ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η απάντηση αποκλίνει προς τη δεύτερη υπόθεση, γιατί είναι προφανής η κινητήρια ιδεολογία πίσω από την εφαρμοζόμενη πολιτική, όπως και οι στόχοι εθνικής αποδόμησης και παγκοσμιοποίησης που υπηρετεί.
Εάν όμως δεχθεί κανείς τη βασιμότητα της λογικής αυτής, τίθεται αμέσως ένα άλλο ερώτημα: ποιο είναι ακριβώς το μοντέλο στο οποίο κατατείνει η πολιτική αυτή και πόσο είναι συμβιβάσιμο με τις αυτονόητες προσδοκίες και φιλοδοξίες της χώρας αυτής και το εθνικό μέλλον του Ελληνικού λαού.
Η εξώθηση της οικονομίας της χώρας σε βαθιά ύφεση, με την απουσία αντισταθμιστικής προς την ακραία λιτότητα αναπτυξιακής πολιτικής, αποσκοπεί σ’ αυτό που λέγεται εσωτερική υποτίμηση. Υποβάθμιση, δηλαδή, των αξιών και του επιπέδου ζωής, ως υποκατάστατο μιας νομισματικής υποτιμήσεως, η οποία δεν είναι εφικτή, εφόσον υπάρχει κοινό νόμισμα, το Ευρώ, και δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα.
Η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής δεν έχει τον ίδιο προσωρινό χαρακτήρα που έχει μια εθνική νομισματική υποτίμηση. Προσδιορίζεται περισσότερο από εξωτερικούς παράγοντες της ανοικτής, διεθνοποιημένης αγοράς, παρά από εσωτερικούς παράγοντες της υποτιθέμενης εθνικής αγοράς. Η τελευταία δεν έχει πια καμιά προστασία και προσδιορίζεται, ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό, από εξωτερικούς παράγοντες και υπερεθνικούς οικονομικούς φορείς.
Αυτό καταλήγει σε ολοένα μεγαλύτερο έλεγχο της εσωτερικής αγοράς από υπερεθνικούς οικονομικούς φορείς, σε θεαματική αύξηση των εισαγωγών και σε συνεχή απομείωση της εθνικής παραγωγής.
Η υποτιθέμενη αναστροφή της τάσεως αυτής προϋποθέτει θεαματική αύξηση της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας. Η τελευταία, όμως, δεν προσδιορίζεται μόνο σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα σ’ Ευρωπαϊκό επίπεδο. Προσδιορίζεται επίσης, λόγω της πολιτικής των ανοικτών συνόρων που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, σε τρίτες δηλαδή χώρες χαμηλού κόστους. Ο συναγωνισμός με τις χώρες αυτές, σ’ επίπεδο ανταγωνιστικότητας, είναι ανυπόφορος για ένα Ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο. Μερική εξαίρεση αποτελούν οι πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Προφανώς, λοιπόν, το προεικονιζόμενο μοντέλο για την Ελλάδα παραπέμπει, ως μέτρο συγκρίσεως, στο βιοτικό επίπεδο στις χώρες αυτές. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ισοδυναμούσε με πολύ σοβαρή μείωση του επιπέδου ζωής της χώρας γι’ απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Πώς θα εξέλθει, όμως, η χώρα από τον φαύλο κύκλο της υφέσεως και της απομειώσεως της εθνικής παραγωγής, εφόσον η ανταγωνιστικότητα, ακόμη και με τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, φαίνεται πολύ προβληματική για ολόκληρους τομείς της οικονομίας; Πώς, με άλλα λόγια, θα προωθηθεί η ανάπτυξη, είτε με εκσυγχρονισμό και αύξηση της παραγωγικότητας σε παραδοσιακούς τομείς είτε με τη δημιουργία νέων προϊόντων, υψηλής προστιθέμενης αξίας, και την αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας;
Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό, στο πλαίσιο του ισχύοντος καθεστώτος του ανεμπόδιστου νεοφιλελευθερισμού και του μειωμένου ρόλου του κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως επίσης της ταυτίσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την παγκοσμιοποίηση, προβάλλεται, ως μονόδρομος εκσυγχρονισμού και δομικής αναδιαρθρώσεως της οικονομίας και του αναπτυξιακού μοντέλου, η αλλοτρίωση του εθνικού πλούτου.
