Το «κούρεμα» και το δάνειο θα σώσουν την οικονομία;

Και θα υπάρξει κάποια μείωση του δημοσίου χρέους, που τώρα βρίσκεται περίπου στο ύψος των 360 δισ. ευρώ ή στο 170% του ΑΕΠ. Από το παραπάνω χρέος, στη διαδικασία PSI θα υπαχθούν τα 206 δισ. ευρώ, γιατί, όπως είναι γνωστό, θα εξαιρεθούν τα δάνεια που έλαβε η χώρα μας από την «τρόικα». Το ποσοστό του κουρέματος έχει αυξηθεί και θα φτάσει στο 53,5%, που σημαίνει ότι καταρχάς το δημόσιο χρέος θα μειωθεί κατά 110 δισ. ευρώ. Επομένως θα παραμείνουν στο δημόσιο χρέος από τα 206 δισ., μόνον 96 δισ. Και το συνολικό δημόσιο χρέος, θεωρητικά, θα πρέπει να φτάσει στα 250 δισ. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι, που σήμερα κατέχουν 206 δισ., θα λάβουν 96 δισ. ευρώ μόνο. Από αυτά, τα 66 δισ. θα δοθούν σε νέα ελληνικά ομόλογα διάρκειας 11 έως 30 ετών, που σημαίνει ότι από αυτήν την ομάδα των νέων ομολόγων τα πρώτα θα λήξουν ύστερα από 11 έτη. Πράγμα που σημαίνει ότι πετυχαίνει η χώρα μας μια περίοδο χάριτος διάρκειας 10 ετών.

Έτσι μέχρι και το 2022 θα πληρώνουμε μόνο τους τόκους και καθόλου χρεωλύσια. Αυτή είναι η θετική πλευρά του διακανονισμού. Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά. Ότι μη πληρώνοντας χρεωλύσια, το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται τα 10 αυτά χρόνια. Και με την τάση που δείχνει να κινείται το ελληνικό χρέος, δεν αποκλείεται μέχρι το 2022 να υπερβεί το σημερινό ύψος. Για τον λόγο αυτό, πολλοί αξιωματούχοι της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ υπολογίζουν ότι από το 2015 η Ελλάδα, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, θα χρειαστεί και το νέο πακέτο στήριξης, δηλδή νέο δάνειο από την «τρόικα» ή, εάν έχει αποκτήσει αξιοπιστία, θα πρέπει να καταφύγει στις αγορές για δανεισμό. Μια τέτοια εξέλιξη που θα διαρκέσει μέχρι το 2022, θα επαναφέρει το χρέος στο σημερινό ύψος του. Και ίσως και σε μεγαλύτερο ακόμη ύψος, πράγμα που σημαίνει ότι θα είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πετύχουμε τον στόχο που θέτει το Β΄ Μνημόνιο, δηλαδή το χρέος το 2020 να συγκρατηθεί στο 120% του ΑΕΠ. Για να μπορέσουμε να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, ή θα πρέπει να υπάρχουν συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, επιχορηγήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό και άλλων δημοσίων δαπανών, ή θα πρέπει να αυξηθεί ακόμη παραπάνω η φορολογική επιβάρυνση. Αλλά και οι δύο αυτές πηγές έχουν ήδη εξαντληθεί και η παροχή τους είναι πλέον μηδενική. Στην περίπτωση αυτή, αν η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές επιλέξει οποιαδήποτε από τις παραπάνω λύσεις, θα προκύψουν πολλά δεινά. Το πρώτο θα είναι η γιγάντωση της φοροδιαφυγής. Οι φορολογούμενοι θα καταφύγουν σε αυτήν, ως ένα μέσο άμυνας ενάντια στη ληστρική επίθεση του κράτους. Έχει διαπιστωθεί ότι όσο αυξάνεται η φορολογική πίεση, τόσο αυξάνεται και η φοροδιαφυγή. Και τούτο για δύο λόγους. Αφενός μεν γιατί αποτελεί μέσο άμυνας και αφετέρου γιατί τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή αυξάνονται όσο οι φόροι αυξάνονται και αυτοί.

