Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Καθώς η μια θύμηση ρυμουλκεί την άλλη, οι θολές αναμνήσεις μου, περιδιαβάζοντας στα παλιά, με φέρανε σε μια εποχή που το εμπόριο ήταν περιορισμένο και διάφορα προϊόντα της επαρχίας ήσαν δυσεύρετα, για να μην πούμε τελείως άγνωστα στην πρωτεύουσα. Αυτό δεν αφορούσε, φυσικά, τα είδη ευρείας καταναλώσεως, με τα οποία τροφοδοτούσαν την αθηναϊκή αγορά από την περιφέρεια οι χοντρέμποροι, αλλά μερικά καθαρά τοπικά προϊόντα, που παρέμεναν στον χώρο της παραγωγής τους και άρεσαν σε κάποιους περαστικούς που τα γεύτηκαν και αναζητούσαν τρόπο να τα βρούνε. Κι αν επρόκειτο να ταξιδέψουνε οι ίδιοι σε εκείνα τα μέρη, το πρώτο τους μέλημα φτάνοντας στον προορισμό τους ήταν να εκπληρώσουν την επιθυμία τους.

Σπάνια, όμως, ήταν τότε τα ταξίδια χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. Να ήσουν άρρωστος; Ναι! Είχες τη δικαιολογία να πας στα λουτρά για το συκώτι ή τους ρευματισμούς σου.

Και τη θεια σου την Αμερσούδα λογικό ήταν να τη φέρουν στην Αθήνα να κάνει εγχείρηση στα νεφρά της. Αλλά χωρίς να είσαι ετοιμοθάνατος ή φυγόδικος, έπρεπε να είσαι τρελός για δέσιμο για να πας στα άγρια ρουμάνια ν’ αγοράσεις… χορτόπιτα. Υπήρχε, βέβαια, και το ταπεινό επάγγελμα του παραγγελιοδόχου, που εφοδιασμένος με έναν χαρτοφύλακα γύρναγε ανά την επαρχία και συνέλεγε πληροφορίες για το… «status» των εκεί αντιπροσώπων. Πώς «στέκονται», δηλαδή, οικονομικά, αν ρέπουν στη χαρτοπαιξία ή στις αδηφάγες γκόμενες, ενώ συνάμα έπαιρναν φορτικά παραγγελίες και εισέπρατταν όσα μπορούσαν από μπαταξήδες πελάτες. Αυτοί, όμως, ήσαν τα θύματα όταν κάποιοι του κύκλου τους μάθαιναν για την «εξόρμησή τους» και τους αγγάρευαν να τους φέρουν το ποθούμενο είδος. Συνηθισμένη ήταν η ερώτηση, που την άκουγαν κι ανατρίχιαζαν: «Έμαθα, κυρ Θοδωράκη, πως πας στα Φάρσαλα. Τι θα μας φέρεις από κει;…». Και ο κυρ Θοδωράκης, για να μην τους χαλάσει το χατίρι, τσαλαβούταγε στις λάσπες να βρει μαγαζί ν’ αγοράσει «χαλβά Φαρσάλων».

Και η ιστορία επαναλαμβανόταν. Από τη Λάρισα και τον Τύρναβο φορτωνόταν τσίπουρο, που μια φορά έσπασε το μπουκάλι και βρωμοκόπαγε ολόκληρο το τρένο. Από τη Θεσσαλονίκη τού παραγγείλανε «τρίγωνα Πανοράματος» και «καριόκες». Καθυστέρησε να επιστρέψει, έδωσε τα τρίγωνα πολυκαιρισμένα, μπαγιάτικα. Τα φάγανε, τους έπιασε σούρντιση και του κόψανε την «καλημέρα», αφού πρώτα τον σκυλοβρίσανε.

Η μεγάλη του απορία ήταν γιατί ζητούσανε να φέρει και πράματα που κυκλοφορούσανε μπόλικα στην πρωτεύουσα. Διάολος τον έπιανε όταν του παραγγέλνανε να φέρει, π.χ., από τη Λαμία κουραμπιέδες ή χυλοπίτες. Αλλά ευγενής καθώς είναι, ποτέ δεν αρνείται. Έσκαγε όμως όταν την «παραγγελιά» που τους έφερνε ταλαιπωρημένος δεν την έβρισκαν του γούστου τους. Πολλοί, μάλιστα, του ζήταγαν και τα ρέστα: «Ρε Θόδωρε, σου φορτώσανε όλη τη σκαρταδούρα τους. Σε πιάσανε κορόιδο, ρε…». Ξεροκατάπινε ο Θόδωρος, ένιωθε ένοχος και φρόντιζε να επανορθώσει σε προσεχές ταξίδι του, αλλά και τότε λέγανε με το ζόρι «ευχαριστώ» και μέσα τους μουρμούραγαν.

Έτσι, εκτός από τον κύριο Θοδωράκη, όλοι οι περιοδεύοντες επαγγελματίες είχαν ταυτίσει τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδος με τα ιδιαίτερα προϊόντα τους. Το Άργος σήμαινε πεπόνια, η Κόρινθος σταφύλια, η Τρίπολη σκόρδα και η Καλαμάτα παστέλι και… μαντίλια. Τη Μανωλάδα τη συνδέσανε με το γιαούρτι, την Αράχωβα με τις βελέντζες, την Άρτα με τα πορτοκάλια και τα Γιάννινα με τυριά και ποδαράκια βατράχων. Φυσικά, ούτε στα μήλα του Βόλου απέστρεφαν το πρόσωπο ούτε στα χιώτικα γλυκά και στη μαστίχα, ούτε τη Σύρο με τα λουκούμια της αγνόησαν, ζητώντας τα φορτικά απ’ όσους νταραβερίζονταν με νησιά. Κι οι φουκαράδες τι να έκαναν; Τα αγόραζαν και τα κουβάλαγαν σαν χαμάληδες, αν και τα περισσότερα, εκτός από τα κάπως ιδιαίτερα, όπως, να πούμε, το λικέρ «Τίποτα», που το βρίσκεις μόνον στην Τρίπολη, υπήρχαν σε ποικιλία στην κεντρική αγορά της Αθήνας. Είναι γνωστό πως στις μέρες μας η συνήθεια του «Τι θα μας φέρεις;» έσβησε, καθώς η πληθώρα των ΙΧ και οι αυτοκινητόδρομοι μίκρυναν τις αποστάσεις και οι πόλεις είναι πια η μια κοντά στην άλλη, τις χωρίζει μονάχα ελάχιστη ώρα, ώστε το κάθε ξεχωριστό προϊόν να μπορεί ο καθένας να το γευτεί επιτόπου. Αλλά πόσοι, άραγε, τα ξέρουν αυτά τα προϊόντα και πόσα εξακολουθούν να υπάρχουν, και μάλιστα να είναι γνήσια;

Σίγουρα κανένας σύγχρονος δεν μπορεί να πιστέψει πως υπήρξε εποχή που κάποιοι τα λαχταρούσαν και έπρεπε να παρακαλέσουν όποιον πήγαινε στα μέρη παραγωγής τους να τους τα φέρει. Σήμερα περάσαμε στην άλλη όχθη. Η παγκοσμιοποίηση μας υποδούλωσε. Τα ισοπέδωσε όλα. Και το μόνο «ντόπιο προϊόν» που μας απόμεινε είναι η ψυχή μας…


Σχολιάστε εδώ