Η επιχείρηση διευκολύνεται, προφανώς, από τα μύρια όσα μπορεί κανείς να καταλογίσει στην αναξιότητα, αναποτελεσματικότητα, γραφειοκρατία και διαφθορά του κράτους και στην κομματοκρατία των τελευταίων δεκαετιών, που απαξίωσαν και διέσυραν τον ρόλο του κράτους. Αντί να τίθεται ως ζητούμενο η εξυγίανση, ο εξορθολογισμός και ο εκσυγχρονισμός των δημοσίων επιχειρήσεων, που έχουν στρατηγική σημασία για τη χώρα, την ανάπτυξή της, τις διεθνείς της σχέσεις και συνεργασίες, όπως επίσης τον γεωπολιτικό της ρόλο, προβάλλεται, ως δήθεν μονόδρομος για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό, η ιδιωτικοποίησή τους. Αυτό σημαίνει πρακτικά, υπό συνθήκες διεθνούς παγκοσμιοποιημένης αγοράς, τον έλεγχό τους, κατά κύριο λόγο, από ξένους ολιγοπωλιακούς φορείς. Με άλλα λόγια, η υπόθεση της αναπτύξεως της χώρας γίνεται υπόθεση αυτοματισμού της αγοράς και ολιγοπωλιακών συμφερόντων, με διεθνείς αναφορές και στρατηγικές. Ποιος είναι, στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του κράτους για την προώθηση της αναπτύξεως; Δεν χρειάζεται η χώρα κάποιον στρατηγικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη και το εθνικό της μέλλον; Δεν χρειάζεται στρατηγικές δημόσιες επενδύσεις; Ευθεία απάντηση στο ερώτημα δεν δίνεται. Η προβαλλόμενη, όμως, νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επέχει θέση απαντήσεως. Στερεότυπη επωδός, η ανταγωνιστικότητα, με διεθνείς όρους, και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οι παράγοντες αυτοί οριοθετούν το χαλκευόμενο μοντέλο για την Ελλάδα, που σχεδιάζεται να έχει παραδειγματική σημασία και για άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και για τη νέα Ευρώπη της παγκοσμιοποίησης και του οικονομικού ηγεμονισμού. Στο νέο αυτό μοντέλο, η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής συμπορεύεται με τον ξένο έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας και τη δραματική υποθήκευση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Τα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα δεν αποτελούν εξαιρετική ειδική περίπτωση, όπως μοχθούν κάποιοι Ευρωπαίοι ιθύνοντες να πείσουν, για να επιρρίψουν όλη την ευθύνη στην Ελληνική πλευρά.
Προφανώς, οι ευθύνες των Ελλήνων ιθυνόντων των τελευταίων δεκαετιών είναι ασήκωτες για το κατάντημα της χώρας, προεξάρχοντος του πρώην πρωθυπουργού και των συνεργατών του, που μετέτρεψαν μια οικονομική κρίση σε εθνική καταστροφή. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος για να συγκαλύπτονται οι ευθύνες της Ευρώπης, που παρεξέκλινε από την ιδέα μιας Συμπολιτείας των Ευρωπαϊκών εθνών και κρατών και υιοθέτησε αυτοκρατορικού τύπου διεθνείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που φέρνουν σε διεθνή ανταγωνισμό μεταξύ τους τις χώρες-μέλη και υπονομεύουν κάθε ιδέα εσωτερικής αλληλεγγύης, συναναπτύξεως, συγκλίσεως και συνοχής. Καλλιεργούν επίσης, μέσα στο πλαίσιο αυτό, παρωχημένους οικονομικούς και πολιτικούς ηγεμονισμούς του παρελθόντος και νεοαποικιακά σύνδρομα. Καθοριστικό ρόλο για την παρέκκλιση αυτή έπαιξε η ταύτιση με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που εκφράσθηκε με τη διολίσθηση από την ιδέα της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς στην ιδέα της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς. Η άκριτη αυτή εξέλιξη, που παρουσιάσθηκε ως δήθεν αναπόφευκτη ιστορική εξέλιξη, άλλαξε άρδην τους πολιτικούς όρους της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως και τις ισορροπίες μεταξύ πολιτικής και αγοράς.
