O άλλος δρόμος εξόδου από την οικονομική κρίση. Επίθεση αντί άμυνας

Κρίσεις περάσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, μεγαλύτερη αυτή του 1985-87, μετά τις εκλογές του 1985, όταν ο λαός έδωσε την εντολή στο ΠΑΣΟΚ «για ακόμη καλύτερες μέρες». Τα διαθέσιμα του κράτους ήταν περί τα 300 εκατ. δολάρια. Και όμως! Με μια υποτίμηση του νομίσματος, έναν μικρό δανεισμό περί τα 3,00 δισ. δολάρια, με ένα τριετές πάγωμα των μισθών και μια αύξηση των επιτοκίων ξεπεράστηκε η κρίση, και μάλιστα ενωρίτερα. Και χωρίς «κούρεμα» χρέους οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης και οι αναμενόμενες εκλογές του 1989 οδήγησαν στη διακοπή εκείνης της οικονομικής πολιτικής ενωρίτερα απʼ ό,τι επιβαλλόταν.

Ποια η διαφορά τότε και τώρα; Τότε η χώρα-μέλος της ΕΟΚ είχε το δικό της εθνικό νόμισμα, τη δραχμή. Υπήρχε το ECU, όμως η δραχμή δεν ήταν σταθερά συνδεδεμένη με το ECU, κυμαινόταν σύμφωνα με τις αποφάσεις της κυβέρνησης, και η χώρα είχε πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος επρέσβευε την αρχή: «Η πολιτική καταξιώνεται όταν έχει ανατρεπτική πνοή».

Τώρα η χώρα είναι μέλος της ΟΝΕ, της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η οποία λειτούργησε μόνον ως νομισματική και ποτέ ως οικονομική ένωση. Η χώρα μας έχει κοινό νόμισμα, το ευρώ, χωρίς πολιτική εξουσία επʼ αυτού. Είναι ένα οθνείον νόμισμα, όπως παρατήρησε ο δημιοσιογράφος Κων. Κόλμερ.

Τώρα η χώρα δεν έχει κυριαρχία επί του ευρώ, δηλαδή έλεγχο της ποσότητας που κυκλοφορεί, του επιτοκίου, της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που είναι τα κύρια όπλα διεξόδου από την οικονομική κρίση.

Ο πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 2009 δεν ετόλμησε το ανατρεπτικό βήμα, έξοδο από την ΟΝΕ και επάνοδο σε εθνικό νόμισμα, δραχμή ή φοίνικα, ανεξάρτητο, οπότε μπορούσε να εφαρμοστεί πολιτική ανάλογη με του 1985.

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Ιωάννης Βαβούρας:

1. Εάν η Ελλάδα είχε το δικό της νόμισμα, δεν θα χρεοκοπούσε, στο μέτρο που τα δημόσια ελλείμματα θα καλύπτονταν με έκδοση νέου χρήματος (το οποίο βέβαια προκαλεί πληθωρισμό, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Η έκδοση νέου χρήματος για κάλυψη των ελλειμμάτων ουσιαστικά λειτουργεί ως μια μορφή φορολογίας, με διαφορετικές όμως αναδιανεμητικές επιπτώσεις και χωρίς να οδηγεί σε ύφεση. Στις χώρες με ανεξάρτητη νομισματική πολιτική το δημόσιο χρέος αποτελείται ουσιαστικά από το εξωτερικό χρέος.

2. Εάν είχαμε δικό μας νόμισμα, θα μπορούσαμε μεταβάλλοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, πράγμα που τώρα δεν μπορεί να γίνει (εξαιτίας της ΟΝΕ), με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα να βελτιώνεται αποκλειστικά μέσω της συρρίκνωσης του κόστους παραγωγής. Στη χώρα μας η συρρίκνωση του κόστους παραγωγής θεωρείται ότι επιτυγχάνεται μέσω του περιορισμού του εργασιακού κόστους. Ποτέ δεν δόθηκε έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας ή στην καινοτομία.

3. Ήταν γνωστό ευθύς εξαρχής ότι η ΟΝΕ δεν αποτελούσε έναν ενιαίο νομισματικό χώρο. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκαν τα διαρθρωτικά ταμεία. Όμως δεν αξιοποιήθηκαν κατάλληλα οι πόροι και η ελληνική οικονομία δεν συνέκλινε προς την κοινοτική. Οι διαφορές παραγωγικότητας έτσι παρέμειναν.

4. Ο περιορισμός των δημοσίων ελλειμμάτων μέσω της μείωσης των δαπανών για μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες οδηγεί αναπόφευκτα στον περιορισμό της ζήτησης και συνακόλουθα στην ύφεση, η οποία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη από το αίσθημα αβεβαιότητας που προκαλείται. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι μειώσεις, με τον τρόπο μάλιστα που έγιναν (προσδοκίες για άλλες περικοπές,) είχαν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να επιτείνουν ακόμη περισσότερο την ύφεση.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, εγκλωβισμένοι στην υφεσιακή πολιτική της εσωτερικής νομισματικής υποτίμησης, της μείωσης των δαπανών, προβαίνουν και σε ανακριβείς δηλώσεις, επιτείνοντας τον πανικό από τον οποίο φαίνεται να διακατέχονται, όπως «αγωνιζόμαστε κατά της υποτίμησης, η οποία θα ευνοήσει αυτούς που έβγαλαν τα χρήματά τους έξω με σκοπό να αγοράσουν τις περιουσίες της χώρας μπιρ-παρά». Πανικοβλημένοι, δείχνουν από τη μια να βραβεύουν αυτούς που άδειασαν τη χώρα από συνάλλαγμα και από την άλλη να αγνοούν ότι η ισοτιμία που θα καθοριστεί και ασφαλώς θα είναι και ως προς τα δύο νομίσματα, ευρώ και δολάριο, θα είναι η ίδια εδώ και έξω, σε όλες τις χώρες. Κι εδώ μπορεί να υπάρχουν καταθέσεις σε ξένο νόμισμα. Όσοι θα έχουν τα χρήματά τους εδώ θα απολαμβάνουν μεγαλύτερο επιτόκιο καταθέσεων, ενώ όσοι επαναφέρουν τα χρήματά τους θα καταβάλουν και φόρο αδικαιολόγητης εξαγωγής, 5%. Γιατί δεν υπήρξαν ζημίες από προηγούμενες υποτιμήσεις, όπως το 1985;

Αφήνουν να εννοηθεί κάτι χειρότερο για να δικαιολογήσουν τον πανικό τους: ότι μπορεί να υπάρξει κάποια διολίσθηση. Όταν τα πράγματα υπολογιστούν σωστά, διολίσθηση δεν υπάρχει και πάντως το επιτόκιο των καταθέσεων θα υπερκαλύπτει την τυχόν απώλεια. Χωρίς αμφιβολία, αν μετά τον καθορισμό της ισοτιμίας η Τράπεζα της Ελλάδος προσφέρει ειδική τιμή συναλλάγματος για διάστημα 15 ημερών, με εγγυημένη χρονικώς ισοτιμία και προείσπραξη των τόκων, αφθόνως θα εισρεύσει συνάλλαγμα.

Μύθος είναι η τάχα έλλειψη καυσίμων στη χώρα μας, που διαθέτει πέντε διυλιστήρια. Οι δαπάνες λειτουργίας αυτών υπερβαίνουν, ως αξία, το κόστος των καυσίμων που χρειαζόμαστε. Στροφή ολοταχώς, λοιπόν. Επίθεση αντί άμυνας.


Σχολιάστε εδώ