ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Στο μέτωπο αυτό συνυφαίνονται το Κυπριακό, οι μη αποκρυπτόμενες προθέσεις της Άγκυρας να επωφεληθεί από τη σημερινή αδυναμία της Ελλάδος και να προκαταλάβει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που παρέχει στην Ελλάδα η ανακήρυξη της ΑΟΖ, και η αναδυόμενη νέα γεωστρατηγική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τα ενεργειακά αποθέματα στον βυθό της.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΠΑΓΚΙΣΤΡΩΣΗ

Παραδόξως, η πρώτη μεγάλη ανησυχία αφορά το Κυπριακό. Το παράδοξο βρίσκεται στο γεγονός ότι ο παρών κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Κύπρος είναι στην ουσία αυτοδημιούργητος. Έρχεται μάλιστα σε μια στιγμή που η γεωστρατηγική και διπλωματική θέση της Κύπρου είναι σαφέστατα ενισχυμένη. Συγκεκριμένα, με τον εντοπισμό μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, τη στρατηγική ανατροπή στην Ανατολική Μεσόγειο, με την αντιστροφή των συμμαχιών μεταξύ Τουρκίας, Ισραήλ και Κύπρου, και την άσκηση, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, της Ευρωπαϊκής Προεδρίας από την Κύπρο.

Πώς και γιατί, λοιπόν, εγκλωβίσθηκε η Κύπρος σε μια διπλωματική διαδικασία, επανέκδοση εκείνης του Σχεδίου Ανάν, που αποτελεί πραγματική ωρολογιακή βόμβα για την ίδια την υπόστασή της, ως Κυπριακής Δημοκρατίας, και για το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού; Η απάντηση βρίσκεται στην ακατανόητη και αυτοκαταστροφική πολιτική που ακολουθεί στο Κυπριακό ο σημερινός Πρόεδρος.

Η Κύπρος δεν είχε κανέναν λόγο, μετά το «όχι» στο Σχέδιο Ανάν και την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να παλινδρομήσει σε νέες διακοινοτικές συνομιλίες, υπό την αιγίδα, υποτίθεται, του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, αλλά, στην πραγματικότητα, της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ. Η τελευταία είναι γνωστό ότι ελέγχεται και χειραγωγείται κυριολεκτικά από τον Βρετανικό και τον Αμερικανικό παράγοντα. Η Κύπρος θα έπρεπε λογικά να μεταφέρει την έμφαση των προσπαθειών της για την επίλυση του προβλήματός της στο προνομιακό γι’ αυτήν διπλωματικό πεδίο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αναφερόμενη στις Ευρωπαϊκές αρχές και στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο και προτάσσοντας τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η Τουρκική εισβολή και κατοχή.

Για την επανάληψη οποιωνδήποτε διακοινοτικών συνομιλιών θα έπρεπε να τεθεί ως προϋπόθεση η ύπαρξη κοινού εδάφους, ώστε η διεξαγωγή των συνομιλιών να μην προάγει απλώς τον Τουρκικό στόχο της προβολής του Κυπριακού ως διακοινοτικής διαμάχης και της κατεχόμενης Κύπρου ως δήθεν επικράτειας των Τουρκοκυπρίων.

Να μην προάγει επίσης, υπό το πρόσχημα της διαπραγματευτικής «ισότητας», την έμμεση νομιμοποίηση και αναγνώριση του ψευδοκράτους, ως δήθεν «ισότιμου μέρους», στην προοπτική μιας επιδιωκόμενης ομοσπονδιακής, υποτίθεται, λύσεως του Κυπριακού, που υπολαμβάνεται από την Τουρκική πλευρά ως συνομοσπονδία δύο κρατών.

