Τι έκαναν και τι επιδιώκουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ

Η πιο αποτελεσματική και εθνικά συμφέρουσα μορφή αντίστασης των πολιτών στις εκλογές είναι η καταψήφιση των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, που έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας αδιαλείπτως εδώ και 38 χρόνια, από τη μεταπολίτευση και μετά. ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, όσο κι αν κατά καιρούς ερίζουν για επιμέρους ζητήματα και επικαλούνται διαφορετικές πολιτικές, διέπονται από τον ίδιο πολιτικό αμοραλισμό και χρησιμοποιούν τις όποιες διαφορές τους μόνο προσχηματικά, μόνο για να διατηρήσουν και ίσως να αυξήσουν την εκλογική τους πελατεία, όσους δηλαδή παγιδεύονται στα επιχειρήματα περί προόδου και συντήρησης. Τα επιχειρήματα αυτά είχαν βάση και (ελεγχόμενη) αξία έως την ημέρα που το ΠΑΣΟΚ έχασε τον φυσικό του ηγέτη και προχώρησε στην απώλεια της πολιτικής του φυσιογνωμίας και των βασικών του χαρακτηριστικών. Αυτά εκποιήθηκαν, θυσιάστηκαν στον βωμό της εξουσίας. Επιλέχτηκε από τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ η λύση της δεξιάς στροφής στο πρόσωπο του κατʼ εξοχήν συντηρητικού σοσιαλδημοκράτη Κ. Σημίτη, επειδή φάνηκε τον Ιανουάριο του 1996, όταν ο Α. Γ. Παπανδρέου, άρρωστος στο Ωνάσειο, παραιτείτο από την πρωθυπουργία, ότι με τον Κ. Σημίτη υπήρχαν περισσότερες ελπίδες να διατηρηθεί το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Δεν εξετάστηκε τίποτε άλλο. Ο κομματικός μηχανισμός οδηγήθηκε εκεί ξεπουλώντας την ψυχή του. Όπως την ξεπούλησε η ΝΔ το 1984, όταν επέλεξε τον Κων. Μητσοτάκη για την ηγεσία της, για έναν και μόνο λόγο: Επειδή είχε πείσει ότι μόνον αυτός μπορούσε ίσως «να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα» και να ξαναφέρει «την παράταξη» στην εξουσία. Έτσι, το πολιτικά ξένο σώμα έγινε κεφαλή της παράταξης και οδήγησε στην πολυδιάσπαση της ΝΔ και τις γνωστές περιπέτειές της. Το ΠΑΣΟΚ διέφυγε αυτόν τον κίνδυνο, διότι αφενός βρισκόταν ήδη στην εξουσία στις αρχές του 1996, όταν παρέλαβε το κόμμα ο Κ. Σημίτης, αφετέρου οκτώ χρόνια μετά, όταν κατάλαβε ότι θα συντριβεί στις εκλογές του 2004, παρέδωσε το κόμμα στον γιο του ιδρυτή, εκτιμώντας σωστά ότι έτσι αποφεύγονται και η ήττα (του) και η διάσπαση, την οποία, αν έμενε, θα χρεωνόταν. Τώρα όμως, οκτώ χρόνια μετά το 2004, ο γιος απέτυχε. Ψηφίστηκε από τον λαό ως ο γιος αυτού που αγαπήθηκε (δεν μπορεί, σου λέει ο κόσμος, παιδί του είναι, κάτι ανάλογο θα κάνει…), κατάφερε να μεταβάλει το ΠΑΣΟΚ σε ακραίο νεοφιλελεύθερο συνεργάτη των νέων κατοχικών δυνάμεων της Ευρώπης και, όταν πια είδε ότι δεν μπορεί να σταθεί ούτε μέρα, παρέδωσε σε μια ομάδα τεχνοκρατών. Ο επικεφαλής της ομάδας Λ. Παπαδήμος (σύμβουλος έως τότε του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και παλιότερα διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και στενός συνεργάτης του Κ. Σημίτη) διατήρησε όμως την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (προφανώς για να ενοχοποιείται αυτή για όσα έχει διαπράξει και όχι οι –καινούργιοι άλλωστε– τεχνοκράτες) με λίγη εκδοχή ΝΔ και πριν από λίγο καιρό και ΛΑΟΣ. Ο ΛΑΟΣ απήλθε θέλοντας να αναρρώσει από τον μικρομεγαλισμό της ανάμειξής του στην εξουσία αλλά και να συγκρατήσει τη ραγδαία πτώση των ποσοστών του, και έτσι έμειναν οι δύο βασικοί συνένοχοι της σημερινής κατάστασης. Οι ίδιοι πρόκειται στις επερχόμενες εκλογές να διεκδικήσουν ως σωτήρες της χώρας (τόσο ο προβαλλόμενος ως νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ και αργότερα της χώρας Βαγγέλης Βενιζέλος όσο και ο φερόμενος ως επόμενος πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς κινούνται στα νερά της… σωτηρίας, κάτι σαν «γίναμε θυσία για τον τόπο»!) υψηλά ποσοστά για να κυβερνήσουν. Αυτό ακριβώς πρέπει να τους αρνηθεί ο κόσμος, ως ελάχιστη απάντηση στα όσα έκαναν αλλά και για την απονομή στοχειώδους δικαιοσύνης για τις ευθύνες τους. Αν και οι δυο μαζί ξεπεράσουν το 50% και σχηματίσουν κυβέρνηση (γιατί ας μην αμφιβάλλει κανείς ότι θα συνεργαστούν πάλι μετεκλογικά –αν χρειαστεί– για τον σχηματισμό κυβέρνησης… εθνικής σωτηρίας, όπως έχει ήδη προετοιμάσει την κοινή γνώμη ο μνημονιακός υπουργός Α. Λοβέρδος), θα πρόκειται για επιβεβαίωση των έως τώρα επιλογών τους. Και για πλήρη υποθήκευση των συμφερόντων της χώρας. Αυτή τη φορά πρέπει να ψηφίσουμε ό,τι μας προσβάλλει λιγότερο. Τώρα πια το παιχνίδι διεξάγεται στο γήπεδο της αξιοπρέπειας.


Σχολιάστε εδώ