ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΠΟΥΤΙΝ

Αν η επιστροφή του θα διαδήλωνε επίσης, με το εύρος της νίκης του, την ισχυρή θέληση του Ρωσικού λαού να εμπιστευθεί πάλι το μέλλον του, για μια νέα μακρά περίοδο, σ’ αυτόν που έσωσε κυριολεκτικά το κλυδωνιζόμενο σκάφος της χώρας από την καταστροφική διακυβέρνηση Γιέλτσιν.

Οι Αθηναίοι, έλεγε ο Θεμιστοκλής, που δοκίμασε πικρά στο πρόσωπό του τη γρήγορη μεταστροφή της λαϊκής εύνοιας, μας βλέπουν σαν τα μεγάλα πλατάνια. Όταν ξεσπά και για όσο καιρό μαίνεται η καταιγίδα, τρέχουν σε μας για να βρουν καταφύγιο. Όταν έρθει η αιθρία και ο καλός καιρός, τότε πια δεν μας έχουν ανάγκη. Το ίδιο θα έλεγε κι ο Τσώρτσιλ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσο κρατούσε ο πόλεμος, ο πρωτεργάτης της νίκης ήταν αναντικατάστατος στο πηδάλιο, υποσχόμενος αίμα, ιδρώτα και δάκρυα. Μόλις όμως τελείωσε ο πόλεμος, ο ίδιος λαός, που αγωνίσθηκε με τόση αυτοθυσία, έφερε στην εξουσία τους Εργατικούς. Ήταν ένα ανθρώπινο μήνυμα ότι, ύστερα από τόσες προσπάθειες, στερήσεις και αγώνες, ήταν πια ώρα για άλλες επιλογές και ελπίδες.

Ήταν φυσικό, επομένως, και στην περίπτωση της Ρωσίας, όσοι στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν ήθελαν να συνεχισθεί η πολιτική Πούτιν να επενδύουν στο σύνδρομο αυτό και στην πολιτική κόπωση που επιφέρει συνήθως η μακρόχρονη άσκηση της εξουσίας.

Η ΔΥΣΗ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΟΥΤΙΝ ΚΑΙ ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΟΛΙΓΑΡΧΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον ελιγμό της μεταβάσεώς του στην υποκείμενη Πρωθυπουργία από την υπερκείμενη Προεδρία, παρέκαμψε το συνταγματικό κώλυμα για μια τρίτη και ενδεχομένως μια τέταρτη, στη συνέχεια, προεδρική θητεία. Η αντικατάστασή του από έναν συνεργαζόμενο Πρόεδρο έφερε τη συνταγματικά επιβεβλημένη αλλαγή, χωρίς να διαταράξει ουσιαστικά τις δομές και τις ισορροπίες του συστήματος. Πολλοί προεξοφλούσαν την αναπόφευκτη ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών, ενθυμούμενοι το Ρωμαϊκό ρητό ότι «η εξουσία δεν μοιράζεται». Οι σχέσεις όμως των δύο ανδρών άντεξαν τη δοκιμασία. Σ’ αυτό συνέβαλε, αναμφίβολα, η εσωτερική συνοχή του συστήματος Πούτιν και η δεδηλωμένη θέλησή του να επιστρέψει στην Προεδρία, όταν θα ερχόταν το καθορισμένο και συμφωνημένο πλήρωμα του χρόνου.

Η συγκυβέρνηση Πούτιν και Μεντβέντεφ διατήρησε την πολιτική σταθερότητα στη χώρα, κατόρθωμα καθόλου μικρό σε μια χώρα που δοκιμάσθηκε από τις άγριες θύελλες που συνόδευσαν τη μεγάλη πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως.

Η συγκυβέρνηση συνέχισε επίσης τη σταθερή βελτίωση της οικονομίας, του βιοτικού επιπέδου και της πολιτικής δημοκρατίας. Ο ρυθμός όμως της προόδου δεν συμβάδισε με τις ανάγκες και τις μεγάλες προσδοκίες που εμπνέουν την κοινωνία της χώρας.