Ο νέος Πρόεδρος, αγόμενος εν πολλοίς από ανεδαφικές «διεθνιστικές» ιδεοληψίες του κόμματός του για το Κυπριακό, προέβαλε εξαρχής, σε πρώτη θέση, την «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους. Αυτοπροεβλήθη επίσης ως Πρόεδρος λύσεως, υπονοώντας ότι θα το κατόρθωνε μέσω συμφωνίας με τους Τουρκοκυπρίους! Ποιοι είναι όμως οι Τουρκοκύπριοι με τους οποίους συνομιλεί; Είναι άλλοι από την Τουρκική κατοχή και το ψευδοκράτος, που είναι υποχείριό της;

Προφανώς, οι Τουρκοκύπριοι δυσφορούν με τον μαζικό εποικισμό στην κατεχόμενη Κύπρο, που απειλεί με σταδιακή εξαφάνιση την κοινότητά τους ως ιδιαίτερη Κυπριακή κοινότητα. Ήδη, οι έποικοι πλειοψηφούν στην κατεχόμενη Κύπρο κατά δύο τρίτα περίπου έναντι ενός τρίτου των Τουρκοκυπρίων. Αυτό όμως δεν οδηγεί, προφανώς, τους Τουρκοκυπρίους σε παραίτηση από την αξίωσή τους για χωριστό κράτος στην κατεχόμενη Κύπρο. Ακόμη όμως και αν το ήθελαν, δεν έχουν κανένα περιθώριο αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού έναντι της Άγκυρας. Αυτό είναι εμφανές και στις διεξαγόμενες διακοινοτικές διαπραγματεύσεις, στις οποίες οι υποτιθέμενες Τουρκοκυπριακές θέσεις και προτάσεις υπαγορεύονται απευθείας και απροκάλυπτα από την Άγκυρα.

Είναι γνωστό επίσης από τις διαχρονικές δηλώσεις και διακηρύξεις των Τούρκων ηγετών, με τελευταίο τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου, ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος, η Τουρκία θα επεδείκνυε το ίδιο ενδιαφέρον για την Κύπρο, για λόγους Τουρκικών στρατηγικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

ΑΔΙΑΝΟΗΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

Με βάση, επομένως, τα παραπάνω, η στρατηγική επένδυση στην προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους, ως ενδεδειγμένης πορείας για την επίλυση του Κυπριακού, οδήγησε σε μεγαλύτερη ακόμη προβολή του Κυπριακού ως δήθεν διακοινοτικού θέματος αντί ως θέματος εισβολής και κατοχής. Οδήγησε επίσης σε πολιτικές που κατατείνουν, με πρόσχημα την προσέγγιση, σε εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο «μερών», με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα. Ως κοινό έδαφος για την επανάληψη των συνομιλιών προεβλήθη η λεγόμενη «διζωνική ομοσπονδία». Η τελευταία αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, μια εποικοδομητική ασάφεια, όπως λέγεται, που ερμηνεύεται κατά το δοκούν από την κάθε πλευρά.

Η Τουρκική πλευρά, που την είχε προβάλει, σ’ ένα πρώτο στάδιο, ως σημαία, την εγκατέλειψε επισήμως, για να προχωρήσει στην ανακήρυξη του ψευτοκράτους το 1983. Έκτοτε, την αποδέχεται ως ψευδεπίγραφη «κοινή» βάση για τη διεξαγωγή διακοινοτικών συνομιλιών. Με τις συγκεκριμένες όμως θέσεις και προτάσεις της, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρανοήσεως ότι η ίδια την υπολαμβάνει ως συνομοσπονδία δύο «ίσων» μερών ή κρατών.

Στη νέα αυτή ναρκοθετημένη πορεία, ο Κύπριος Πρόεδρος αποδέχθηκε την παρουσίαση των νέων διακοινοτικών συνομιλιών ως «Κυπριακής ιδιοκτησίας». Ότι δηλαδή η διεξαγωγή και οποιαδήποτε πρόοδος πρέπει να προκύπτει από συμφωνία των δύο μερών, χωρίς παρεμβάσεις τρίτων.

