ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΘΕΣΕΙΣ…

«Μα, δεν υπάρχουν άλλοι ικανοί άνθρωποι να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες που με την πείρα τους θα παίρνουν σωστές αποφάσεις, αντί να βλέπουμε κάθε φορά τους ίδιους και τους ίδιους που αντί να τιμούν τις θέσεις που τους έχει εμπιστευτεί η πολιτεία, αντίθετα με τις γελοίες συμπεριφορές τους σαν Καραγκιόζηδες, οι περισσότεροι, την εξευτελίζουν». Μήπως θα πρέπει λοιπόν να στραφούμε σε άλλες επιλογές στις επόμενες εκλογικές μας σκέψεις; Όπως και από την πρώτη στιγμή του διορισμού του και παρά τον βραχύ βίο που θα έχει σ’ αυτή τη θέση, οι δηλώσεις του κ. Μπαμπινιώτη δείχνουν έναν άνθρωπο που ξέρει το αντικείμενο που του έχουν αναθέσει, έστω και κατά δύναμη, αντίθετα με την απελθούσα υπουργό που ακόμα περιμένει να βρεθεί το χαρτί για να τυπωθούν τα σχολικά βιβλία της σχολικής περιόδου που λήγει όπου να ‘ναι.

Παραλαμβάνοντας την υπουργική του πολυθρόνα ο κ. Μπαμπινιώτης δεν παρέλειψε να θυμίσει στους μελλοντικούς υφισταμένους του -που ανάθεμα κι αν την ήξερε κανένας τους- την ιστορική φράση του Αδαμάντιου Κοραή «Τρόπον μεταβολής της Ελλάδος από την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται σήμερον, ούτε εστοχάσθην ποτέ, ούτε στοχάζομαι ότι είναι δυνατόν να είναι άλλη παρά η Παιδεία»!

Και επί προσωπικού, θυμάμαι όταν του έστειλα επιστολή διαμαρτυρίας ως αρμόδιου πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, για δημοσιευμένη και ηθελημένα απρεπέστατη συμπεριφορά σε βάρος μου από πανεπιστημιακό καθηγητή, «θεατρολόγο» αυτόκλητο, ο κ. Μπαμπινιώτης μου απάντησε με επιστολή 3 σελίδων (υπόδειγμα γραφής) εξηγώντας μου ότι στο έργο του εν λόγω καθηγητή δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει το δικαίωμα της ελευθερίας των απόψεών του, αλλά που μέσα από την ευγενέστατη επιστολή του δικαίωνε τη διαμαρτυρία μου, αφήνοντας να καταλάβω ότι ο εν λόγω «θεατρολόγος» ήταν μάλλον… «θεατρο-λίγος», παρά τον «μαύρο μύστακα» με τον οποίον συνήθως υπογράφει.

Την επιστολή του κ. Μπαμπινιώτη την έχω φυλάξει γιατί δεν ήταν από τις επιστολές που ο προορισμός τους είναι το καλάθι των αχρήστων…

ΖΕΥΓΑΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ!

Όταν έμαθα για τον τραγικό θάνατο του Βαγγέλη Λιβαδά, του γνωστού θεατρικού παραγωγού, που έφυγε πυρπολημένος μέσα στο διαμέρισμά του από τη φωτιά που έπιασε από ένα αερόθερμο, το πρώτο που σκέφτηκα για τη γυναίκα του, τη Σμαρούλα Γιούλη, ήταν μια πολύ δυσάρεστη πρόβλεψη: «Να δεις, είπα, που το πολύ σε δύο ή τρεις μήνες θα τον ακολουθήσει».

Όπως και έγινε την περασμένη εβδομάδα πριν να κλείσει το τρίμηνο. Ήταν γιατί ήξερα το πόσο δεμένοι ήταν, επειδή είχαμε ένα πολύ γερό φιλικό δεσμό, όχι μόνο γιατί είχαν ανεβάσει το πρώτο θεατρικό μου έργο, τον «Τρελό του Λούνα Παρκ», αλλά επειδή η γυναίκα μου κι εγώ ήμασταν η αφορμή της γνωριμίας τους. «Φέρω την ευθύνη» που λένε.

