που από την αρχή τούς συμπαραστεκόταν, έκανε πάλι το θαύμα της… Από την τέταρτη όμως ημέρα της επιθέσεως ο Ντούτσε, βλέποντας να μη «φτουράνε» τα φτερά των βερσαλιέρων του, τα μάζεψε και ρίχνοντας βρισιές και αναθέματα στα… στρατά του επέστρεψε στη Ρώμη αθόρυβα, ταπεινωμένος και εξευτελισμένος, χωρίς να ψελλίσει «κιχ» για τον… φόνο.

Έκτοτε καμιά σοβαρή πολεμική ενέργεια δεν έγινε από τους Ιταλούς στην Αλβανία, αλλά περίμεναν καρτερικά τη γερμανική επέμβαση σαν τον από μηχανής θεό που θα τους βγάλει ασπροπρόσωπους. Ήταν μια σύρραξη που την παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα μέσω των πολεμικών ανταποκριτών ολόκληρη η οικουμένη. Πλημμυρίδα οι εκρήξεις θαυμασμού και εγκωμίων γι’ αυτούς τους ακατάβλητους μαχητές μιας μικρής και φτωχής χώρας που δέχτηκε επίθεση από έναν στρατό «οκτώ εκατομμυρίων καλά ακονισμένων λογχών», όπως ο Μουσολίνι υπερηφανεύετο. Μιας χώρας που δεν υπέκυψε, που δεν συνθηκολόγησε, που δεν κιότεψε, όταν άλλες, μεγαλύτερες έβαζαν περίτρομες την «ουρά στα σκέλια». Μια χώρα που την εξυμνούσαν καθημερινά με τα πρωτοσέλιδά τους οι εφημερίδες όλου του ελεύθερου κόσμου.

Κι αυτοί οι ακατάβλητοι μαχητές που στάθηκαν όρθιοι, που πολέμησαν και νίκησαν, ήσαν απλώς οι πατεράδες και οι παππούδες μας.


Σχολιάστε εδώ