Η δέσμευση αυτή εκ μέρους του Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κατοχύρωνε, υποτίθεται, την Κύπρο έναντι του κινδύνου της επιβολής ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος και επιδιαιτησίας, κατά το προηγούμενο του Σχεδίου Ανάν, ή της συγκλήσεως διεθνούς διασκέψεως χωρίς προαπαιτούμενη συμφωνία των δύο μερών.

Είναι προφανές όμως ότι, ταυτοχρόνως, με την παραδοχή αυτή, το βάρος για την εξεύρεση λύσεως μεταφερόταν από τους ώμους της ένοχης Τουρκίας στους ώμους των δύο κοινοτήτων, του ανδρεικέλου της δηλαδή και του θύματος, που είναι η Ελληνική πλευρά. Η Τουρκία βγήκε από το κάδρο του ενόχου και το εδώλιο του κατηγορουμένου. Αντί ν’ απολογείται και να πληρώνει κόστος για την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή, παρουσιάζεται ως τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος και επιτίθεται προκλητικά κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη προστασία από παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες τρίτων, η τελευταία «Τριμερής» συνάντηση στο Green Tree της Ν. Υόρκης έδειξε πόσο σχετική είναι η αξία δεσμεύσεων, που έχουν ως πραγματικό στόχο τον εγκλωβισμό του υποψήφιου θύματος.

Ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, χειραγωγούμενος από τον ειδικό σύμβουλό του για το Κυπριακό, Αλεξάντερ Ντάουνερ, άτυπο εκπρόσωπο της Βρετανικής διπλωματίας, και τον Αμερικανό Λιν Πάσκο, Βοηθό Γ. Γραμματέα για τα πολιτικά θέματα, έριξε το προσωπείο του δήθεν αμερόληπτου τρίτου διαμεσολαβητή.

Ευθυγραμμίσθηκε με τις Τουρκικές θέσεις για χρονοδιάγραμμα, υπολαμβάνοντας αυθαιρέτως ως χρονικό ορόσημο την Ευρωπαϊκή Προεδρία της Κύπρου. Για «πολυμερή» επίσης διάσκεψη, χωρίς προηγούμενη συμφωνία των μερών επί όλων των θεμάτων της λεγόμενης «εσωτερικής πτυχής», και για άτυπη επιδιαιτησία.

Ο ίδιος μίλησε, μάλιστα, για «τέλος του παιχνιδιού» στο Κυπριακό, ως να μην υπάρχει Τουρκική κατοχή, και εξήγγειλε οδικό χάρτη, που θα οδηγήσει μέχρι τον Μάιο σε «πολυμερή» διάσκεψη, παρουσιαζόμενη ως τελευταία πράξη για τη «λύση» του Κυπριακού δράματος.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΥΣ

Οι παραχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς δεν περιορίσθηκαν, δυστυχώς, μόνο στο επίπεδο της διπλωματικής διαδικασίας. Περιέλαβαν και την ουσία. Ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε σειρά παραχωρήσεων σε όλα τα σημαντικά κεφάλαια της διαπραγματεύσεως, με αποκορύφωμα την εκ περιτροπής Προεδρία, που σηματοδοτεί, σε συμβολικό επίπεδο, την «ισότητα» των δύο «μερών». Με τις παραχωρήσεις αυτές προεικονίζεται η δημιουργία ενός δικέφαλου κράτους, με Τουρκικό βέτο σε όλα τα επίπεδα και ουσιαστική εξίσωση της μειοψηφίας του 18% με την Ελληνική πλειοψηφία του 80%.

Η υποταγή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία είναι ακόμη μεγαλύτερη, εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι η τελευταία ελέγχεται από την Άγκυρα.

Οι παραχωρήσεις κωδικοποιήθηκαν σε έγγραφο για συνολική λύση, που υπέβαλε η Ελληνική πλευρά στον Γενικό Γραμματέα τον περασμένο Δεκέμβριο, χωρίς αυτό να συζητηθεί εκ των προτέρων και να συμφωνηθεί από το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου.

