Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Περίτρανη απόδειξη, τα συμβάντα την Καθαρά Δευτέρα, όταν για να αντιμετωπίσω τις ταλαιπωρίες της ημέρας εκπόνησα έγκαιρα ένα ευφυές και λιτό πρόγραμμα, που συνοψιζόταν στα εξής: Αν επικρατούσε παλιόκαιρος, αν έβρεχε ή είχε κρύο, θα καθόμουν δίπλα στη σόμπα, θα έπινα καφέ, θα κάπνιζα και θα διάβαζα εφημερίδα. Αν πάλι -για κακή μου τύχη- είχε λιακάδα, κάποια αφορμή θα έβρισκα για καβγά, θα γινόμασταν μαλλιά κουβάρια, θα τα βρόνταγα νευριασμένος και, όντας ψυχικό ράκος, θα καθόμουν δίπλα στη σόμπα, θα έπινα καφέ, θα κάπνιζα και θα διάβαζα εφημερίδα. Όλα υπολογισμένα άψογα.
Κάποτε ξημέρωσε η Καθαρά Δευτέρα. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Χαρούμενος, άκουγα τον βοριά να σφυράει μανιασμένος και τη βροχή να πέφτει με θόρυβο στο τσίγκινο στέγαστρο της αποθήκης. Είχε δε τόση θαλπωρή το κρεβατάκι μου, που δεν μου έκανε όρεξη ούτε να τεντωθώ. Ευχαριστούσα την καλή μου μοίρα που απέφυγα τον καβγά, ο οποίος συν τοις άλλοις βλάπτει την πέψη, ενώ ένα αίσθημα ευφορίας από τον ευωδιαστό καφέ που φούσκωνε στο μπρίκι μού μεγάλωνε την ευδαιμονία. Αισθανόμουν τρισόλβιος. Κάπου εκεί έβαλε ο διάολος το ποδάρι του και χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξαν. Χωμένος στο πάπλωμα, διέκρινα την τσιριχτή φωνή της «κολλητής μας» να λέει: «Άντε… Εδώ θα τη βγάλουμε χρονιάρα μέρα;». Ρίγησα!
Με σήκωσαν βιαίως και δεν ξέρω ποιος ήταν ο πιο αξιοθρήνητος: Αυτοί που ήρθαν μουσκεμένοι ως τα μπούνια, με τα μαλλιά τους να στάζουν από τη βροχή και τη μύτη τους να τρέχει από το συνάχι, ή εγώ με την τσίμπλα στο μάτι, μαχμουρλής και ανυπεράσπιστος; Και ένας τεχνοκράτης ακόμα θα καταλάβαινε πως ο αξιοθρήνητος ήμουν εγώ.
Το ζεύγος αυτό των «κολλητών μας» δεν είχε ονοματεπώνυμο. Εκείνη την αποκαλούσαν «Γκαουλάιτερ» και εκείνον «ο Φουκαράς» Πολλοί, μάλιστα, πρόσθεταν: «Είναι ένας άγιος εν ζωή…».
Φύσει αφελής, απορούσα γιατί μας κουβαλήθηκαν πρωί πρωί, και μάλιστα με τέτοια κοσμοχαλασιά, που ούτε ο τρισκατάρατος δεν θα ξεμύτιζε… Την απορία μου έλυσε ο Γκαουλάιτερ, εξηγώντας μου με ένα γλυκό χαμόγελο πως ήρθανε για να πάμε στη Θήβα να δούμε το έθιμο του «βλάχικου γάμου». Το πέρασα αστείο. «Με τέτοιο καιρό;», ψέλλισα. «Και τι φοβάσαι;», μου απάντησε αυστηρά, «μη λιώσεις; Από ζάχαρη είσαι; Άντε, κουνήσου», διέταξε. Αρνήθηκα λέγοντας πως δεν χάσαμε τον γάιδαρό μας να τρέχουμε μέσα στον Αρμαγεδδώνα. Είπα κι άλλα ακλόνητα παρεμφερή επιχειρήματα, για να καταλήξω: «Μόνο πεθαμένος θα βγω σήμερα από δω!».
