Tο τέλος των κομμάτων έτσι όπως υπάρχουν
Το τέλος της μεταπολίτευσης είναι τώρα που έρχεται, είναι τώρα που συμβαίνει, αν και προαναγγέλθηκε άκαιρα από πολλούς βιαστικούς στο παρελθόν. Ίσως έβλεπαν μακριά, ίσως βιάζονταν να σπρώξουν τις εξελίξεις, τα πράγματα όμως συμβαίνουν όταν ωριμάζουν οι συνθήκες. Για παράδειγμα, πολλοί έβλεπαν ότι με την επιλογή του κ. Κ. Σημίτη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το κόμμα αυτό θα έπαιρνε έναν κεντροδεξιό δρόμο, φιλελεύθερης κατεύθυνσης, και μαζί με την πολιτική του ταυτότητα και φυσιογνωμία θα έχανε και την εκλογική του βάση. Κανείς όμως (ή, μάλλον, σχεδόν κανείς) δεν έκανε κάτι για να το αποτρέψει, αφού τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ είχαν μεταβληθεί σε μηχανισμό εξουσίας και δεν φαντάζονταν τον εαυτό τους έξω και μακριά από αυτήν. Ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν την παραμικρή πολιτική ή άλλη συγγένεια με τις απόψεις Σημίτη στριμώχνονταν στην ουρά της κολυμβήθρας του εκσυγχρονισμού, έτοιμοι να βάλουν όσο νερό χρειαζόταν στο κρασί τους προκειμένου να κληθούν και πάλι να στελεχώσουν τον κρατικό / κυβερνητικό μηχανισμό.
Η συνέχεια ήταν απολύτως φυσιολογική. Ύστερα από οκτώμισι χρόνια σημιτικής εξουσίας και εκσυγχρονιστικής λαίλαπας, κατά τη διάρκεια των οποίων μπήκαν τα θεμέλια της αμφισβήτησης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές, έμεινε πέντε χρόνια στην αντιπολίτευση και το φθινόπωρο του 2009 επέστρεψε με τον γιο του ιδρυτή στο τιμόνι του. Αυτή η επιστροφή ήταν και το τέλος του κόμματος αυτού όπως το ξέραμε. Μεταβλήθηκε σε μια άνευ αρχών λέσχη παράξενων ιδεών που έφερναν από πολλά χρόνια «οι φίλοι του Γιώργου», φίλοι και ιδέες που τον ακολουθούσαν στα περάσματά του από διάφορα υπουργεία.
Ο ΓΑΠ είχε όλο τον χρόνο και την ευκαιρία να εφαρμόσει νεωτερικές ιδέες και απόψεις αλλά και να κάνει υπουργούς και αξιωματούχους δεκάδες φίλους του. Εδώ έχουμε την απόλυτη σύγχυση της σχέσης που ο καθένας μπορεί να διατηρεί με άλλους, θεωρώντας απολύτως λογικό να μεταφέρει τις σχέσεις αυτές στη διακυβέρνηση της χώρας αν κληθεί να κυβερνήσει. Ο ΓΑΠ εκλήθη και έφερε μαζί τις προσκοπικές ιδέες και τους φίλους του. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε όταν ανακάλυψε ότι ή πρέπει να παραδώσει τη χώρα σε ξένη επιτροπεία ή να κάνει ανεξάρτητη πολιτική με οποιοδήποτε κόστος. Επέλεξε το πρώτο, και το πάρτι της χαράς τελείωσε νωρίς, οι φίλοι όμως έμειναν στην κυβέρνηση. Κατά σατανική σύμπτωση, οι φίλοι αυτοί είχαν τις ίδιες ιδέες με τα στελέχη του Κ. Σημίτη. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, τα πρόσωπα συνέπιπταν. Έτσι, το έργο της ιδεολογικής και πολιτικής αποδόμησης του ΠΑΣΟΚ συνεχίστηκε, με τον Γιώργο Παπανδρέου να προσπαθεί να παρουσιάσει ως προοδευτικό ακόμα και το ότι υπαχθήκαμε στο ΔΝΤ, ότι με δική του πρωτοβουλία φτιάχτηκε τριμερής μηχανισμός στήριξης προς χώρες που έχουν οικονομικό πρόβλημα, ότι το Μνημόνιο είναι ευλογία. Σε αυτό του το έργο βρήκε πρόθυμους συμπαραστάτες υπουργούς (του) που διαλαλούσαν τη χρησιμότητα του Μνημονίου και την ανάγκη εφεύρεσής του, αν δεν είχε υπάρξει. Ύστερα από όλα αυτά και μετά την παραίτηση του ΓΑΠ από την πρωθυπουργία, αφού τα είχε διαλύσει όλα, περάσαμε στην εποχή Βενιζέλου, που κινείται σε δύο φάσεις. Πρώτη φάση, η προσπάθειά του να πείσει ότι όλα αυτά τα απαίσια και δύσκολα είναι προς όφελος της πατρίδας. Δεύτερη φάση, «εγώ θυσιάζομαι για την πατρίδα και χάνω σε δημοφιλία», ελπίζοντας φυσικά ότι ο λαός θα πει κάποια στιγμή: «Κοίταξε, ο ΓΑΠ δεν μπορούσε, η χώρα κινδύνευε, ο Βαγγέλης το φορτώθηκε όλο πάνω του…».
Ανάμεσα στα προηγούμενα, προχωράει πολύ φυσιολογικά η διάλυση του ΠΑΣΟΚ (και της ΝΔ για συναφείς, αν και όχι όμοιους, λόγους) και η γέννηση άλλων σχημάτων, που έρχονται να καλύψουν τα κενά. Φάνηκε ότι θα τα κάλυπτε η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη, αλλά αυτή μοιάζει να μαζεύει αφενός τα υπόλοιπα διαφόρων που προσπάθησαν και εν μέρει έκαναν καριέρα στο ΠΑΣΟΚ επί ημερών Σημίτη και αφετέρου υπερεκσυγχρονιστικά στελέχη του τύπου «…συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης», που μάλλον διώχνουν παρά φέρνουν κόσμο.
Με πολύ φυσιολογικό τρόπο, οι μέρες που έρχονται φέρνουν νέα πολιτικά σχήματα, η δυναμική των οποίων φέρει το στίγμα των εξελίξεων που μείωσαν ηθικά και υλικά τη χώρα. Η ποιότητα, η σύνθεση, η διάρκεια και η αντοχή τους μένει να φανούν στον χρόνο…