Αυτό όμως που έπεσε ως πραγματικός κεραυνός είναι η αποκάλυψη, με καθυστέρηση δύο χρόνων, μιας άτυπης συμφωνίας που έγινε μεταξύ του Κύπριου Προέδρου και του υποτιθέμενου ιδεολογικού του «συντρόφου» Μεχμέτ Ταλάτ, πρώην εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων.

Με βάση τη συμφωνία αυτή, παρέχονται σ’ όλους τους Τούρκους υπηκόους, στα 73 δηλαδή εκατομμύρια Τούρκους της Τουρκίας, οι τέσσερις Ευρωπαϊκές ελευθερίες που αφορούν τους υπηκόους των χωρών-μελών. Αυτό, μάλιστα, ανεξάρτητα αν θα ενταχθεί ποτέ η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανεξάρτητα, επίσης, από το γεγονός ότι η παραχώρηση τέτοιων ελευθεριών σε υπηκόους μιας χώρας που δεν είναι χώρα-μέλος είναι δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Στην άτυπη συμφωνία αναφέρεται ότι οι δύο ηγέτες θα ζητήσουν, με κοινή επιστολή, από την ΕΕ την εξαίρεση αυτή, ως μέρος του πακέτου για τη «λύση» του Κυπριακού.

Μένει κανείς κατάπληκτος από τέτοιου είδους παραχωρήσεις. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε για την πλήρη Τουρκοποίηση της Κύπρου, μέσα σε λίγα χρόνια, εάν επιβαλλόταν μια τέτοια «λύση».

ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ

Με αυτά τα δεδομένα, η Κύπρος βρίσκεται κυριολεκτικά επί ξυρού ακμής. Η Βρετανική κυρίως διπλωματία έχει επιδοθεί σ’ έναν πραγματικό Μαραθώνιο, εμπλέκοντας και την ΕΕ, για να μη διαφύγει, τη φορά αυτή, η Κύπρος από τον διπλωματικό εγκλωβισμό, στον οποίο έχει επιτηδείως οδηγηθεί, με τη σημαία του ΟΗΕ.

Το διακύβευμα για τη Βρετανική διπλωματία είναι πολύ μεγάλο. Αφορά, κατά πρώτο λόγο, τη διασφάλιση των στρατηγικών της συμφερόντων σε μια περιοχή, η σημασία της οποίας έχει ενισχυθεί δραματικά από δύο νέους παράγοντες. Συγκεκριμένα, από την ανεύρεση μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή και από τη θεαματική άνοδο του Ισλαμισμού στον Αραβικό κόσμο.

Αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την προώθηση της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας στην Ευρώπη. Η επιδιωκόμενη «λύση» του Κυπριακού, στη βάση ενός δικέφαλου κράτους, θα μετέτρεπε από μόνη της την Κύπρο σε Δούρειο Ίππο της Τουρκίας στην Ευρώπη.

Η ψήφος και το βέτο της Κύπρου θα συναποφασίζονταν κατ’ ισομοιρίαν από τα δύο μέρη. Η Άγκυρα, με προκάλυμμα τους Τουρκοκυπρίους, θα έπαιρνε, άτυπα, θέση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Επιπλέον, όμως, η «λύση» του Κυπριακού θα ήρε το εμπόδιο της Κύπρου από τον δρόμο της Τουρκίας και θα το μετέτρεπε σε διπλωματικό χαρτί για την επιτάχυνση της ενταξιακής της διαδικασίας.

Η Βρετανική πολιτική συμπλέει στο θέμα αυτό πλήρως με την Αμερικανική πολιτική. Ισχυροί παράγοντες της τελευταίας πιστεύουν ότι η ενίσχυση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη είναι απαραίτητο αντιστάθμισμα στην ανησυχητική Ισλαμική ροπή της Τουρκίας.

Η Βρετανική διπλωματία έχει και έναν τρίτο, πολύ σοβαρό λόγο που υπαγορεύει την πολιτική της στο Κυπριακό: να διαμορφώσει στρατηγικούς όρους για ν’ αποκτήσει ισχυρό λόγο πάνω στο φυσικό αέριο της Κύπρου.

