HTAN ENA ΑΛΛΟ ΟΣΚΑΡ!

Για ένα αργοβάδιστο περπάτημα στο κόκκινο χαλί, αν είσαι «σταρ», που επιβεβαιώνει έτσι την καλλιτεχνική σου υπερπήδηση σύμφωνα με τα νούμερα που είναι γραμμένα στο «μποξ-όφις» δίπλα στο όνομά σου. Και με τις δύο εξυπναδούλες, που κι αυτές είναι ζήτημα αν θα προλάβεις να τις πεις στο μικρόφωνο της κυρίαρχης παρουσιάστριας που το κρατάει φροντίζοντας περισσότερο να φανεί το αναστηλωμένο βυζί της και λιγότερο οι καλεσμένοι της μεγάλης βραδιάς. Ήταν παρούσα και η ίδια αγωνία του «είναι», χωρίς κανένας να είναι βέβαιος αν θα είναι ανεβασμένο το επόμενο «είναι» ή θα είναι στον πάτο σε σύγκριση μ’ εκείνο που ήταν κάποτε. Και ενώ όλοι πήραν το μήνυμα ότι θα ήταν διαφορετικό το φετινό «τζέρτζελο» σε λίγο που θα άνοιγαν τα φακελάκια με τη μαγική φράση «εντ δε γουίνερ ιζ», κανένας δεν περίμενε ότι θα ανέβαινε στη σκηνή υποβασταζόμενη εκείνη η χοντρή μαύρη για να πάρει το Όσκαρ του Β’ γυναικείου ρόλου στις «Υπηρέτριες» και να τη βγάλουν χύμα στο κλάμα. Συγκράτησα το όνομά της, Οκτάβια Σπένσερ, μια κακοσουλούπωτη Αφρο-αμερικάνα με βραβείο Όσκαρ, την ίδια ώρα που στην Τζόρτζια, της Αμερικής πάντα, οι μαύροι δεν τολμούν να σηκώσουν κεφάλι γιατί η Κου-Κλουξ-Κλαν πολύ συχνά τις νύχτες θυμάται τον κακό εαυτό της.

Κάπου συμπτωματικά έχει και η ανθρωπιά τη θεσούλα της μέσα σε εκείνη την κρεατομηχανή που αλέθει ασημόχαρτα, χρυσόσκονη, ρίμελ, λαμέ και σιλικόνη. Και όλη η διαπραγματεύσιμη επιτυχία, παρούσα κι αυτή, με απώλειες ψυχικής ηρεμίας, μέχρι και την τελευταία σταγόνα αλλοτρίωσης από κάθε κίνδυνο προσγείωσης σε μια αφιλόξενη πραγματικότητα. (Κυρία μου, απόψε ζούμε μεγάλες στιγμές, δεν ακούτε την ορχήστρα που μας παίζει το «Φασινέσιον»;) Σ’ αυτό θα βοηθήσει και ο Μπραντ Πιτ όπως πλησιάζει με την Ατζελίνα του, φορτωμένη κι αυτή με όλα τα αποθέματα του σεξ που διαθέτει σε ξέχειλη συσκευασία, δημιουργώντας στους «άγαμους θύτες» απίθανες φαντασιώσεις.

Ενώ και ο Μπίλι Κρίσταλ, ανασυρμένος κι αυτός από τις ναφθαλίνες του, περίπου ως Ανδρέας Μικρούτσικος, ετοιμάζει τις φαρμακερές του ατάκες, ικανές να κλείσουν σπίτι, τις μοναδικές του ίσως σε χιούμορ, μέσα σε ένα πέλαγος πανιβλακωδέστατων Αμερικανών παρουσιαστών και κονφερασιέδων που σε κάνουν να νοσταλγείς ένα ανεπανάληπτο και κατασυκοφαντημένο Γιώργο Οικονομίδη. Όπως εμφανίστηκε σε κάποιο διάλειμμα και το φανταστικό «Τσίρκο του Ηλίου», που αναρωτιέσαι αν αυτοί που πετάνε πάνω από τα κεφάλια των θεατών είναι άνθρωποι ή άπιαστα χελιδόνια.

Το ίδιο συγκινητικός ήταν και ο μέχρι προχτές άγνωστος Χαζαναβίσιους, παραζαλισμένος ακόμα από την απρόβλεπτη επιτυχία, σαν απόφοιτος της Σχολής Σταυράκου και που τα αμέτρητα βραβεία που πήρε για τον «Αρτίστα» του ήταν σαν να κέρδισε ολόκληρη την οικογένεια Όσκαρ και δεν ήξερε πού να τη βολέψει. Όλα τα λεφτά δικά του. Όπως και αυτή η υπερβολική αγάπη της Αμερικής για τη Γαλλία, λιγάκι υπερβολική δεν σας φάνηκε, όταν στα 82 του χρόνια κανένα Όσκαρ δεν τίμησε γαλλική ταινία κι αν έχουν περάσει από εκεί γαλλικά αριστουργήματα… Τι να σημαίνει, άραγε, όλος αυτός ο ξαφνικός «οσκαρκατακλυσμός»; Μήπως έκφραση συμπαράστασης του Λευκού Οίκου στον κ. Σαρκοζί; Ή μήπως κάπου εκεί να οφειλόταν και το διαφορετικό κλίμα που είπαμε από την αρχή, γιατί από την Αμερική όλα να τα περιμένεις. Κρόνος είναι κι αυτή, που τρώει σαν σουβλάκι με πίτσα τα παιδιά της. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς σκοπιμότητα, άρα γιατί να μην ήταν και μια απειλητική προειδοποίηση στους χολιγουντιανούς σκηνοθέτες, σαν να τους έλεγαν:

«Τέτοιες ταινίες να κάνετε, για να μην καταντήσουμε κι εμείς Ελλάδα και να παρακαλάμε τη Μέρκελ να μας δώσει μια μπουκιά ψωμί…».