Ήταν τότε, τέλος της δεκαετίας του ’40, που δούλευα στον Φίνο, βοηθός του Νίκου Τσιφόρου, και είχαμε αρχίσει το γύρισμα της «Τελευταίας αποστολής» που έπαιζαν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Νίκος Τζόγιας, η Μιράντα Μυράτ και ουσιαστικά τον πρώτο δραματικό της ρόλο η Σμαρούλα και όπου ο αξέχαστος Τσιφόρος προσπαθούσε να μας πείσει ότι ήταν γεννημένος… δραματικός συγγραφέας και τα όσα εύθυμα έγραφε και έλεγε ήταν έτσι «κατά τύχη» και για το μεροκάματο που έπαιρνε από το «Ρομάντζο» και τον «Ταχυδρόμο». Θέλω ακόμα να πω ότι εκείνη την εποχή και η πραγματοποίηση μιας ταινίας ήταν λίγο μια «οικογενειακή ιστορία». Μαζί κυκλοφορούσαμε, μαζί στο γύρισμα, μαζί και τα βράδια, γενικά δηλαδή, όπως λέμε «νύχι και κρέας», ιδιαίτερα το βραδινό σημείο εκκίνησης ήταν το σπίτι του Τσιφόρου για καμιά ταβέρνα ή για σινεμά από τα πολλά που είχε τότε η οδός Πατησίων. Έτσι, ένα βράδυ κόλλησε στη συντροφιά μας ο Βαγγέλης ο Λιβαδάς, χωρίς να έχει καμία σχέση με τα κινηματογραφικά και ακόμα λιγότερη με τα θεατρικά. Ένα μαγαζάκι είχε ο άνθρωπος στην οδό Αθηνάς και πουλούσε έτοιμα φτηνά πουκάμισα και επειδή έτυχε να με ξέρει και είχε ένα απεριόριστο θαυμασμό για τους ηθοποιούς, όλο μου τρωγότανε «πάρε κι εμένα ένα βράδυ στην παρέα σας» και «πάρε με σε παρακαλώ», όταν ένα βράδυ του έκανα το χατίρι και τον πήρα και που αυτό ήταν και το μοιραίο, γιατί όλο το βράδυ δεν ξεκόλλησε τα μάτια του από τη Σμαρούλα, το «Σμαράκι», όπως τη λέγαμε τότε, έτσι μικροσκοπική και αξιοζήλευτη που ήταν. Και δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι ο «Βαγγέλας», για να τους λέμε όλους με τα «χαϊδευτικά» τους, έγινε ο κολλητός της παρέας, ενώ στην πρώτη που ομολόγησε τις προθέσεις του ήταν στη γυναίκα μου για να μεσολαβήσει, βλέποντας τη φιλία που είχε η δικιά μου με τη Σμαρούλα, κάτι όμως που δεν χρειάστηκε επειδή εκείνος πρόλαβε και κινήθηκε «αυτοβούλως», χωρίς να υπολογίσει ότι ήταν παντρεμένος και με δύο παιδιά και διαβεβαιώνοντάς μας όλους και περισσότερο την ίδια ότι ήταν αποφασισμένος για όλα. Κάτι δηλαδή που το απέδειξε ότι η ιστορία τους δεν ήταν κάτι εφήμερο, όπως οι περισσότερες της θεατρικής ατμόσφαιρας, αφού από το 1948, που ξεκίνησε η δική τους ιστορία, κράτησε 64 χρόνια, μέχρι το 2012 που έπεσαν οι τίτλοι «τέλους», χωρίς να χρειαστεί κανένα σκηνοθετικό «εφέ» για να τονίσει το δραματικό φινάλε της. Πολλές φορές η ζωή γράφει μόνη και πολύ καλύτερα τα δικά της σενάρια. Ο Λιβαδάς, αργότερα εγκαταλείποντας τα έτοιμα πουκάμισα, δραστηριοποιήθηκε με το θέατρο με θεατρικές παραγωγές στο «Αμιράλ», πάντα προσεγμένες, αλλά συνήθως με μέτρια οικονομικά αποτελέσματα, όταν το 1969 ανέβασαν το «Τρελό του Λούνα Παρκ» με τον Θανάση Βέγγο, που με δική μου μεσολάβηση συνεργάστηκε μαζί τους και που με τη μεγάλη του επιτυχία άνοιξε και ο δρόμος για τον Λιβαδά για περισσότερα θέατρα («Παρκ», «Βέμπο», «Σμαρούλα») και για ακριβές παραγωγές, ιδιαίτερα σε «μιούζικαλ» και επιθεωρήσεις, για να αποκτήσει έτσι και τον χαρακτηριστικό τίτλο του «βαρώνου» των θεατρικών παραγωγών. Και χωρίς τίποτα να μη γινόταν αν δεν περνούσε και από τον δικό της έλεγχο με το θεατρικό της ένστικτο. Όπως αυτό που λέμε «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» και που σ’ αυτό το «δίδυμο» κράτησε τόσο στη ζωή όπως και στο θέατρο σαν ένα από τα πιο σπάνια φαινόμενα…

ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ Η… ΤΑΜΠΑΚΕΡΑ!

Θα τα θυμούνται οι αναγνώστες τα όσα είχαμε γράψει σε προηγούμενες Κυριακές για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών (συγγραφέων, σκηνοθετών, ηθοποιών και τα συγγενικά των εκτελεστών) σε σχέση με την επερώτηση της βουλευτού κ. Άννας Νταλάρα που ζητούσε από το υπουργείο Πολιτισμού να πληροφορηθεί το σκοπό που είχε όλη αυτή η «δημόσια διαβούλευση», που, αν και «δημόσια», έγινε «κεκλεισμένων των θυρών», σχετικά με τη λειτουργία των Οργανισμών Διαχείρισης της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ζητώντας ενημέρωση του πώς αντιμετωπίζεται το φλέγον θέμα της πειρατείας που γίνεται από το διαδίκτυο που κοντά στα άλλα ιδρύθηκε και Κόμμα Πειρατών για να διεκδικήσει και να προστατεύσει τις αρπακτικές τους δραστηριότητες!

Στην επερώτηση της κ. Νταλάρα απάντησε ο υφυπουργός Τουρισμού κ. Γιώργος Νικητιάδης, αντί του κ. Παύλου Γερουλάνου, ως όφειλε.

Ο κ. Νικητιάδης λοιπόν έσπευσε να πληροφορήσει τόσο την κ. Νταλάρα, όπως και όλους εμάς τους απληροφόρητους, τους άρτι κατελθόντες από τα Γκράβαρα, ότι «η είσπραξη των πνευματικών δικαιωμάτων που γίνεται από τους Οργανισμούς της Συλλογικής Διαχείρισης είναι προβληματική και απαιτείται νομοθετική ρύθμιση», αντί να ρωτήσει ο ευλογημένος πρώτα εμάς τους περισσότερο ενδιαφερομένους, ότι ο μεγαλύτερος Οργανισμός Διαχείρισης της Πνευματικής Ιδιοκτησίας που ακούει στο όνομα «ΑΘΗΝΑ», με τα 800 μέλη του, δηλαδή σκηνοθέτες, σεναριογράφους, θεατρικούς συγγραφείς, λειτουργεί κανονικά κοντεύοντας να κλείσει εικοσαετία και εισπράττει κανονικά τα δικαιώματά τους και ευτυχώς που υπάρχει κι αυτός ο νομοθετημένος φορέας και μαζεύει τα δικαιώματα με τακτικότατη και απόλυτα ελεγχόμενη διαδικασία, διαφορετικά τα περισσότερα από τα 800 μέλη θα είχαν βγει με τασάκι και με κανένα ακορντεόν στους δρόμους παιανίζοντας την «Παλόμα» και περιφέροντας το τασάκι της επαιτείας στους περαστικούς.