Υπενθυμίζεται ότι στο περιβόητο Σχέδιο Ανάν είχε μεριμνήσει να περιληφθεί πρόνοια για Βρετανικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, που γειτνιάζει με τις Αγγλικές βάσεις, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.

Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, επιδιώκει να μπει στο παιχνίδι του φυσικού αερίου μέσα από την προωθούμενη «λύση» και τη συγκυριαρχία των Τουρκοκυπρίων.

Ποιος θα ελέγχει και θα αποφασίζει για το φυσικό αέριο της Κύπρου, στο πλαίσιο μιας «λύσεως» που θα είχε τη μορφή δικέφαλου κράτους και στο οποίο το φυσικό αέριο θα ήταν ομοσπονδιακής αρμοδιότητας, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό στις διακοινοτικές συνομιλίες από την ελληνική πλευρά; Υπενθυμίζεται σχετικά η συμφωνία, στρατηγικής σημασίας, που έχει υπογράψει η Βρετανο-Ολλανδική εταιρεία SHELL με την Τουρκία για γεωτρήσεις στον κόλπο της Αττάλειας.

Η Βρετανική διπλωματία προσπαθεί επίσης να δελεάσει και το Ισραήλ προς την κατεύθυνση της πολιτικής της. Προβάλλει το επιχείρημα ότι η μεγαλύτερη πρόσδεση της Τουρκίας στην Ευρώπη και η στρατηγική συμμετοχή της στη νομή του φυσικού αερίου της Κύπρου, μέσω των Τουρκοκυπρίων, θα επηρεάσουν τη διεθνή τοποθέτησή της. Θα ανακόψει ειδικότερα τη φιλο-Ισλαμιστική της πορεία και θα οδηγήσει σε μετριασμό της εχθρότητάς της κατά του Ισραήλ.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Στις 16 Φεβρουαρίου πραγματοποίησε, για πρώτη φορά, επίσκεψη στην Κύπρο ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναταναήλ Νετανιάχου. Προηγήθηκε, λίγους μήνες πριν, επίσκεψη του Ισραηλινού Προέδρου Σιμόν Πέρες.

Η επίσκεψη Νετανιάχου συνέπεσε με τη δημοσίευση της διεθνούς προσκλήσεως της Κυπριακής Κυβερνήσεως για τον δεύτερο γύρο αδειοδοτήσεων για έρευνες στα άλλα οικόπεδα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.

Η Άγκυρα επεδόθη σε νέο κύκλο απειλών και προέβαλε απροκάλυπτα αξιώσεις σε πέντε οικόπεδα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Προβάλλει γι’ αυτό το γνωστό επιχείρημα των «δικαιωμάτων» των Τουρκοκυπρίων. Προβάλλει, ταυτόχρονα, τη θεωρία της ότι δήθεν τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ή ότι, σε κάθε περίπτωση, προέχει η ΑΟΖ της ηπειρωτικής γραμμής της Τουρκίας.

Υπενθυμίζεται σχετικά ότι στην πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψε η Άγκυρα με το ψευδοκράτος δεν αναγνωρίζει σ’ αυτό ΑΟΖ. Παραχωρεί μόνο, «γενναιόδωρα», χωρικά ύδατα 12 μιλίων, τα οποία αρνείται στο Αιγαίο, γιατί, κατά τον ισχυρισμό της, υπάρχουν εκεί «ειδικές συνθήκες».

Η επίσκεψη Νετανιάχου σηματοδοτεί τις στρατηγικές ανατροπές και τις νέες συγκλίσεις που έχουν επέλθει στην περιοχή και την ισχυρή δυναμική τους. Υπογραμμίζει όμως αφετέρου τις επικίνδυνες αντιφάσεις που υπάρχουν στην ακολουθούμενη πολιτική στην Κύπρο.