Μιας χώρας που γνώρισε τη διάψευση των ελπίδων της μετά την αλλαγή καθεστώτος και την ταπείνωση της εποχής Γιέλτσιν και ανυπομονεί να καταλάβει τη θέση που πιστεύει ότι της αρμόζει μεταξύ των πιο προοδευμένων και δημοκρατικών χωρών.

Ο Πούτιν είναι επομένως αντιμέτωπος με το κοινωνικό αυτό αίτημα, στο οποίο καλείται να δώσει ελπίδα και προοπτική, σε συνδυασμό και σε ισορροπία με τις στρατηγικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες του για την επανάκτηση του διεθνούς κύρους και του γοήτρου της χώρας, τον εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής της ισχύος και την προώθηση των στρατηγικών προγραμμάτων για την ανάπτυξη και την αξιοποίηση των τεράστιων εθνικών της πόρων.

Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Βλαντιμίρ Πούτιν έθεσε γι’ αυτό την έμφαση στη θεαματική βελτίωση των αποδοχών σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς, όπως είναι η Παιδεία και η Υγεία.

Έθεσε επίσης την έμφαση στον εκσυγχρονισμό των υποδομών, των δομών της οικονομίας και στην έρευνα και την τεχνολογία, με στόχο τη σχετική απεξάρτηση της Ρωσικής οικονομίας από τα έσοδα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Οι πολιτικοί σχεδιασμοί και οι αναπτυξιακές φιλοδοξίες του Πούτιν για τη Ρωσία συγκινούν τον μεγάλο κορμό του Ρωσικού λαού, που θέλει να ελπίζει σε μια γρήγορη βελτίωση της ζωής του και σε μια μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ασφάλεια, μετά τις δραματικές εμπειρίες που είχε και την απόγνωση που γνώρισε στο πρόσφατο παρελθόν.

Πολύ ανυπόμονη είναι ιδιαίτερα η νέα γενιά, που είναι άπειρη κακών και προβάλλει στο μέλλον τις ελπίδες και τις προσδοκίες της.

Υπάρχουν όμως ισχυρές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ρωσίας που αντιμετωπίζουν σήμερα με λιγότερο φόβο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση την εξουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Είναι οι παλαιοί αλλά και νέοι ολιγάρχες. Οι πρώτοι συμμορφώθηκαν παλαιότερα και συνεργάσθηκαν με τον Πούτιν και τις στρατηγικές πρωτοβουλίες του για την ανασυγκρότηση και τη στήριξη της ισχύος της χώρας.

Υπενθυμίζεται ότι ο Πούτιν είχε προωθηθεί στην εξουσία ως διάδοχος του Γιέλτσιν, με τη συναίνεση και τη στήριξη ολιγαρχών που βρίσκονταν κοντά στον Γιέλτσιν, όπως ο περιβόητος Μπερεζόφσκι. Ο τελευταίος ζει σήμερα εξόριστος στο Λονδίνο.

Είναι ένα από τα θύματα της μεγάλης συγκρούσεως μεταξύ Πούτιν και ολιγαρχών, όταν ο πρώτος, στηριζόμενος στη δομή των μυστικών υπηρεσιών, από τις οποίες προερχόταν, πέταξε τον μανδύα του προστάτη του συστήματος και φόρεσε τον μανδύα του υπερμάχου των Ρωσικών στρατηγικών συμφερόντων.

Στο πλαίσιο της μεγάλης αυτής συγκρούσεως, είχε στείλει στους ολιγάρχες μήνυμα συμβιβασμού και συνεργασίας, υπό τον όρο της μη εμπλοκής τους σε σχέδια ελέγχου και χειραγωγήσεως της πολιτικής εξουσίας.

