Διαδίκτυο – Απόρρητο – Εγκληματικότητα και προστασία των θυμάτων

Έχουμε κάθε μέρα δεκάδες θύματα, των οποίων μπορούμε να εξιχνιάσουμε τις υποθέσεις, αλλά δεν μας αφήνει ο νόμος…».

Τα λόγια αυτά αποτυπώνουν την αγωνία του διακεκριμένου επιστήμονα και αστυνομικού, προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Εμμανουήλ Σφακιανάκη, σε σχέση με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει στην προσπάθεια καταπολεμήσεως του ηλεκτρονικού εγκλήματος και παροχής βοηθείας στα θύματα αυτής της εγκληματικής δράσεως, και τα είπε στις 8-2-2012 σε ημερίδα με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ασφαλούς Πλοήγησης στο Διαδίκτυο.

Περιττό να σημειώσω ότι αξίζει ένα μεγάλο «εύγε» στον κ. Σφακιανάκη, γιατί αναλίσκεται και δίνει την ψυχή του προκειμένου ο πολίτης να τυγχάνει προστασίας. Όμως, η προσπάθειά του ή μένει ατελέσφορη ή η παρέμβασή του γίνεται με καθυστέρηση, παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι έχει την αμέριστη στήριξη των δικαστικών αρχών. Αυτό οφείλεται αφενός στο ατελές, αντιφατικό και ασαφές της υφισταμένης νομοθεσίας και αφετέρου σε παρεμβάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών και ιδία της ΑΔΑΕ. Η τελευταία δεν εννοεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει και λειτουργεί προεχόντως για την προστασία των δικαιωμάτων των σεβομένων την έννομη τάξη πολιτών και όχι των κινουμένων εκτός του περιγράμματος της εννόμου τάξεως.

Με την απειλή επιβολής προστίμων στους παρόχους των μέσων επικοινωνίας, απαγορεύει την παροχή στοιχείων στα όργανα της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, τα οποία ενεργούν ως προανακριτικοί υπάλληλοι, ακόμη και όταν υπάρχουν σχετικές παραγγελίες των εισαγγελικών αρχών. Και αυτό παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί τρεις γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (9/29-6-2009 Εισαγγελέως ΑΠ Γ. Σανιδά, 12/29-9-2009 Εισαγγελέως ΑΠ Ι. Τέντε, η οποία εκδόθηκε μάλιστα έπειτα από αίτημα της ΑΔΑΕ, και 9/2011 Αντεισαγγελέως ΑΠ Αθ. Κατσιρώδη), σύμφωνα με τις οποίες:

1) Το απόρρητο της επικοινωνίας δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου, διότι η μέσω του διαδικτύου επικοινωνία είναι επικοινωνία σε δημοσιότητα και όχι σε οικειότητα.

2) Οι πάροχοι των υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου (Internet) είναι υποχρεωμένοι να παραδίδουν στις εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως, την ημεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας ανεξάρτητης Αρχής και ιδία της ΑΔΑΕ.

Β. Παγίως γίνεται δεκτό από τη θεωρία ότι το υπό του άρθρου 19 του Συντάγματος θεσπιζόμενο απόρρητο της επικοινωνίας σκοπό έχει την προστασία της επικοινωνίας μέσα σε οικειότητα και όχι όταν η επικοινωνία γίνεται σε δημοσιότητα. Εξάλλου, η επικοινωνία μέσω του διαδικτύου (Internet) είναι εξ ορισμού επικοινωνία σε δημοσιότητα, αφού το διαδίκτυο είναι εξ ορισμού χώρος ελεύθερης έκφρασης και η δημιουργία ή άλλως η κατασκευή ιστοσελίδας σ’ αυτό είναι ελεύθερη σε οποιονδήποτε (απόρρητο στην επικοινωνία μέσω Internet μπορεί να υπάρξει μόνον εάν έχει χρησιμοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου, όπως π.χ. η δημιουργία απορρήτου προφίλ). Το ανωτέρω, δυστυχώς, δεν το αποδέχεται η ΑΔΑΕ, στηριζόμενη στο υπ’ αριθμ. 47/2005 ΠΔ, το οποίο εκδόθηκε έπειτα από αίτημά της και εισήγησή της και στο οποίο διαλαμβάνεται ότι στο υπό του άρθρου 19 του Συντάγματος προστατευόμενο απόρρητο περιλαμβάνεται και η επικοινωνία μέσω του διαδικτύου (Internet).