Οι απειλές της Τουρκίας έπεσαν στο κενό λόγω ακριβώς της στρατηγικής συγκλίσεως συμφερόντων μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, εξαιτίας των ενεργειακών αποθεμάτων στην ΑΟΖ των δύο χωρών αλλά και της ρήξεως μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ.

Αυτό όμως που δεν πέτυχε η Άγκυρα με τις απειλές θα το επιτύχει με έμμεση προσπέλαση, με διπλωματικά δηλαδή μέσα, συμπράττοντας με τους Βρετανούς για την επιβολή μιας λύσεως τύπου Σχεδίου Ανάν, αν όχι πολύ χειρότερης, που θα την καθιστούσε συγκυρίαρχο και ρυθμιστή των θεμάτων της Κύπρου, περιλαμβανομένου του φυσικού αερίου;

Το Ισραήλ συνέπλευσε στο παρελθόν με φιλοτουρκικές πολιτικές στην Κύπρο, με τελευταία την απόπειρα επιβολής του Σχεδίου Ανάν. Η κατάσταση όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Η Τουρκία έχει συνειδητά επιλέξει μια Νεο-Οθωμανική, φιλο-Ισλαμιστική πολιτική, που αποβλέπει στο μεγάλο στρατηγικό βάθος του Αραβικού και του Μουσουλμανικού κόσμου. Η άνοδος του πολιτικού Ισλαμισμού στον Αραβικό κόσμο επιτείνει την Ισλαμιστική ροπή της Τουρκικής πολιτικής. Η Τουρκία έχει, επίσης, έναν άλλο λόγο για να βλέπει ανταγωνιστικά το Ισραήλ.

Οι υπερφίαλες φιλοδοξίες της, που αναδύθηκαν από τη νέα αυτοπεποίθηση που της έδωσε η ταχύρυθμη οικονομική της ανάπτυξη και η Νεο-Οθωμανική της πολιτική, έρχονται σε σύγκρουση με την ισχύ του Ισραήλ στην περιοχή.

Η Άγκυρα γνωρίζει ότι η φιλοδοξία της, ειδικότερα, για ηγεμονία στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή από το Ισραήλ, που είναι η ισχυρότερη χώρα της περιοχής. Δεν θα γίνει αποδεκτή, άλλωστε, και από τις μεγάλες δυνάμεις, που έχουν παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, πλούσια τώρα και σε ενεργειακά αποθέματα.

Για τους λόγους αυτούς, που δεν είναι καθόλου προσωρινοί και ευμετάβλητοι, το Ισραήλ δεν θα ήθελε, σε καμιά περίπτωση, τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία, που θα ισοδυναμούσε με Μουσουλμανική περικύκλωση του Ισραήλ.

Έχει, αντιθέτως, προφανές ισχυρό συμφέρον για στρατηγική σύγκλιση και συνεργασία με την Κύπρο και την Ελλάδα, με δεδομένο ότι η συνεργασία αυτή δεν στρέφεται κατά των Αράβων αλλά κατά της Τουρκικής απειλής.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΟΖ

Η επίσκεψη Σαμαρά στην Κύπρο, στη συγκυρία αυτή, είχε ιδιαίτερα θετική σημασία από διάφορες απόψεις. Πρώτον, από την άποψη της παρουσίας της Ελλάδος, η οποία έγινε δυσδιάκριτη, κατά την τελευταία περίοδο, λόγω της βαθιάς κρίσεως στην οποία είναι βυθισμένη η χώρα.

Η παρουσία Σαμαρά, με την προοπτική του μελλοντικού πρωθυπουργού, άγγιξε τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται τόσο σε σχέση με τον διπλωματικό εγκλωβισμό της Ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό και την ανάγκη απαγκιστρώσεως όσο και με τις διεργασίες για τις Προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013.

