Ορυκτός πλούτος και εθνικό συμφέρον

Έστω και καθυστερημένα και υπό την ασφυκτική πίεση της οικονομικής κρίσης «ανακαλύψαμε» στη χώρα μας την αξία του ορυκτού μας πλούτου. Τα προηγούμενα χρόνια ο εξορυκτικός κλάδος αντιμετωπίστηκε με προχειρότητα, ακόμα και με αδιαφορία από την Πολιτεία, με αποτέλεσμα σήμερα να ξυπνάμε από τον «ύπνο του δικαίου» και να τρέχουμε να κάνουμε όσα δεν έγιναν επί δεκαετίες. Είναι επί της αρχής θετικό ότι έχει ανοίξει η δημόσια συζήτηση για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου, καθώς η χώρα πράγματι διαθέτει στο υπέδαφός της αξιοποιήσιμα κοιτάσματα μεταλλευμάτων, αδρανών και βιομηχανικών ορυκτών. Όπως όλα δείχνουν, διαθέτει επίσης υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) τα οποία οφείλουμε να εντοπίσουμε και να αξιοποιήσουμε, με πρώτο βήμα την οριοθέτηση της ΑΟΖ, που αποτελεί βασική προϋπόθεση. Η Ελλάδα διαθέτει μια ήδη δραστήρια εξορυκτική βιομηχανία, που όμως δεν έχει ξεδιπλώσει ακόμα τις πραγματικές της δυνατότητες, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλά και σε γειτονικούς ανταγωνιστές μας, όπως η Τουρκία και η Βουλγαρία. Το μόνο όμως που δεν χρειάζεται στην παρούσα συγκυρία είναι κραυγές και μεγαλοστομίες. Χρειάζεται νηφαλιότητα και επαγγελματισμός για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου και υλοποίηση μιας εθνικής εξορυκτικής πολιτικής με βασικούς παράλληλους άξονες την προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Για να προσελκύσουμε επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, αλλά και για να στηρίξουμε έναν κλάδο που λειτουργεί ήδη και απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους, πρέπει να λύσουμε αμέσως χωροταξικά, αδειοδοτικά προβλήματα, χρονοβόρα και γραφειοκρατικά, τα οποία φρενάρουν αντί να επιταχύνουν την ανάπτυξή του.
Για να διασφαλίσουμε το δημόσιο συμφέρον οφείλουμε να προχωρήσουμε αφενός στην αναμόρφωση της πολιτικής των μισθώσεων δικαιωμάτων μεταλλειοκτησίας και αφετέρου στην αλλαγή της φορολογίας στα έσοδα των μεταλλευτικών εταιρειών. Όσον αφορά τα μισθώματα, τα χρήματα τα οποία δίδονται από τις βιομηχανίες πρέπει να διαμορφωθούν ανάλογα με την προσδοκώμενη αξία πώλησης του τελικού μεταλλεύματος, καθώς άλλο είναι, για παράδειγμα, ένα λατομείο ασβεστόλιθου με τιμή προϊόντος 5 ευρώ ανά τόνο και άλλο ένα ορυχείο χρυσού με 2.700.000 ευρώ ανά τόνο. Πρέπει επίσης ένα μέρος των χρημάτων αυτών να επιστρέφουν στις τοπικές κοινωνίες για συγκεκριμένα έργα, που θα αντισταθμίζουν την επιβάρυνση που υφίστανται από τη λειτουργία ορυχείων, λατομείων κ.λπ. Όσον αφορά στην φορολόγηση, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα πολύ πίσω. Η ελληνική ιδιαιτερότητα, να μην επιβάλλεται φορολογία με τη μορφή των royalties στα έσοδα των μεταλλευτικών εταιρειών, είναι κάτι αρκετά ασυνήθιστο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να είμαστε διασφαλισμένοι ως προς τα έσοδα που θα αποκομίζει το ελληνικό Δημόσιο από τέτοιες επενδύσεις. Μία ακόμα παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ο φόβος των τοπικών κοινωνιών για περιβαλλοντική επιβάρυνση, ειδικά από μεγάλης κλίμακας εξορυκτικές δραστηριότητες. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει αυστηρή εθνική και ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία, είναι ανάγκη το κράτος να διασφαλίσει την πιστή εφαρμογή της και να εντατικοποιήσει τους ελέγχους προκειμένου να αντιμετωπιστεί η –συχνά δικαιολογημένη– δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε τέτοιες επενδύσεις.
Είναι προφανές, κατά συνέπεια, ότι η αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου πρέπει να συνοδεύεται, εκτός των άλλων, και από συγκριμένες πολιτικές εξασφάλισης των τοπικών, αλλά και των εθνικών συμφερόντων. Άλλωστε τα κάθε είδους μεταλλεύματα που βρίσκονται στο υπέδαφός μας, αποτελούν ουσιαστικά περιουσία του ελληνικού κράτους, το οποίο παραχωρεί υπό όρους την εκμετάλλευσή τους σε επενδυτές. Κρίσιμο ζητούμενο επομένως είναι η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στη βιωσιμότητα μιας επένδυσης και στην εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και, κατʼ επέκταση, των ίδιων των πολιτών. Και σε αυτό το επίπεδο έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε ως χώρα και ως συντεταγμένη Πολιτεία.


Σχολιάστε εδώ