Ένας όμως από αυτούς, ο Χοντορκόφσκι, όπως και ο Μπερεζόφσκι, όχι μόνον «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις», αλλά ενεπλάκη, επιπλέον, σε σχέδια για παράδοση του ελέγχου των πετρελαίων της Σιβηρίας σε Αμερικανικές εταιρείες. Η τιμωρία του ήταν αυστηρή και παραδειγματική.

Βρίσκεται, εδώ και έντεκα περίπου χρόνια, στη φυλακή και η εταιρεία του εθνικοποιήθηκε.

Η ανανέωση του ενδιαφέροντος αρκετών ολιγαρχών για ανάμειξη στην πολιτική είναι ένας νέος πολιτικός παράγων στα Ρωσικά πολιτικά πράγματα. Το ενδιαφέρον αυτό εντάσσεται στη στρατηγική και του εξωτερικού παράγοντα, των ΗΠΑ και των στενών συμμάχων τους, που δεν έπαυσαν ποτέ, άσχετα με την αλλαγή καθεστώτος, να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία, μέσα από τα στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου, ως γεωπολιτικό ανταγωνιστή.

Δεν έπαυσαν επίσης ποτέ να εκτιμούν ότι μια ενδεχόμενη παλινδρόμηση των πολιτικών πραγμάτων στη Ρωσία προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές της παγκοσμιοποίησης, τύπου Γιέλτσιν, θα έδινε νέα προοπτική και τροπή στην παγκοσμιοποίηση, που από υποτιθέμενο όχημα Αμερικανικής ηγεμονίας κατέληξε να γίνει πλεονέκτημα της Κίνας στην Ασία και της Γερμανίας στην Ευρώπη.

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ

Τα δύο τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσεως ταυτίσθηκαν με μια από τις χειρότερες περιόδους στις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις. Η πολιτική των Μνημονίων δεν εξαντλείται, δυστυχώς, στην οικονομική πτυχή. Είναι συνυφασμένη με την ουσία της εθνικής ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εξωτερικής πολιτικής. Τα έγγραφα που διέρρευσαν από τον ιστότοπο WikiLeaks έριξαν πολύ φως στο παρασκήνιο των απροκάλυπτων Αμερικανικών επεμβάσεων για την ακύρωση οποιασδήποτε στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας.

Η Αμερικανική πολιτική εξακολουθεί, δυστυχώς, να αντιμετωπίζει ακόμη τη Ρωσία ως γεωπολιτικό αντίπαλο, με κριτήρια Ψυχρού Πολέμου. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια, επιδεικνύει μια εξαιρετική ευαισθησία, που δεν εξηγείται μόνο από τα ενεργειακά θέματα και το γνωστό γεωπολιτικό παιχνίδι των αγωγών. Συνδέεται επίσης με τον στόχο της να εμπεδώσει τη νέα γεωπολιτική τάξη που επέβαλε στα Βαλκάνια με την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Συνδέεται επίσης με τη γνωστή πολιτική της απέναντι στην Τουρκία.

Η Ελλάδα, ιδιαίτερα σήμερα που αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή κρίση, έχει πολύ μεγάλη ανάγκη από στρατηγικά ερείσματα. Η ανάπτυξη, επομένως, σε στρατηγικό επίπεδο, των σχέσεων και της συνεργασίας σε όλους τους τομείς με τη Ρωσία είναι από κάθε άποψη επιβεβλημένη.

Η επάνοδος Πούτιν στη Ρωσία σηματοδοτεί τη συνέχιση, με μεγάλες εσωτερικές αλλαγές, μιας σταθερής πολιτικής, η οποία, παρά τις Αμερικανικές εμμονές, είναι ευπρόσδεκτη σ’ όλες τις μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με προεξάρχουσες τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Η Ελλάδα έχει πολύ περισσότερους λόγους να μην αποτελεί εξαίρεση.


Σχολιάστε εδώ