«Θα δώσετε λόγον εις τον Θεόν και εις την αδέκαστον Ιστορίαν…»

Η στρατιά του διοικητού των δυνάμεων κατοχής, του Ράιχενμπαχ, έρχεται στην Ελλάδα. Ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδος, που μεταβάλλει τη χώρα μας σε γερμανική αποικία, θα έχει λόγο για τα πάντα και τίποτε δεν θα γίνεται εν αγνοία του. Η «Λεγεώνα των Ξένων» (Γερμανοί-Γάλλοι) που καταφθάνουν θα καταλάβουν όλα τα υπουργεία και τις υπηρεσίες και ουσιαστικά αυτοί θα κυβερνούν. Βούλησή τους είναι να υπάρχει μια αχυρένια «ελληνική κυβέρνηση» –για τους τύπους– η οποία θα έχει τόση ανεξαρτησία, όση είχαν κατά την πρώτη κατοχή οι δωσιλογικές κυβερνήσεις των Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη.

Προειδοποίησε μάλιστα ο φύρερ Ράιχενμπαχ ότι όποια κυβέρνηση και αν προκύψει κατά τις προσεχείς εκλογές της ανοίξεως, να μην τολμήσει να αλλάξει τίποτε από τα βάρβαρα μέτρα που ήδη εφαρμόζονται. Ο ταπεινός θεράπων των κατακτητών, ο Λουκάς Παπαδήμος, και οι μνημονιακοί ολετήρες σπεύδουν να περάσουν ταχύτατα πληθώρα νομοσχεδίων για να μας αλυσοδέσουν. Η νέα γερμανική κατοχή αποτελεί πλέον γεγονός. Τέτοιον εθνικό ξεπεσμό ουδέποτε κατά το παρελθόν γνωρίσαμε. Μένει να μάθουμε αν θα υψώσουν τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη…

Έχετε δει σε παλαιά ντοκιμαντέρ την εικόνα του γερμανού στρατιώτη, που τον Οκτώβρη του 1944 κατεβάζει από την Ακρόπολη τη ναζιστική σημαία, τη βάζει υπό μάλης, και αποχωρεί βιαστικά. Εκείνη τη στιγμή μπορεί ο στρατιώτης του Γ΄ Ράιχ να σκέφτηκε ότι πάλι με χρόνια με καιρούς το καινούργιο Ράιχ θα επιστρέψει στον Ιερό Βράχο και θα πάρει εκδίκηση για την ήττα της Γερμανίας. Με την υπομονή και μέθοδο-ρομπότ που τους διακρίνει οι Γερμανοί επέστρεψαν με τις ίδιες αντιλήψεις περί αφανισμού των Ελλήνων. Απλώς τη μέθοδο ετροποποίησαν. Όταν το 1941 έμπαιναν τα σιδηρόφρακτα στρατεύματα στην Αθήνα ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ο Κώστας Σταυρόπουλος στην τελευταία ελεύθερη εκπομπή έλεγε με τη χαρακτηριστική ολοκάθαρη καμπανιστή του φωνή: «Οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα με τα κατάκλειστα σπίτια…».

Τώρα οι Γερμανοί του Ράιχενμπαχ εισέρχονται στην Αθήνα με τα κατάκλειστα μαγαζιά… Δεν τα λέμε μόνον εμείς. Τα λέει και ο ξένος Τύπος. Η γαλλική «Monde» ανακοίνωσε ότι «Η Ελλάδα έγινε προτεκτοράτο και κυβερνήσεις γίνονται τα διοικητικά συμβούλια των αγορών». Ετόνισε ακόμη ότι Ελλάς και Ιταλία «έχουν δικτατορικές κυβερνήσεις», ενώ η «Tribune» αποκαλύπτει ότι: «Η Μέρκελ θέλει να υποθηκεύσει όλο τον πλούτο της Ελλάδος προς το συμφέρον της Γερμανίας…». Πλήρης γερμανική επικυριαρχία στην πολιτική και οικονομική ζωή της πατρίδος μας.

Δυστυχώς, επί πολλά χρόνια φανήκαμε πολύ ανεκτικοί απέναντι της Γερμανίας, μετά τα όσα υπέστημεν από τα χιτλερικά στρατεύματα κατά τον πόλεμο. Και δεν εννοούμε μόνον το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της «Δυτικής Συμμαχίας» κλείναμε τα μάτια για πολλά θέματα, κατά τη δεκαετία του 1960. Από τότε οι Γερμανοί επεσκέπτοντο τη χώρα μας με ύποπτες διαθέσεις.

Στρατηγοί, έμποροι, βιομήχανοι, πρώην αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ έφταναν στην Αθήνα για να «εξετάσουν τις δυνατότητες της εθνικής μας οικονομίας». Η αντιπολίτευση έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή επί ΕΡΕ επρόσεχε πολύ τις «συμμαχίες». Ήταν και ο «ψυχρός πόλεμος», με την Αμερική να μη μας επιτρέπει κινήσεις ουδετερότητας, για τις οποίες επέμεναν πολλά αντιπολιτευτικά κόμματα.