Κατά δεύτερο λόγο, έστειλε μήνυμα παρουσίας της Ελλάδος στις αναπτυσσόμενες στρατηγικές συγκλίσεις με το Ισραήλ, οι οποίες επιβάλλεται, από κάθε άποψη, για λόγους κοινής εθνικής στρατηγικής, ν’ αντιμετωπισθούν μ’ ενιαίο, συντονισμένο τρόπο. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις όψεις της συνεργασίας στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, με δεδομένη την Τουρκική απειλή.

Κατά τρίτο λόγο, η επίσκεψη Σαμαρά στην Κύπρο συνοδεύθηκε από δηλώσεις για την ΑΟΖ της Ελλάδος, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, εφόσον παραπέμπουν εκ των πραγμάτων στο παράδειγμα της Κύπρου και στις νέες στρατηγικές συγκλίσεις στην περιοχή.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΕ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ

Η συχνότητα και η ποιότητα των Τουρκικών προκλήσεων σηματοδοτεί παγίως σχεδιασμούς της Άγκυρας για ντε φάκτο προώθηση των αξιώσεών της, με κλιμάκωση των ενεργειών της και των κατευθυνόμενων εντάσεων.

Το Καστελλόριζο είναι γνωστό ότι βρίσκεται στο επίκεντρο των άμεσων σχεδιασμών της, που συνδέονται με την ΑΟΖ και τις φιλοδοξίες της να επιβάλει, διά της αεροναυτικής ισχύος, τις διεκδικήσεις της σ’ ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή, μέχρι την Αιγυπτιακή ΑΟΖ, αγνοώντας το Καστελλόριζο και το σύμπλεγμα των άλλων μικρών Ελληνικών νησιών.

Οι τουρκικές προκλήσεις δεν περιορίζονται μόνο εκεί. Έχουν ως στόχο την αμφισβήτηση γενικά του status quo στο Αιγαίο, με «κρουαζιέρες» Τουρκικών πολεμικών σ’ όλο το Αιγαίο και, ειδικότερα, την αμφισβήτηση στοχευμένων περιοχών, που «διεκδικούνται» απροκάλυπτα ως δήθεν «γκρίζες ζώνες». Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική η κλιμάκωση που αντιπροσωπεύουν οι προκλήσεις στα ακριτικά νησιά Αγαθονήσι και Φαρμακονήσι.

Ενδεικτικές είναι επίσης οι προκλήσεις στο Βόρειο Αιγαίο, όπου οι Τουρκικές επιδιώξεις έχουν ως στόχο να σηματοδοτήσουν τις αμφισβητήσεις τους για την Ελληνικότητα του Αιγαίου και να προβάλουν την ιδέα της συμπαρουσίας και της συγκυριαρχίας. Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτή, σε μια συγκυρία μάλιστα κατά την οποία επείγει η ανάληψη πρωτοβουλιών για την ΑΟΖ, είναι η αποδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, με λογιστικού τύπου περικοπές των αμυντικών δαπανών.

Η άμυνα είναι πολύ ευαίσθητη υπόθεση, που απαιτεί σχεδιασμό, άτεγκτες ισορροπίες δυνάμεων και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Για όσους παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στον χώρο της εθνικής άμυνας, η κατάσταση αρχίζει να γίνεται δραματική. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει πολύ δυσάρεστες και μη αναστρέψιμες συνέπειες.

Μέσα στις συνθήκες αυτές, προκαλεί θλίψη η ανεύθυνη και άκριτη ρητορεία κατά των εξοπλισμών, είτε με αφορμή σκάνδαλα σ’ εξοπλιστικά προγράμματα είτε σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση.

Η άμυνα, εφόσον συνδέεται με άμεσα και ζωτικότατα εθνικά συμφέροντα, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι κόρη μιας αδήριτης ανάγκης. Πρέπει γι’ αυτό ν’ αντιμετωπίζεται μέσα από αυτό το πρίσμα, για να μην υποστούμε, πέρα από όσα υφιστάμεθα σήμερα, και άλλες απώλειες, που έχουν σχέση με τον Ελληνικό εθνικό χώρο και την ΑΟΖ.


Σχολιάστε εδώ