Επομένως υπάρχουν δύο ισχυρότατα κίνητρα για την αύξηση της φοροδιαφυγής. Η πάταξη της φοροδιαφυγής πρέπει να στηριχθεί: α) στην απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και στη σταθερότητά του. Οι πολυδαίδαλες γραφειοκρατικές διαδικασίες του φορολογικού συστήματος και οι συνεχείς μεταβολές του είναι που επιδεινώνουν το φαινόμενο αυτό. β) Στην οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους και των φορολογουμένων. Αυτή η σχέση εμπιστοσύνης οικοδομείται μόνο με μια δίκαιη φορολογική μεταχείριση, που πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων, φυσικών και νομικών προσώπων και γ) στην όσο το δυνατόν μειωμένη φορολογική πίεση, που δεν θα αφήνει περιθώρια κέρδους σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Δυστυχώς από το 2010 και μέχρι σήμερα, το κράτος κατάφερε να αυξήσει τη φοροδιαφυγή από δικά του λάθη. Εάν το σύστημα, και ειδικά η Ευρωζώνη, επιμείνει στη σημερινή επιλογή της να μεταθέσει ολόκληρο το βάρος από την κρίση, και να φορτώνει στους ώμους του λαού με μια αβάστακτη λιτότητα, τότε η φοροδιαφυγή θα καταστεί γενικευμένη πρακτική, έστω και εάν εφαρμοστούν μέτρα σκληρά, όπως για παράδειγμα η κατάσχεση μισθών και συντάξεων, κινητών και ακινήτων. Επομένως και οι γερμανοί εφοριακοί εάν καταφτάσουν εδώ, και τους δώσει η κυβέρνηση τα ηνία των ΔΟΥ, δεν θα μπορέσουν να πετύχουν τίποτα. Και απλώς θα προκαλέσουν την οργή του λαού. Βέβαια η γιγάντωση της φοροδιαφυγής και η εντεύθεν μείωση των εσόδων του κράτους θα αναγκάσουν την όποια κυβέρνηση που θα βρίσκεται τότε στην εξουσία, να καταφύγει στην εκποίηση κάθε περιουσιακού στοιχείου του Δημοσίου και όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής της χώρας. Έτσι, με τον νέο δανεισμό η Ελλάδα απογυμνώνεται και από περιουσιακά στοιχεία, πλουτοπαραγωγικές πηγές και κυριαρχικά δικαιώματα.

Όπως είπαμε και προηγούμενα, από το «κούρεμα» θα έχουμε μείωση του δημοσίου χρέους κατά 110 δισ. ευρώ. Αυτό όμως είναι εντελώς θεωρητικό, και τούτο γιατί θα υποχρεωθούμε να αναγνωρίσουμε χρέος 30 δισ. ευρώ στο EFSF (ταμείο στήριξης της Ευρωζώνης), καθώς το ταμείο αυτό θα εκδώσει ισόποσα ομόλογα, που θα δοθούν στους δανειστές μας και επιπλέον από το νέο δάνειο 40 ή και 50 ίσως δισ. θα δοθούν στις ελληνικές τράπεζες, για ανακεφαλαίωση και για στήριξη του τραπεζικού μας συστήματος. Επομένως θα πρέπει από τα 110 δισ. ευρώ του κέρδους να αφαιρεθούν περίπου 80 δισ., που θα στοιχίσουν οι καινούργιες ρυθμίσεις που αναγράφει η νέα δανειακή σύμβαση. Έτσι, ουσιαστικά η ελάφρυνση του χρέους περιορίζεται στα 30-40 δισ. ευρώ. Αυτή είναι η «εθνοσωτήρια» λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης της χώρας μας. Ήταν σίγουρο ότι οι γραφειοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ, θα έβρισκαν τη λύση που θα εντυπωσίαζε το ελληνικό κοινό, αλλά θα παρείχε τα λιγότερα πλεονεκτήματα στην αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης. Να γιατί ορισμένοι υπολογίζουν ότι η Ελλάδα γρήγορα θα χρειαστεί και τρίτο δάνειο από την «τρόικα».