Η αντίθεση του άνω ΠΔ, αναφορικά με το ανωτέρω θέμα, προς το άρθρο 19 του Συντάγματος είναι κάτι περισσότερο από προφανής, ενώ εξάλλου το διάταγμα αυτό έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αφού ούτε από τις διατάξεις του Ν. 2225/1994 ούτε από τις διατάξεις του Ν. 3115/2003 παρέχεται εξουσιοδότηση να προσδιορισθεί με ΠΔ η έκταση του απορρήτου της επικοινωνίας και τι αυτό καλύπτει.

Παρά ταύτα η ΑΔΑΕ, με την απειλή επιβολής προστίμων, εξακολουθεί να απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας την παροχή στοιχείων στις ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, μεταξύ των οποίων και τα όργανα (προανακριτικοί υπάλληλοι) της Δίωξης Ηλεκτρονικού εγκλήματος. Τούτο κατά την ΑΔΑΕ είναι επιτρεπτό μόνον εάν πρόκειται περί των εγκλημάτων που προβλέπονται από τον Ν. 2225/1994 και προηγηθεί απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ή Δικαστηρίου.

Τα ανωτέρω βεβαίως ισχύουν μόνον στις περιπτώσεις που ισχύει το υπό του άρθρου 19 του Συντάγματος θεσπιζόμενο απόρρητο, το οποίο όμως, όπως αναφέρθηκε, δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου.

Γ. Σκοπός της υπάρξεως και λειτουργίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι αφενός η αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών και αφετέρου η καλόπιστη κριτική κυρίως της δράσεως των οργάνων και προσώπων που ασκούν εξουσία. Όμως, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, λειτουργούν επωνύμως.

Τούτο θα πρέπει να ισχύσει και για το διαδίκτυο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο πληροφόρησης ή κριτικής. Θα ήταν το ολιγότερο παράδοξο, για να μην πω ύποπτο, να υποστηρίζεται το αντίθετο.

Η ελευθερία του Τύπου αποτελεί την τέταρτη εξουσία σε μια δημοκρατική κοινωνία και είναι ένα από τα βασικά συστατικά της. Δημοκρατία, όμως, σημαίνει φως και διαφάνεια.

Αντιθέτως, η ανωνυμία, που είναι συνυφασμένη με τον ολοκληρωτισμό, σημαίνει έρεβος και σκότος. Σημαίνει κουκούλα. Όποιος συνεπώς αποδέχεται τη λειτουργία ανωνυμίας στα ΜΜΕ και κατ’ επέκταση και στο διαδίκτυο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο πληροφόρησης ή κριτικής, ουσιαστικά είναι εχθρός της δημοκρατίας, αφού αυτοθρόως αποδέχεται το σκότος αντί του φωτός, την κουκούλα αντί του καθαρού προσώπου. Το πόσο αξία έχει η χρήση του διαδικτύου να είναι επώνυμη και όχι ανώνυμη το έχουν αντιληφθεί τα δημόσια πρόσωπα και γενικότερα οι πολίτες οι οποίοι υπήρξαν θύματα εγκληματικής δράσεως των ανωνύμων, στους οποίους έτσι η ΑΔΑΕ, αλλά πολλές φορές και η Αρχή Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έρχεται αρωγός, αφού οι πάροχοι των Μέσων Επικοινωνίας αρνούνται να αποκαλύψουν τους δράστες. Συνέπεια του τελευταίου είναι ότι τα θύματα της, μέσω του διαδικτύου, εγκληματικής δράσεως των ανωνύμων στερούνται του υπό του άρθρου 20 του Συντάγματος προβλεπομένου δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, ενώ εξάλλου η Πολιτεία, στις περιπτώσεις που έχουν τελεσθεί αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα (άλλα πλην εκείνων στα οποία προβλέπεται η δυνατότητα άρσεως του απορρήτου με τον Ν. 2225/1994), στερείται της δυνατότητας διώξεως της εγκληματικής δράσεως και καθίστανται έτσι γράμμα κενό οι διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 96 του Συντάγματος. Περιττό εξάλλου να τονισθεί ότι η εγκληματική συμπεριφορά του ατόμου ούτε εμπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, ούτε καλύπτεται από αυτήν. Ούτε περαιτέρω η αποκάλυψη και η επιβεβαίωση της εγκληματικής συμπεριφοράς και του δράστη είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και παραβίαση των προσωπικών δεδομένων.

