Περί εξοπλισμών
Η αγορά εξοπλιστικών συστημάτων εξαρτάται αφενός μεν από την οικονομική δυνατότητα μιας χώρας να διαθέτει τους κατάλληλους πόρους, αφετέρου δε από τον τρόπο που θεωρεί ότι προστατεύει αποτελεσματικότερα την εθνική της ακεραιότητα. Δεν είναι όμως ευχερές να διακριβωθεί κατά πόσον μια απόφαση περί εξοπλισμών υποκρύπτει και άλλες προθέσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αν οι σχετικές αποφάσεις αποβλέπουν σε ανατροπές συσχετισμών και ισορροπιών που η εξοπλιζόμενη χώρα επιδιώκει στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που την περιβάλλει.
Τα παραπάνω γνωρίζουν καλά όχι μόνον οι ασχολούμενοι με τις γεωστρατηγικές αναλύσεις και όσοι παρακολουθούν τα περί των εξοπλισμών τεκταινόμενα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι.
Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν πέρασε απαρατήρητη η πρόσφατη απόφαση της Άγκυρας να αποκτήσει, με χρονικό ορίζοντα το 2015, τα δυο πρώτα αεροσκάφη τύπου F-35 JSF (Joint Strike Fighter), με προοπτική μάλιστα, όπως τουλάχιστον έχει δηλωθεί, να προμηθευτεί εκατό συνολικά αεροσκάφη του αυτού τύπου, σε βάθος χρόνου. To F-35 JSF, ως γνωστόν, είναι ένα καταδιωκτικό αεροσκάφος που κατασκευάζεται από την Lockheed Martin. Πρόκειται περί ενός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής ανιχνευσιμότητας αεροσκάφους, ανάλογου βέβαια κόστους.
Παράλληλα, εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις του αρχηγού των ναυτικών δυνάμεων της Τουρκίας, ναυάρχου Murat Bilgel, ο οποίος εξήγγειλε την ενίσχυση του τουρκικού στόλου με την κατασκευή ενός αεροπλανοφόρου. Συγκεκριμένα, ο τούρκος ναύαρχος ανέφερε ότι ο σχεδιασμός των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων για την επόμενη δεκαετία περιλαμβάνει και την απόκτηση ενός αεροπλανοφόρου, το οποίο θα εστιαστεί στην κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών πέραν των πολεμικών επιχειρήσεων. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι οι στρατηγικές προτεραιότητες του τουρκικού στόλου για τα επόμενα 5, 10 και 20 χρόνια είναι η κατασκευή ναυτικών μονάδων που, καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, θα μπορούν να επιχειρούν, σε σύντομο χρόνο, σε περιοχές που εντάσσονται στα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας.
Ο τούρκος ναύαρχος πρόσθεσε χαρακτηριστικά ότι η χώρα του σκοπεύει να αυξήσει τη μεταφορική δυνατότητα των αεροπορικών της μέσων και να αποκτήσει πλοίο υποστήριξης πολεμικών επιχειρήσεων, φρεγάτες πολλαπλού ρόλου, μη επανδρωμένα ελικόπτερα και υποβρύχια που θα μπορούν να επιχειρούν εν καταδύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σαφώς λοιπόν προκύπτει ότι η Τουρκία έχει αναλάβει πλέον την υλοποίηση ενός πολύ φιλόδοξου εξοπλιστικού προγράμματος. Ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά την κατασκευή του αεροπλανοφόρου, τούτο αποτελεί τεράστιο άλμα. Ένα σύγχρονο αεροπλανοφόρο στην ουσία αποτελεί ένα πλωτό στρατιωτικό αεροδρόμιο, που δεν μεταφέρει απλώς, αλλά και επιτρέπει, ως γνωστόν, την, με τεράστια λογιστική υποστήριξη, απονήωση και προσνήωση πολεμικών αεροπλάνων σε οποιοδήποτε σημείο του θαλάσσιου χώρου που θα εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας της εθνικότητας του πλοίου. Αποτελεί, συνεπώς, ένα εξόχως δαπανηρό, όχι μόνο στην προμήθεια, αλλά και στη συντήρηση, εγχείρημα. Απόδειξη αυτού, ο περιορισμένος αριθμός χωρών που διαθέτουν αεροπλανοφόρα.
Η εν λόγω κίνηση της Τουρκίας δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή προσπάθεια ενίσχυσης της άμυνάς της. Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, να αναλύσουμε περισσότερο την άποψη αυτή, αφού η υπέρμετρη ενδυνάμωση της άμυνας μιας χώρας προϋποθέτει κυρίως την ύπαρξη γειτόνων που επιβουλεύονται την εδαφική της ακεραιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν βλέπουμε την ύπαρξη τέτοιου είδους γειτόνων. Κατά συνέπεια, η απόφαση απόκτησης των υπερσύγχρονων αυτών συστημάτων από την Άγκυρα σαφώς αποδεικνύει την επιδίωξη της τελευταίας για απόκτηση επιρροής σε χώρους που θεωρεί ότι εντάσσονται στη σφαίρα των στρατηγικών, οικονομικών, ακόμη και πολιτιστικών της συμφερόντων και όχι για να εξασφαλίσει μόνον καλύτερη άμυνα.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ένα απλό ερώτημα, που αφορά τον ακριβή προσδιορισμό των χωρών που αφορούν ή εναντίον των οποίων στρέφονται οι νέοι αυτοί τουρκικοί σχεδιασμοί.
Ποιες είναι, άραγε, αυτές οι χώρες;
Θα εκτιμούσαμε αν γνωρίζαμε την τοποθέτηση, επί του θέματος αυτού, κάποιου τούρκου επισήμου.