Η γερμανική παρουσία στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια έπαιρνε περίεργες διαστάσεις. Στην αρχή ήλθε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για να επισφραγίσει την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων. Μετά ακολούθησε το ταξίδι του αντικαγκελαρίου Έρχατ, του «αρχιτέκτονος του γερμανικού θαύματος» για να θέσει τις βάσεις των περαιτέρω οικονομικών συμφωνιών, μεταξύ των δύο χωρών. Και στη συνέχεια έφτασε ένας παλιός χιτλερικός, ο υπουργός Αμύνης της Γερμανίας, ο Στράους, τον οποίο παρουσίαζαν ως «δυναμική προσωπικότητα». Τα αποτελέσματα των ταξιδίων περιεβλήθησαν ηθελημένα από σύγχυση. Αυτά τα ταξίδια του Στράους τα συνέδεε ο διεθνής Τύπος με ταξίδια που επραγματοποίησε ο γερμανός υπουργός σε άλλες χώρες και κυρίως στην Ισπανία, που ακόμα είχε τον δικτάτορα Φράνκο.

Ενδιαφερόταν τότε η Γερμανία για τοποθέτηση έξω του εδάφους της στρατιωτικών εγκαταστάσεων και βάσεων. Και είχαν ψυχρανθεί οι σχέσεις της Ελλάδος με το ανατολικό μπλοκ, χάριν της Γερμανίας. Διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής: «Η ελληνική κοινή γνώμη ανησυχεί από πάντα ταύτα δικαίως. Επειδή έχει δίκαιον να μην εμπιστεύεται γενικώς τον τρόπον κατά τον οποίον αντιλαμβάνεται και χειρίζεται τα ζητήματα των σχέσεων με τας ξένας χώρας η ελληνική κυβέρνησις. Και έχει δίκαιον να είναι ιδιαιτέρως ανήσυχος τώρα, οπότε πρόκειται περί της Γερμανίας…». Σχόλιο του 1960, που λες και εγράφη μόλις χθες! Επεσήμαινε και κάτι άλλο ο τότε αντιπολιτευόμενος Τύπος, που αποκτά σήμερα επικαιρότητα: «Θα είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η Γερμανία είναι αδιάβροχος εις ναζιστικάς επιρροάς.

Δεν πρόκειται μόνον περί των προσώπων –και είναι δυστυχώς πολλά– που από την υπηρεσίαν του Χιτλερισμού επέρασαν εις την υπηρεσίαν της σημερινής “αντιχιτλερικής” Γερμανίας και κατέχουν θέσεις σπουδαίας. Πρόκειται περί της βαθείας διαβρώσεως που είχεν επιτύχει από το 1932 μέχρι της πτώσεώς του ο Χιτλερισμός. Και πρόκειται περί του γονίμου εδάφους που ευρίσκει προς καλλιέργειαν εις έναν λαόν ευεπίφορον προς αναλόγους ιδέας, και βαρέως φέροντα μίαν ήτταν που είναι φυσικόν να σύρει όπισθέν της το πνεύμα της “ρεβάνς”. Παραλλήλως –και όχι ασχέτως προς τα ανωτέρω– η αναβίωσις του γερμανικού στρατού δεν είναι δυνατόν να μην εμπνέει τον φόβον της αναβιώσεως του γερμανικού μιλιταρισμού, όχι μόνον εις τας χώρας του ανατολικού μπλοκ, αλλά ακόμη και εις χώρας των οποίων είναι σήμερον σύμμαχος η Γερμανία…».

Αυτό το πνεύμα της «ρεβάνς» πληρώνουμε τώρα και δεν χρειάστηκε η αναβίωση του γερμανικού στρατού για να υποδουλώσει ξανά την Ελλάδα. Φτάνουν οι τράπεζες, οι τοκογλύφοι, οι σκοτεινές στοές της «λέσχης Μπίλντεμπεργκ» και η «τρόικα». Να θυμίσουμε κι εκείνη την περιβόητη «υπόθεση Μέρτεν»;

Για τους νεώτερους να εξηγήσουμε ότι ήταν ο εγκληματίας πολέμου που είχε διαπράξει ανήκουστα εγκλήματα στη χώρα μας, είχε συλληφθεί και για χάρη του η κυβέρνησις της ΕΡΕ εψήφισε δύο νόμους, ήλθε σε αντίθεση προς το μέγιστον μέρος της κοινής γνώμης και τέλος τον απελευθέρωσε λίγους μήνες μετά την καταδίκη του. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ είχε πει τότε ότι η απελευθέρωση του ναζί εγκληματία έγινε στα πλαίσια της πολιτικής που είχε στόχο τη «βελτίωσιν των ελληνογερμανικών σχέσεων…».