Πώς μπορεί, π.χ., να νομοθετήσει μια Ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία, έστω πληθυντική, αποτελούμενη από τις χώρες-μέλη, για τη διεθνή αγορά και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, όταν αφενός η πολιτική της αρμοδιότητα περιορίζεται στα σύνορά της και αφετέρου δεσμεύεται από τις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και τη λογική της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς να έχει ανοικτά τα σύνορά της στην κίνηση κεφαλαίων και προϊόντων απ’ όλο τον κόσμο; Να μην μπορεί, δηλαδή, να θεσπίσει μέτρα και ρυθμίσεις ακόμη και εντός των ίδιων των συνόρων της;
Η κατάσταση αυτή επιβαρύνεται, προφανώς, από το μετέωρο βήμα στο οποίο βρίσκεται ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση σε ό,τι αφορά την πολιτική της ενοποίηση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην πρωθύστερη εισαγωγή του Ευρώ, με την ελπίδα ότι αυτό θα λειτουργούσε ως καταλύτης για την επιτάχυνση της ενοποιήσεως.
Επειδή, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται το κενό, δημιουργήθηκαν άκρως ευνοϊκές συνθήκες για την αναπλήρωση του κενού με τους γνωστούς ηγεμονισμούς του παρελθόντος, με πρώτο, βεβαίως, τον ισχυρότερο του Βερολίνου. Στο πλαίσιο αυτό, με την προβολή από την κάθε χώρα του εγωιστικού της συμφέροντος, αναπτύσσονται πειρασμοί για την υποκατάσταση της ισοτιμίας μεταξύ των χωρών-μελών από σύστημα άνισων και εξαρτημένων σχέσεων, βασισμένων σε οικονομικούς όρους.
Γίνονται, επίσης, σκέψεις και σχεδιασμοί για την υπαγωγή των ασθενέστερων χωρών σε ενδοευρωπαϊκή ζώνη χαμηλού κόστους, που θα εξυπηρετεί τη στρατηγική διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ισχυροτέρων χωρών, με προεξάρχουσα τη Γερμανία.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΑ-ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Με τις συνθήκες αυτές, τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν αφορούν μόνο την ίδια.
Είναι σύμβολο μιας νέας τάξεως, που γίνεται προσπάθεια να εμπεδωθεί στην Ευρώπη, υπό τη σκιά και την επικαλούμενη ανάγκη της παγκοσμιοποίησης.
Η τελευταία παρουσιάζεται ως δήθεν αντικειμενική πραγματικότητα, απέναντι στην οποία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά μόνο να «προσαρμοσθούμε».
Πρόκειται για φθηνό ιδεολόγημα, που δικαιολογεί την επιβολή μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι Ευρωπαϊκοί λαοί δεν μπήκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να υποβαθμίσουν τη ζωή τους, να χάσουν την πίστη τους στο μέλλον, να απολέσουν τον έλεγχο του εθνικού τους πλούτου και να υποθηκεύσουν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους.
Στο σημείο αυτό, δεν πρέπει, άλλωστε, να γίνεται καμία σύγχυση μεταξύ της εκχωρήσεως εθνικής κυριαρχίας, που γίνεται από όλους στο πλαίσιο του κοινού εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με βάση τις Συνθήκες, και της υποθηκεύσεως της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, που επιβάλλεται με τα Μνημόνια στην Ελλάδα.
Είναι εκ του πονηρού, επίσης, ο δήθεν ριζοσπαστικός Ευρωπαϊσμός, που συγχέεται με την παγκοσμιοποίηση και παρουσιάζει ως δήθεν αναγκαία και αναπόφευκτη, για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, την εθνική αποδόμηση.
Η Ευρώπη πρέπει να επανέλθει στις αρχές μιας ισότιμης και αλληλέγγυης πορείας και ν’ αναζητήσει μια άλλη ισορροπία με την περιβόητη παγκοσμιοποίηση.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα πολλαπλασιασθούν οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις στους κόλπους της και θ’ αντιμετωπίσει το φάσμα της αποσαρθρώσεως.
Η Ελλάδα δεν θ’ αντιμετωπίσει ως πεπρωμένο την πολιτική των Μνημονίων.
Έρχεται από πολύ μακριά και θα βρει πάλι τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της και το εθνικό της μέλλον.