Μια Φορά Και Έναν Καιρό

«Κάηκε το “Αττικόν”!»…

Μόνον ο αναπάντεχος θάνατος πολυαγαπημένου προσώπου θα συντάρασσε τόσο πολύ. Τότε θα γινόσουν στήλη άλατος, ένα κούτσουρο χωρίς λαλιά, γιατί το Αττικόν δεν ήταν απλά ένας κινηματογράφος ή ένα άψυχο ωραίο κτίριο. Ήταν ένα κομμάτι από τη ψυχή της Αθήνας. Μιας κουρσεμένης και καταφρονεμένης πια Αθήνας, και το παρόν σημείωμα είναι ένα ταπεινό νοερό σταμάτημα μπροστά στ’ αποκαΐδια για το στερνό «γεια σου φίλε»…

Το τετράγωνο εκείνο που εκατό περίπου χρόνια στέγαζε το Αττικόν, ήταν και είναι το πιο συμπαθητικό κομμάτι της Σταδίου, και ίσως ολόκληρου του κέντρου της Αθήνας. Μια περιοχή, που πάντοτε ήταν κινηματογραφική πιάτσα, με τις ολοφώτιστες εισόδους των σινεμάδων, τις αφίσες και τις φωτογραφίες των αστέρων που δελέαζαν τους περιπατητάς, να προχωρήσουν στα ενδότερα. Και ήταν κάποτε πολύς ο κόσμος που έκανε τον περίπατό του στην Σταδίου. Χάζευαν τις χλιδάτες βιτρίνες του «Άκρον» με τα κρυστάλλινα και τις ακριβές πορσελάνες, ή κοντοστέκονταν και ρίχνανε ματιές στις εικόνες των ξενόγλωσσων βιβλίων του Κάουφμαν, κι’ άλλοι ξερογλείφονταν με τις μεταξωτές γραβάτες του Κωνσταντάρα. Ανάμεσά τους, παράνομα ζευγαράκια, βαδίζοντας κατά το δυνατόν καμουφλαρισμένα, πήγαιναν να κρυφτούν στις πίσω σειρές μιάς σκοτεινής αίθουσας. Και συνεχώς ένα πλήθος ξεμπούκαρε από τη στοά της Εθνικής, όπου αρκετοί έδιναν τα ραντεβού τους εν… κρυπτώ και παραβύστω…

Το Αττικόν μεγαλοπρεπές και αρχοντικό, βρισκόταν στην απέναντι… όχθη. Γείτονές του ήταν δυό καταστήματα με «Εδώδιμα και αποικιακά». Ιστορικό το ένα, του «Σταμάτη», όπου πήγαιναν και ψώνιζαν υπουργοί χωρίς συνοδεία, σαν απλοί πολίτες. Πλάι του ένα κατάστημα με φίνες πορσελάνες, το «Άλκα», ένα φαρμακείο πιο κει, τα φωτογραφικά «Κούνιο» μετά, και τέλος στη γωνία, τα…αγροτικά του Άγαλιώτη. Ο μακρύς διάδρομος που οδηγούσε στην είσοδο της αιθούσης ενέπνεε στον εισερχόμενο σεβασμό και σοβαρότητα.

Εκείνο που ασκούσε όμως την μεγαλύτερη επιβολή στο θεατή πριν σιγοσβήσουν τα φώτα και αρχίσει η προβολή, ήταν το μεγάλο στρογγυλό φωτιστικό στην οροφή, σήμα κατατεθέν του κινηματογράφου. Όταν πριν χρόνια ανακαινίστηκε το Αττικόν και απέκτησε στα… κατώτερά του αδελφάκι, τον «Απόλλωνα», (συνώνυμο του παλαιού) φοβηθήκαμε πως η βέβηλος χειρ του ανακαινιστού, που κατά κανόνα είναι και αναμορφωτής προς το χειρότερο, θα επιτίθετο και κατά του πολυελαίου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τη χαρά που αισθανθήκαμε όταν στα νέα του εγκαίνια, στρωθήκαμε στις βαθειές του πολυθρόνες και -μετά φόβου Θεού- σηκώνοντας το κεφάλι σαν τις κότες που πίνουν νερό, είδαμε το φωτιστικό πιο λαμπερό από ποτέ, να βρίσκεται στη θέση του.

Κανέναν ίσως δεν ενδιαφέρει, αλλά το Αττικόν ήταν ο πρώτος κινηματογράφος που γνώρισα, κι’ από τότε ένιωθα κάτι παράξενο να με δένει μαζί του μια ζωή. Μωρό είμαι ακόμη στη δεκαετία του 30, όταν οι δικοί μου αποφάσισαν να γνωρίσω εξ απαλών ονύχων, τι εστί 7η Τέχνη. Με βουτάνε ένα απόγευμα και να ‘μαστε στο Αττικό. Τραβώντας με από το χέρι μπαίνομε σε έναν θεοσκότεινο χώρο και εγώ βάζω τα κλάματα. Ίσως και να κατουρήθηκα από το φόβο μου.

Ένα συριστικό «σςςς» ακούγεται πανταχόθεν και μια δεσποινίς μ’ ένα φανάρι στο χέρι, μας βοηθά να πιάσουμε θέσεις. Απέναντί μας βρίσκεται ένας περίεργος φωτεινός τοίχος που μαθαίνω πως λέγεται οθόνη. Πάνω του κινούνται περίεργοι γίγαντες, ενώ σαν χιόνι χοροπηδάνε γύρω τους μεγεθυμένες οι κακώσεις του φιλμ.

Ξαναβάζω τα κλάματα και φυσικά ξανακούγεται το συριστικό «σςςς». Κάπου εκεί με πήραν και φύγαμε προς μεγάλη ανακούφιση πάντων Εκείνο που μου έμεινε και θυμάμαι ως τώρα είναι μια σκηνή όπου πέταξαν ένα μακρουλό δεμάτι στη θάλασσα κι από μέσα του, κόβοντας τις ραφές, ξεπήδησε ένας αποτρόπαιος άνθρωπος…

Ακριβώς απέναντι από το «Αττικόν» βρισκόταν ο δισυπόστατος «Απόλλων», που πότε γινόταν σινεμά και πότε θέατρο, με επιθεωρησιακούς συνήθως θιάσους. Κολλητό με τον «Απόλλωνα» ήταν το μικρό ζαχαροπλαστείο του Καρρά, που καθισμένος στο ταμείο κοίταγε με τα «μισά» γυαλάκια του και καρατάριζε το… «ειδικό βάρος» της πελατείας του. Όσους από δαύτους εκτιμούσε, που κατά σύμπτωση ήταν γένους θηλυκού, τους έβαζε στη ζούλα στον «Απόλλωνα», διότι έχοντας την εκμετάλλευση του κυλικείου του διέθετε πόρτα υπηρεσίας μη φυλασσομένη από τον κέρβερο εφοριακό για να μπαινοβγαίνουν τα γκαρσόνια…

…Όσο θυμάμαι, αυθόρμητα έρχονται στο στόμα οι στίχοι του Λορέντζου Μαβίλη: «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε». Κι έξω βρέχει, βρέχει, βρέχει!


Σχολιάστε εδώ