Στις 6 Νοεμβρίου 1959 οι εφημερίδες έγραφαν: «Από χθες το πρωί ο χιτλερικός δήμιος Μαξ Μέρτεν είναι ελεύθερος. Απελύθη στις 5.50 π.μ. από τις φυλακές Αβέρωφ και το απόγευμα ανεχώρησε με αεροπλάνο της “Λουφτχάνσα” για την πατρίδα του τη Δυτική Γερμανία»… Έγινε θύελλα τότε στη Βουλή. Η αντιπολίτευση εχαρακτήρισε το νομοσχέδιο της αμνηστεύσεως των γερμανών δημίων, ως εθνικώς απαράδεκτο. Ο βουλευτής της ΕΔΑ Σταύρος Ηλιόπουλος ανέφερε ότι «το θέμα των εγκληματιών πολέμου εβασίσθη σε διεθνείς διακηρύξεις και πράξεις, στις οποίες συνέπραξαν όλα τα σύμμαχα κράτη. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον παρετηρήθη κάτι το οποίο δεν είχε μέχρι τότε παρατηρηθεί στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Δεν είχαν παρατηρηθεί οι θηριωδίες και τα ομαδικά εγκλήματα, τα οποία απετέλεσαν τη βάση του ναζισμού και ακριβώς αυτό το πνεύμα του ναζισμού ηθέλησαν τα σύμμαχα κράτη να τιμωρήσουν διά της διώξεως των εγκληματιών πολέμου…» Και ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως, ο Ηλίας Τσιριμώκος, ετόνισε: «Όταν τίθεται ως όρος ή ως συντελεστής της ελληνογερμανικής φιλίας πρώτα η παραχώρησις του δικαιώματος του να δικάσει πάντα εγκληματίαν πολέμου η Γερμανία, έπειτα, το κυριότερον, τον μοναδικόν που εδίκασεν η ελληνική Δικαιοσύνη, μετά τον νόμον ο οποίος έγινε διά να ρυθμίσει τας σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας, εξ αφορμής των εγκληματιών πολέμου, ερχόμεθα μετά εξ μήνας και λέγομεν ότι χάριν της ελληνογερμανικής φιλίας, πρέπει αυτός να απολυθεί, εν τοιαύτη περιπτώσει, τινάσσομεν εις τον αέρα την βάσιν επί της οποίας στηρίζεται η ελληνογερμανική φιλία…».

Και δεν ήταν μόνον ο Μέρτεν. Υπήρχαν κι άλλοι, όπως ο έτερος γερμανός εγκληματίας πολέμου, ο Γκούντερ Κόλβες, τον οποίον πάλι η κυβέρνησις της ΕΡΕ τον Αύγουστον του 1959 εφυγάδευσε. Θέλουν να αγνοούν η Μέρκελ, ο Σόιμπλε, ο Ράιχενμπαχ και η μαφία τους πόσα κάναμε για χάρη τους και πόσα μας χρωστούν. Εάν όμως το 1960 το νομοσχέδιο για την αμνήστευση των γερμανών δημίων εχαρακτηρίσθη ως εθνικώς απαράδεκτον, η ψήφιση σήμερα των επαίσχυντων μνημονίων, με τα οποία –πέραν όλων των άλλων– εκχωρούν στη Γερμανία την εθνική κυριαρχία μας, είναι πράξη εθνικής προδοσίας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σε επιστολή του προς την προσωρινή κυβέρνηση που είχε εκλεγεί στην Τροιζήνα, για να ασκήσει εξουσία, μέχρις ότου έλθει ο Καποδίστριας, θέλησε να θέσει τους βουλευτές ενώπιον των ευθυνών τους.

Και ετόνιζε: «Χάνεται ο λαός τον οποίον αντιπροσωπεύετε, ο λαός του οποίου την σωτηρίαν πρέπει να έχετε πρώτον ως ουσιώδες αντικείμενον. Χάνεται ατίμως κάτω από τα ερείπια της ελευθερίας του, όχι από έλλειψιν προθυμίας του, αλλά από το ότι η κυβέρνησις εξέλαβεν ως πάρεργον τον χαμόν του… Κύριοι αντιπρόσωποι του λαού! Διά τον Θεόν, διά την αγάπην της πατρίδος, λάβετε μέτρα σωστικά διʼ αυτήν…».

Και ο Γέρος του Μοριά κατέληγε την επιστολή του προς τους βουλευτές με αυτά τα λόγια: «Θα δώσετε λόγον εις τον Θεόν και στην αδέκαστον Ιστορίαν…». Η φωνή του Κολοκοτρώνη έρχεται από τα βάθη των αιώνων, σαν προειδοποίηση προς τους μνημονιακούς προσκυνημένους των χαλεπών ημερών μας…


Σχολιάστε εδώ