Και αξιολύπητος μόνο ο κατακαημένος, ο Μάρτιν Σκορσέζε, για τον οποίον δεν έμεινε κανένας από τους βραβευμένους που δεν είπε ότι όλα τα χωστάει στον Μάρτιν Σκορσέζε που τον είχε πάρει στο επιτελείο του και το αποτέλεσμα ήταν να φύγουν όλοι με ένα αγαλματάκι στο χέρι, αντίθετα με τον Μάρτιν, που έφυγε με άδεια τα χέρια. Και να σκεφτεί κανένας ότι η ταινία που είχε κι εκείνος στείλει για την απονομή, ήταν αφιερωμένη στον πρώτο κινηματογραφιστή της Ευρώπης, τον Γάλλο Μελιέ, ένα έργο αγάπης για τον κινηματογράφο.

Δεν ξέρω περισσότερα, ήμουν έτοιμος να πεταχτώ ως εκεί, αλλά την τελευταία στιγμή με πρόλαβε ο Μάκης ο Κουρής, όπως με είδε με το διαβατήριο στο χέρι:

«Κάτσε εδώ ρε, μου λέει, πού να τρέχεις; Καλύτερο θρίλερ με Όσκαρ από το Μνημόνιο πού θα βρεις, για να ακούσεις κι από το Κόντρα τις νέες βρομιές που θα βγάλουμε».

Έτσι έμεινα. Και το πιο σπουδαίο είναι που έμαθα ότι εκείνο το κοτζάμ εκατομμύριο με τα ευρώπουλα το έστειλε ο κ. Κούβελος, ο σύζυγος της Ντόρας μας, για να αγοράσει ένα παπόρο!

Τι λες, ρε Μήτσο; Εδώ δεν έχουμε να βάλουμε βρακί στον κώλο μας κι όλο με τρύπια και ξεφτισμένα τζιν κυκλοφορούμε και όλοι τρέχουν στην Κατερίνη για πιο φτηνή πατάτα και άλλοι αγοράζουν παπόρια και στέλνουν έξω εκατομμύρια και ύστερα σου λένε Χιώτης και Μαίρη Λίντα: «Όλοι το ίδιο είμαστε – σε τούτο τον κοσμάκη – και όλοι έχουμε καρδιά – λαός και Κολωνάκι». Λες δηλαδή να έχω κι εγώ εκατομμύρια και να κάνω τον Κινέζο ή μήπως και ο κ. Κούβελος, κοτζάμ γαμπρός του κ. Μητσοτάκη, να μην έχει βρακί να βάλει και να κυκλοφοράει με κανένα τρύπιο και «γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, αφού όλοι το ίδιο είμαστε;».

Κρίμα, ρε Βασίλη…

Προτού να μπει καλά καλά ο «γδάρτης και παλουκοκάφτης», μας την έκανε τη λαχτάρα του. Έφυγε ακόμα ένας καλός, δικός μας, ο καημένος ο Βασίλης Τσιβιλίκας, από τις πιο συμπαθητικές φυσιογνωμίες της ελληνικής σκηνής, από τη Θεσσαλονίκη κι αυτός κατεβασμένος -τι βγάζει αυτή η φτωχομάνα του Βαρδάρη…

Ο πιο «προχωρημένος δεύτερος», που χωρίς να έχει το «ξάνοιγμα» και την «περπατησιά» ενός Βέγγου, ενός Βουτσά, ενός Ηλιόπουλου, το πάλευε με όλες τις δυνάμεις του, για να είναι φορτωμένος με όλη τη βαριά αμαρτωσιά του θιασάρχη εδώ και χρόνια, με αξιοπρέπεια και με το σεβασμό στο θεατή που ήρθε στο θέατρο για να περάσει όμορφα. Και ο Βασίλης του το έδινε. Τον θυμάμαι, στην πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε, στο έργο «Δώδεκα μήνες καλοκαίρι» μαζί με τον Σωτήρη Μουστάκα, πρωτόβγαλτος τότε, παίζοντας το «δίδυμο» των δύο πρακτόρων που ψάχνουν για το άγνωστο όπλο, τον Αμερικανό ο Σωτήρης και τον Ρώσο ο Βασίλης και μη με ρωτήσετε ποιος ήταν ο καλύτερος. Στη μνήμη έχουν παραμείνει το αξεπέραστο «δίδυμο». Απόντες τώρα και οι δύο. Εύκολα τους ξεχνάς;

Τελευταία μας επαφή, όταν πριν από δύο μήνες μου τηλεφώνησε και ως πρόεδρος που ήταν της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου για να μου πει πόσο ελάχιστη, μέχρι και ανύπαρκτη, έχει γίνει η συνδρομή της Εργατικής Εστίας στο ελεύθερο θέατρο που περνάει τις χειρότερες ώρες του.

Ο Βασίλης έφυγε από την καρδιά του που τον πρόδωσε. Ποιος ξέρει τι λαχτάρες και πόσα χτυποκάρδια είχε να αντιμετωπίσει την άλλη μέρα που ξημέρωνε. Πολύ μας στενοχώρησες με την ξαφνική σου αναχώρηση, Βασίλη, και έμειναν τόσοι ρόλοι στο συρτάρι που δεν πρόλαβες να τους φορέσεις… Κρίμα, Βασίλη!


Σχολιάστε εδώ