Προτιμότερο θα ήταν για τον φίλτατο κ. Νικητιάδη να ρωτήσει πόση είναι η σύνταξη όλων αυτών των δημιουργών με τα πνευματικά δικαιώματα που χρειάστηκαν να περάσουν χρόνια και χρόνια για να ξυπνήσει η πολιτεία και να καταλάβει την ανάγκη της κατοχύρωσής τους, για να πάρει την απάντηση: «600 ευρώ τον μήνα ήταν και παραμένει, κύριε υπουργέ μου, και με ευχαριστήριο χειροφίλημα στον ηλίθιο νομοθέτη για τον χαρακτηρισμό του ”ανειδίκευτου εργάτη” που έδωσε στους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας»!

Όσο για την «ύπαρξη προβλημάτων» που αναφέρονται στην απάντηση του κ. υπουργού, ναι και βεβαίως υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεν είναι προβλήματα της λειτουργίας των Οργανισμών. Είναι τα προβλήματα της εφαρμογής του νόμου 2121/1993 με την άρνηση μιας μερίδος ξενοδοχείων και άλλων δημόσιων χώρων που αρνούνται να πληρώνουν την πνευματική ιδιοκτησία, παρά τις εις βάρος τους αποφάσεις τόσο των ελληνικών όσο και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, από όπου και ξεκινάει όλη αυτή η μυθολογία των «προβλημάτων» με σκοπό να τραβάει σε μάκρος το να μη βάζουν το χέρι στην τσέπη τους και να παρασύρουν απληροφόρητους υπουργούς σε άσκοπες «διαβουλεύσεις».

Και το μόνο που απουσιάζει από την «ενημερωτική απάντηση» είναι το τι γίνεται με τη διαδικτυακή πειρατεία, τις «άρπες» και τις «βούτες» του ίντερνετ και το Κόμμα των Πειρατών και των Νομοφυγάδων που καταφθάνει ενωμένο δυνατό…

***

ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ…

• Στο παραπέντε, όταν τα περισσότερα θέατρα και θεατράκια και θεατροειδή και ημιθεατρίδια είναι πλέον στο να ανταλλάξουν τον τελευταίον ασπασμόν, διότι όπως επιβεβαιώνεται και εκ του θυμοσοφικού άσματος, «πόσο ζει ο άνθρωπος κοίτα, παρατήρησε – μέχρι τα σαράντα του κι ύστερα μπατίρισε», αλλά δεν βαριέσαι κάλλιο αργά παρά αργότερα όπως θα πρέπει να το είπε και ο μονίμως ευνοούμενος των θεατρικών επιχορηγήσεων κ. Θεοδωρόπουλος του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, ο οποίος λαβών εφέτος την ποχυλοτάτην και πρώτου βαθμού επιχορήγηση των 90.000 ευρώ δεν σκέφτηκε, για λόγους έστω ακριβοδίκαιης διανομής, να διαμαρτυρηθεί για την προσβλητική επιχορήγηση των 20.000 ευρώ στο θέατρο «Στοά» των Παπαγεωργίου – Πρωτοψάλτη συγκρίνοντας και ενός εκάστου την αντίδραση τόσο στην ιστορία του όσο και στη συμπεριφορά του, όταν προ τριετίας από την επιχορήγησή του του αφαίρεσαν 5.000 ευρώ, για να βολευτούν και μερικοί «ετοιμοθάνατοι», ο κ. Θεοδωρόπουλος βγήκε τότε δημοσίως και διαμαρτυρήθηκε για την «αδικία», αντίθετα με τον Παπαγεωργίου και την Πρωτοψάλτη που διακριτικά και χωρίς κουβέντα παραιτήθηκαν, έτσι για να ξεχωρίζουν λιγάκι οι «παλαιοί» από τους «νέους κόσμους»…


Σχολιάστε εδώ