Η «αραβική άνοιξη», ο κ. Ερντογάν και η Ελλάδα
Είχαμε επισημάνει τότε τον ρόλο της Τουρκίας και την ανάγκη η χώρα μας, καθώς δεν διαθέτει πλέον τα ίδια με το παρελθόν ερείσματα, να ετοιμάσει σχέδια δράσης που θα μπορούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντά της στην περιοχή και να την καταστήσουν επαρκώς και ασφαλώς ικανή να αντιμετωπίσει το καινούργιο γεωπολιτικό περιβάλλον που οσονούπω φαίνεται να διαμορφώνεται.
Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, τη δυσκολία του εγχειρήματος, αν αναλογιστούμε τη δύσκολη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε. Νομίζουμε, όμως, ότι η στιγμή είναι κατάλληλη. Και εξηγούμεθα.
Μετά τη «θριαμβευτική» επανεμφάνιση της Τουρκίας στην περιοχή, εμφάνιση που επιμελώς προετοίμασε ο κ. Ερντογάν μαζί με τον υπουργό του επί των Εξωτερικών, ο τουρκικός ρόλος άρχισε να φθίνει. Δεν υποστηρίζουμε, βέβαια, ότι ο τούρκος πρωθυπουργός έπαψε να είναι δημοφιλής στην περιοχή. Ούτε βέβαια ότι στερείται της αμερικανικής υποστήριξης, στο μέτρο που οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη τη συνεργασία της Τουρκίας, μετά μάλιστα την απόφασή τους να μειώσουν την παρουσία τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Απλώς παρατηρούμε ότι η τόσο διατυμπανισθείσα πολιτική του των «μηδέν προβλημάτων» με τους γείτονες (είδαμε στην περίπτωσή μας πώς η Άγκυρα εννοεί την καλή γειτονία…) άρχισε να ξεφτίζει.
Με το Ιράν η ποιότητα των σχέσεων έχει σαφώς υποβαθμιστεί, αφού είναι πλέον εμφανές το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας που έχει εγκατασταθεί ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεν ξεχνάμε ότι, όχι πολύ χρόνο πριν, το 2009 ο κ. Ερντογάν διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Τεχεράνη. Τον επόμενο χρόνο μάλιστα, μαζί με τη Βραζιλία, ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο για τα πυρηνικά του Ιράν. Αμέσως όμως μετά την «αραβική άνοιξη», το φιλικό κλίμα ανεστράφη. Αποτέλεσμα; Η Τεχεράνη πλέον θεωρεί την Τουρκία επικίνδυνο ανταγωνιστή στην περιοχή, «καταλογίζοντάς» της ακόμη και συνεργασία με τη Δύση, προκειμένου να προκαλέσει την πτώση του πιο στενού συμμάχου της Τεχεράνης στην περιοχή, του Μπασάρ Ελ Άσαντ.
Με τη Συρία ασφαλώς έχει τερματιστεί από καιρό ο μήνας του μέλιτος των περασμένων χρόνων, όταν, παρ’ όλες τις προηγούμενες διαφορές τους στο παρελθόν, είχαν επιτύχει αλλαγή του κλίματος και εγκαθίδρυση ομαλών σχέσεων.
Με το Ισραήλ βέβαια, έπειτα από μια σειρά εντάσεων, με αποκορύφωμα την επίθεση των ισραηλινών δυνάμεων κατά της νηοπομπής του διεθνούς κινήματος Free Gaza, που ήθελε να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό, μεταφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια για τους Παλαιστίνιους της Λωρίδας της Γάζας και που προκάλεσε τον θάνατο εννέα τούρκων ακτιβιστών τον Μάιο του 2010, οι σχέσεις δεν βελτιώθηκαν. Αν και η εχθρότητα του Ισραήλ με την Τεχεράνη αφήνει, κατά ορισμένους αναλυτές, κάποιο μελλοντικό παράθυρο ευκαιρίας για αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών, ενδεχόμενο πάντως που δεν θεωρείται άμεσα πραγματοποιήσιμο.
Με την Αρμενία, παρά τη διαφανείσα κάποια στιγμή προσέγγιση των δύο χωρών, οι σχέσεις παραμένουν ίδιες, αφού το θέμα της αρμενικής γενοκτονίας εξακολουθεί να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ομαλοποίησή τους.
Δεν είναι όμως μόνον οι σχέσεις της με τους γείτονες που δημιουργούν πλέον πρόβλημα στην Τουρκία. Υπάρχουν και ακανθώδη άλλα προβλήματα, που δημιουργούν εξίσου ανυπέρβλητα εμπόδια: Οι σχέσεις της με την ΕΕ ουδεμία αισιοδοξία δικαιολογούν, ενώ στο Κυπριακό η Άγκυρα δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει ότι η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ, τη στιγμή που κανένα άλλο κράτος, εκτός από αυτήν δεν έχει αναγνωρίσει τα κατεχόμενα.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε έναν άλλο παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως το Κουρδικό, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η τόσο διατυμπανισθείσα επανεμφάνιση της «δυναμικής» Τουρκίας στον ευρύτερο γεωγραφικό της περίγυρο δεν στερείται κινδύνων για την ίδια την Άγκυρα. Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στο Κουρδικό και υπάρχουν αναρίθμητες αναλύσεις επί του θέματος. Απλώς και μόνο επειδή θίξαμε το θέμα των σχέσεων της Άγκυρας με τη Δαμασκό, περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ότι οι κουρδικοί θύλακες στη Συρία βρίσκονται στα βόρεια και βορειοανατολικά της χώρας, κοντά στην παραμεθόριο με την Τουρκία, που εκτείνεται στα 800 χιλιόμετρα.
Προσπαθήσαμε επιγραμματικά να αποτυπώσουμε την κατάσταση που διαμορφώνεται στον περίγυρο της Τουρκίας και πώς η πολιτική αυτή των «μηδέν προβλημάτων», στην οποία τόσο επένδυσε η Άγκυρα, αυτοαναιρείται.
Με μια σωστή διπλωματική προετοιμασία και μια σειρά καλά προγραμματισμένες κινήσεις, η χώρα μας, πιστεύουμε, μπορεί να επανεμφανιστεί στην περιοχή, ανακτώντας ερείσματα και αξιοπιστία. Αν η ελληνική διπλωματία κατορθώσει να αποκτήσει ικανότητα παρέμβασης, ασφαλώς θα ενισχύσει το διπλωματικό βάρος της και μαζί με αυτό και τη διαπραγματευτική της ικανότητα, την οποία, μην ξεχνάμε, ειδικά τώρα έχουμε ανάγκη.