Το Φανάρι και ο κ. Νταβούτογλου
Όπως και εκείνη του αντιπροέδρου της Εθνοσυνέλευσης κ. Αρίντς στις αρχές του 2011, που αποτέλεσε την πρώτη, ύστερα από πολλές δεκαετίες, εκεί επίσκεψη υψηλού τούρκου κυβερνητικού αξιωματούχου. Είχαμε επικροτήσει το ίδιο και την επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει στην Ίμβρο τον περασμένο Αύγουστο ο τότε ΥΠΕΞ κ. Λαμπρινίδης. Είχαμε μάλιστα, εκφράσει την ελπίδα ότι η Άγκυρα θα άρχιζε ίσως να επανεξετάζει την πολιτική της στο μειονοτικό, προκειμένου να εγκαταλείψει τις πολιτικές αφελληνισμού που απαρέγκλιτα εφάρμοζε.
Πολλοί συνέδεσαν την επίσκεψη Νταβούτογλου στο Φανάρι με την προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να προβάλει την «αποφασιστικότητά» της να προχωρήσει στον δρόμο της «αρμονικής συνύπαρξης» όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων, υπογραμμίζοντας έτσι το «περίσσευμα» της «ανεκτικότητας» που επιδεικνύει στις μη μουσουλμανικές κοινότητες.
Δεν αποτελεί, νομίζουμε, τυχαίο γεγονός ότι η επίσκεψη Νταβούτογλου πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία οι εξελίξεις στη Συρία έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία και φόβο για την τύχη των εκεί, περί τα δύο εκατομμύρια, διαβιούντων χριστιανών. Με αυτήν την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η Τουρκία, αν και χώρα ισλαμική, επιχειρεί να δώσει δείγματα της «ανεκτικότητάς» της απέναντι σε άλλες θρησκευτικές ομάδες, εξωραΐζοντας έτσι την εικόνα της προς τους έξω και κυρίως τους επικριτές της.
Το λογικό, βέβαια, ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι κατά πόσον, πέραν του πεδίου των εντυπώσεων, η επίσκεψη Νταβούτογλου στο Φανάρι σηματοδοτεί κάποια ουσιαστική αλλαγή της τουρκικής πολιτικής έναντι του Πατριαρχείου και γενικά κατά πόσον η νέα αυτή τακτική της Τουρκίας συνδέεται με την έναρξη εφαρμογής ηπιότερης πολιτικής στο μειονοτικό.
Ίσως οι πιο αισιόδοξοι να ισχυριστούν ότι η εγκατάλειψη των τουρκικών παραδοσιακών θέσεων δεν είναι εύκολη και απαιτεί χρόνο.
Κι αν ακόμη συμφωνήσουμε στο πρώτο, διαφωνούμε στο δεύτερο. Ας εξηγήσουμε γιατί με ένα απλό παράδειγμα: Επί πολλά χρόνια ακούμε συνεχώς υποσχέσεις, ευχολόγια κ.λπ. για το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης, το κλείσιμο της οποίας συμπλήρωσε ήδη 40 ολόκληρα χρόνια. Δεν φάνηκε, κατά τη συνάντηση του κ. Νταβούτογλου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, να αναλήφθηκε από τον πρώτο κάποια συγκεκριμένη δέσμευση, που θα αποτελούσε απτό πλέον δείγμα της εμφανιζόμενης νέας πολιτικής της Άγκυρας…
Οι δηλώσεις και οι χειρονομίες, εφόσον δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα και αποφάσεις, αποτελούν γράμμα κενό. Αν δεν πραγματοποιηθεί το πιο σημαντικό, δηλαδή το επόμενο βήμα, οι υποσχέσεις παραμένουν ανεκπλήρωτες. Διακηρυσσόμενες προθέσεις χάνουν την αξία τους.
Έτσι, δεν παραξενευτήκαμε πολύ όταν, λίγες μόνον ώρες μετά την επίσκεψη Νταβούτογλου στο Φανάρι, ο τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Εγκέμεν Μπαγίς, στο πλαίσιο εναλλακτικών λύσεων που ανέφερε για το Κυπριακό, απείλησε με προσάρτηση από την Τουρκία των κατεχομένων, δήλωση που δικαίως ο εκπρόσωπος της κυπριακής κυβέρνησης χαρακτήρισε «κυνική, αλαζονική και προκλητική». Αν και ο τούρκος υπουργός προσπάθησε να προβεί σε διορθωτική, εκ των υστέρων, δήλωση, βασικά δεν ανασκεύασε τις αρχικές του δηλώσεις. Κι έτσι οι πρώτες εντυπώσεις παραμένουν. Οι δηλώσεις αυτές του τούρκου υπουργού προκάλεσαν μάλιστα και την αντίδραση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, που σε σχετική του δήλωση τόνισε ότι «ο δύστροπος γείτονας, όπως είναι η Τουρκία, όχι μονάχα δεν δείχνει προθυμία κάποιου δημιουργικού διαλόγου, αλλά το αντίθετο».
Δεν μας αρκούν λοιπόν οι δηλώσεις, όσο θερμές και θετικές κι αν φαίνονται. Περιμένουμε το επόμενο βήμα για να κρίνουμε τελικά.
Το παρελθόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν μας εμπνέει αισιοδοξία. Υποσχέσεις και ευχολόγια είδαμε πόσες φορές παρέμειναν γράμμα κενό.
Κυρίως όμως πρέπει να προσέξουμε μήπως η επιχειρούμενη αυτή νέα πολιτική της Τουρκίας υποκρύπτει πρόθεση υποβολής εκ των υστέρων απαιτήσεων και ανταλλαγών, στο πλαίσιο μιας «συμψηφιστικής» πολιτικής που θα τη συνέφερε.
Και ο νοών νοείτω.