Για τους ίδιους λόγους και οι οίκοι αξιολόγησης και γενικά η χρηματοπιστωτική αγορά, συνεχίζουν να υποβαθμίζουν τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας, καθώς δεν δέχονται ότι και με τη δεύτερη δανειακή σύμβαση θα επιλυθεί το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί η συμπεριφορά αυτή των οίκων αξιολόγησης να είναι σκληρή απέναντι στην Ελλάδα και ασφαλώς είναι, όμως δεν φαίνεται να είναι εντελώς αδικαιολόγητη.

Στο σημείο αυτό θέλουμε να σημειώσουμε ότι ενώ το κούρεμα δεν αγγίζει καθόλου τους νέους δανειστές μας (της «τρόικας») αφορά όμως τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά μας ταμεία. Και το πρόβλημα βέβαια είναι τεράστιο, καθόσον αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι τράπεζες θα λάβουν από τη νέα δανειακή σύμβαση, όπως είπαμε και προηγούμενα, άνω των 40 δισ. ευρώ, και με τον τρόπο αυτό θα καλύψουν τους κλυδωνισμούς από το «κούρεμα». Τα ασφαλιστικά ταμεία όμως παραμένουν εντελώς εκτεθειμένα και με μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Σήμερα υπολογίζεται ότι τα ταμεία κατέχουν 21 δισ. ευρώ σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Με το «κούρεμα» θα χάσουν τα μισά από αυτά. Θα αντέξουν άραγε αυτήν τη μεγάλη ζημιά άνω των 10 δισ. ευρώ; Επομένως το πρόβλημα είναι σοβαρό και μπορεί να οδηγήσει και στην κατάργηση ακόμη των συντάξεων. Ποια είναι η μέριμνα που έλαβε η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του κ. Παπαδήμου για τη φτωχότερη τάξη των πολιτών, δηλαδή για τους συνταξιούχους; Θα μπορέσει άραγε ο κρατικός προϋπολογισμός να καλύψει με επιχορήγηση των ταμείων την καταβολή των συντάξεων; Θα επιτρέψει η «τρόικα» αυτές τις επιχορηγήσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία; Φαντάζεστε τι αντιδράσεις θα δημιουργηθούν όταν διακοπεί η καταβολή των συντάξεων ή γίνει μια δραστική μείωσή τους; Θα καταντήσουν οι συντάξεις καταβολή ενός ποσού επαιτείας για τα «περήφανα γερατειά», όπως τα έλεγε το ΠΑΣΟΚ.

Εκεί οδηγούν την ελληνική κοινωνία τα δύο μεγάλα κόμματα που συντηρούν στην εξουσία τη σημερινή εντελώς ανίκανη κυβέρνηση. Και αυτό φυσικά δεν είναι το αποτέλεσμα των επιλογών της σημερινής μόνο κυβέρνησης. Έχει ξεκινήσει από το 2010, από την τότε κυβέρνηση του τέως πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου. Και συνεχίζεται τώρα και με την υποστήριξη του κ. Σαμαρά!

Ως συμπέρασμα από τα παραπάνω προκύπτει ότι και το νέο δάνειο της «τρόικας» δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, ούτε να σώσει την Ελλάδα από τον γκρεμό. Αν δεν πετύχουμε να μπει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, θα είναι σχεδόν αδύνατο να επιλυθεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

ΥΓ.: Στο άρθρο μας της προηγούμενης Κυριακής παρουσιάστηκε το φαινόμενο της παραποίησης ορισμένων αριθμητικών μεγεθών, που αλλοίωσαν την έννοια του άρθρου. Χτύπησε κατʼ επανάληψη ο γνωστός δαίμονας του τυπογραφείου. Ζητάμε συγγνώμη από τους αναγνώστες μας και πιστεύουμε ότι θα κατενόησαν ότι τα λάθη στα νούμερα αφορούσαν την παράλειψη ενός μηδενικού.


Σχολιάστε εδώ