Διεθνές Οικονομικό Βαρόμετρο
1
Τα πολλαπλά οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας είναι γνωστά. Και η πολυδιαφημισμένη κυβέρνηση τεχνοκρατών του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Μόντι προσπαθεί να τα αντιμετωπίσει με την αμέριστη στήριξη της ΕΚΤ και την ανοχή των αγορών. Η γειτονική μας χώρα αντιμετωπίζει αβεβαιότητες και κινδύνους που μπορεί να την οδηγήσουν σε μακροχρόνια ύφεση. Η αβεβαιότητα έγκειται στο γεγονός ότι η συνταγή Μόντι μοιάζει σε λιτότητα με την ελληνική. Ο ιταλικός λαός και τα κόμματα που στηρίζουν τη δοτή κυβέρνηση Μόντι θα ανεχθούν αυτό το πρόγραμμα παρατεταμένης (όχι όμως και εξοντωτικής) λιτότητας που ετοιμάζει η ιταλική κυβέρνηση; Και πόσο έντονη θα είναι η αντίδραση; Θα την αντέξει η δοτή κυβέρνηση και οι τεχνοκράτες υπουργοί της; Έτσι, διαγράφεται ο κίνδυνος μιας εγκατάλειψης της λιτότητας, γεγονός που θα οδηγήσει σε μακροχρόνια ύφεση την ιταλική οικονομία. Πάντως η σημερινή οικονομική κατάσταση της Ιταλίας εμφανίζεται ως εξής: Το ύψος του δημόσιου χρέους φτάνει στο 120% του ΑΕΠ, ενώ για φέτος η έκθεση του ΔΝΤ προβλέπει μείωση του ΑΕΠ, λόγω περικοπής δαπανών κατά 2,2% (αντίθετα, η έκθεση της Κομισιόν μιλάει για ανάπτυξη 2,5%). Η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους στο 120% προϋποθέτει ανάπτυξη τουλάχιστον 5% ετήσια για την τρέχουσα πενταετία (2011 – 2015), κάτι πολύ δύσκολο σε περίοδο λιτότητας και ύφεσης. Σήμερα η Ιταλία δανείζεται από τις αγορές με επιτόκιο 5,6%, με προοπτική αύξησής του. Όλα αυτά είναι πρόδρομες εξελίξεις διαφαινόμενης σκληρότερης λιτότητας και ύφεσης.
2
Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, τα γνωστά μας hedge funds, τώρα εμφανίζονται σαν επενδυτικά κεφάλαια (distress funds) και αγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας επιχειρήσεις που είναι βιώσιμες, αλλά λόγω της κρίσης αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα ρευστότητας. Επίσης αγοράζουν μετοχές, δικαιώματα, επιχειρηματικά δάνεια, ακίνητα μεγάλης εμπορικής αξίας, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να αποφέρει κέρδος στο άμεσο μέλλον. Τέτοιες ευκαιρίες εμφανίζονται πολλές στις χώρες του Ευρωζωνικού Νότου, όπου λόγω συγκυρίας ακόμα και υγιείς επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Και αυτά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα distress funds. Έτσι, στα μέσα Φεβρουαρίου και με πρωτοβουλία της γνωστής «επενδυτικής εταιρείας» JP Morgan έγιναν συναντήσεις στην Αθήνα εκπροσώπων των funds με έλληνες επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με τους ξένους επενδυτές που ρισκάρουν επενδύσεις στην Ελλάδα και είναι αποφασισμένοι να διαθέσουν ρευστό σε ελληνικές παραγωγικές μονάδες που παρουσιάζουν ισχυρή προοπτική ανάκαμψης. Στις συζητήσεις αυτές διαπιστώθηκε το ενδιαφέρον των ξένων για επιχειρήσεις των κλάδων υγείας (κλινικές και διαγνωστικά κέντρα), τεχνικές εταιρείες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών και χημικές επιχειρήσεις. Το αν οι παραπάνω εταιρείες είναι εισηγμένες στο ΧΑ ή όχι δεν αποτελεί κριτήριο για τους ξένους κερδοσκόπους. Έχουμε τη γνώμη ότι όταν ολοκληρωθεί το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους (PSI) και τεθεί σε εφαρμογή η νέα δανειακή σύμβαση, τα distress funds θα δραστηριοποιηθούν.
3
Η βρετανική εφημερίδα «Independent» δημοσίευσε προ δεκαημέρου ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ σχετικά με την υπερχρέωση της χώρας μας, την οποία εμμέσως αλλά σαφώς αποδίδει κατά κύριο λόγο στις υψηλές δαπάνες για την αγορά πανάκριβων οπλικών συστημάτων κατά την προηγούμενη δεκαετία (2001 – 2008). Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ πίεζαν την Ελλάδα να αγοράσει οπλικά συστήματα παραγωγής των πολεμικών τους βιομηχανιών, ενώ γνώριζαν πολύ καλά ότι η Ελλάδα μόνο με δανεισμό θα μπορούσε να τα εξοφλήσει. Οι δαπάνες για τις αγορές αυτών των όπλων ήταν πέρα από τις δυνατότητες της δημοσιονομικής μας κατάστασης και πριν ακόμη από το ξέσπασμα της σημερινής οικονομικής κρίσης. Και το ρεπορτάζ τονίζει ότι η Ελλάδα των 11 εκατ. κατοίκων υπήρξε μέσα στους πέντε πρώτους εισαγωγείς οπλικών συστημάτων στον κόσμο! Έτσι, σύμφωνα με το δημοσίευμα αυτό της βρετανικής εφημερίδας, η Γερμανία και η Γαλλία, από τις χώρες της Ευρωζώνης, έχουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή οικονομική κρίση της χώρας μας. Στην παρουσίαση αυτή δεν διατηρούμε αμφιβολίες. Θα θέλαμε όμως να τονίσουμε ότι ο άριστος εξοπλισμός μας είναι απόλυτα αναγκαίος για την εξασφάλιση της εδαφικής μας ακεραιότητας και την περιφρούρηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Όμως όλα πρέπει να έχουν τα όριά τους. Αλλά οι κυβερνήσεις μας τα ξεπέρασαν. Ενήργησαν χωρίς σύνεση και προβλεπτικότητα για το μέλλον μιας υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας. Γιατί άραγε; Κάποια έρευνα αντικειμενική θα μπορούσε να μας δώσει την απάντηση.