Σε μισή ώρα ξεκινούσαμε…
Η διαδρομή προς τη Θήβα διαρκούσε τότε πάνω από δύο ώρες και γινόταν μέσω Ιεράς Οδού προς Σκαραμαγκά, Ελευσίνα, Μάνδρα. Περάσαμε την Κάζα με τις ψησταριές της, σκαρφαλώσαμε υπό ραγδαία βροχή στο «Καραούλι» και ανεβοκατεβαίνοντας βουνά και λαγκάδια φτάσαμε στη Θήβα, όπου ευτυχώς η βροχή σταμάτησε. Στην πόλη επικρατούσε ατμόσφαιρα πανηγυριού. Με νταούλια και κλαρίνα περιφερόμενοι οργανοπαίκτες παιάνιζαν δημώδη άσματα, ανάμεικτα ενίοτε με τη… «ράσμπα από το Μεξικό». Το κέφι ήταν διάχυτο, και συμβάλλαμε κι εμείς, καθώς πηγαίναμε στα κατάμεστα ταβερνεία ζητώντας κάτι φαγώσιμο και αντί απάντησης εισπράτταμε τα χάχανα του κάπελα. Ίσως ξεκαρδίζονταν και οι θαμώνες με την ευήθειά μας πως θα βρίσκαμε κάτι να φάμε.
Ό,τι τρωγόταν το είχαν μασήσει τα στίφη των επισκεπτών. Σαν ακρίδες πέσανε. Ούτε στραγάλια δεν έβρισκες. Τελικά τη σολομώντειο λύση την έδωσε ο Γκαουλάιτερ, που αποφάνθηκε πως «δεν πεινάμε» κι έτσι ηρέμησε το στομάχι μας. Γύρω στις 4 το απόγευμα ο κόσμος κατέκλυσε τον κεντρικό δρόμο και η γαμήλια πομπή εμφανίστηκε. Πάνω σε κάθε λογής αμάξια και σούστες ήταν φορτωμένα τα προικιά. Τριγύρω τους χόρευαν ομάδες «Βλάχων», ενώ μεγαλόφωνα οι συμπέθεροι επάνω σε κάρα διαπραγματεύονταν τα μετρητά που θα έπαιρνε για να στέρξει να τη στεφανωθεί ο λεβέντης. Ολόιδιος «τροϊκανός», ο πατέρας του ζήταγε όλο και περισσότερα. Τουλάχιστον όμως ο πατέρας εκείνης το παζάρευε… Σύμφωνα με τα υπονοούμενα που λέγονταν, ο γαμπρός, βιαστικός και νταβραντισμένος, της αφαίρεσε προγαμιαίως ό,τι «πολυτιμότερο είχε» σαν κοπελιά και, καθώς ο πεθερός της ήταν ηθικών αρχών, δεν ανεχόταν τέτοιες ατιμίες και ανέβαζε την τιμή της Τιμής… Όταν όμως ο πατέρας της νύφης, που ήταν, φαίνεται, βραδύνους, απόρησε γιατί του ζητάει «καπέλο» στην προίκα, ο συμπέθερος αναφώνησε στεντορείως: «Επειδή η κόρη σου είναι…», και τόνισε εις επήκοον πάντων ευκρινώς τη λέξη, που αν την άκουγε το ΕΣΡ θα πάθαινε ταράκουλο…
Μετά την εκφώνηση της φράσεως που εναγωνίως περίμεναν όλοι να ακούσουν, η περαιτέρω γιορτή δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον και το κοινό διαλύθηκε. Πήραμε κι εμείς τον δρόμο της επιστροφής. Έκτοτε κάθε χρόνο τηρώ ενός λεπτού σιγή εις ανάμνηση της ημέρας…