Δ. Ο τεχνικός πολιτισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον προς πραγμάτωση σκοπού. Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται, όταν τα αγαθά του τεχνικού πολιτισμού, με την ιλιγγιώδη μάλιστα σήμερα εξέλιξή του, υπηρετούν τον άνθρωπο και οδηγούν στην καλυτέρευση της ζωής και διαβίωσής του. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί τα αγαθά του τεχνικού πολιτισμού να μεταβάλλονται σε όπλα ηθικής ή ψυχικής εξόντωσης των συνανθρώπων ή σε όργανα για τη διευκόλυνση τέλεσης εγκλημάτων και σε καμία περίπτωση τα ίδια αγαθά δεν μπορεί να μεταβληθούν σε όργανα απαξίωσης και καταστροφής του ανθρώπου. Το διαδίκτυο (αλλά και η κινητή τηλεφωνία) αποτελούν αναμφιβόλως τα τελευταία μεγάλα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, αφού δίδουν τη δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με ήχο και εικόνα μεταξύ ανθρώπων που απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους ή την παροχή πληροφοριών στον χρήστη για οποιοδήποτε ζήτημα, εντός ελαχίστου χρόνου. Και όμως αυτό το επίτευγμα που είναι ευλογία μπορεί να καταστεί μάστιγα για τον άνθρωπο. Και μπορεί να καταστεί μάστιγα αν κάποιοι από τους χρήστες με ιδιόμορφη ψυχοσύνθεση, απορρέουσα από την ατέλεια και τα πάθη της ανθρώπινης φύσης, το χρησιμοποιούν ως όπλο για να εξοντώσουν ηθικά και ψυχικά τους συνανθρώπους τους ή ως όργανο και μέσο για την τέλεση εγκληματικών πράξεων. Είναι προφανές ότι οι τελευταίες αυτές περιπτώσεις είναι ξένες προς το απόρρητο των επικοινωνιών και τα προσωπικά δεδομένα, τα οποία προστατεύει η ελληνική (άρθρα 19 και 9Α του Συντάγματος κ.λπ.) αλλά και η διεθνής έννομη τάξη. Θα ήταν το ολιγότερο παράλογο υπό το πρόσχημα του απορρήτου των επικοινωνιών ή των προσωπικών δεδομένων να καλύπτεται η οποιασδήποτε μορφής εγκληματική δραστηριότητα οποιουδήποτε, και μάλιστα υπό τις ευλογίες ανεξάρτητων αρχών.

Ε. Ως επίμετρο των ανωτέρω και εν όψει του γεγονότος ότι η ύλη και το αντικείμενο των ανεξάρτητων αρχών είναι ύλη ή αντικείμενο που υπάγονται σχεδόν στο σύνολό τους στη Δικαιοσύνη (τακτική και διοικητική), θεωρώ ότι η Πολιτεία θα πρέπει να επαναφέρει όλη την πιο πάνω ύλη στα όργανα της Δικαιοσύνης, τα οποία από τη φύση τους είναι τεταγμένα στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Κατά την άποψή μου δύο, π.χ., ικανοί δικαστικοί λειτουργοί εν ενεργεία από τον δεύτερο βαθμό, με τη βοήθεια κάποιων από τους υπαλλήλους που παρέχουν σήμερα τη συνδρομή τους είτε στην ΑΔΑΕ είτε στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, θα μπορούσαν επιτυχώς να αντιμετωπίζουν όλα τα σχετικά ζητήματα. Έτσι, το Δημόσιο θα εξοικονομούσε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ (μισθώματα για ακίνητα όπου στεγάζονται οι Αρχές, αμοιβές μελών και υπαλλήλων κ.λπ.) στη σημερινή πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία για την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, χωρίς να μειωθεί στο ελάχιστο η δυνατότητα προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών αυτών. Άλλωστε, ούτως ή άλλως, οι αποφάσεις των ανεξάρτητων αρχών ελέγχονται εντέλει από τη Δικαιοσύνη (κυρίως τη διοικητική), ενώ οι καταγγελίες τους για τέλεση εγκλημάτων ελέγχονται και ερευνώνται από την Ποινική Δικαιοσύνη. Ποιος λοιπόν είναι ο σκοπός της εφευρέσεως και διατηρήσεως των ανεξάρτητων αρχών;


Σχολιάστε εδώ