ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ

Το περιεχόμενο της συμφωνίας, ύστερα από ολονύχτιες διαπραγματεύσεις, μέσα στο γνωστό σκηνικό των πιέσεων της «τρόικας» και του εκβιαστικού διλήμματος «νέο Μνημόνιο και νέα δανειακή σύμβαση ή χρεωκοπία», συνοψίζεται σε μια σειρά νέων μέτρων σκληρής λιτότητας. Η ίδια δηλαδή συνταγή, σε πολύ ισχυρότερη δόση, της ακολουθούμενης γνωστής και αποτυχημένης πολιτικής.

Ορισμένα ερωτήματα και προβληματισμοί είναι αδυσώπητα. Το 2009 το χρέος ήταν 120% του ΑΕΠ. Όσο, δηλαδή, τίθεται σήμερα ως στόχος να είναι το 2020, ύστερα από μια δεκαετία αφάνταστης λιτότητας και δραματικής υποβαθμίσεως του επιπέδου ζωής του Ελληνικού λαού.

Πώς εξηγείται το «θαύμα», μετά την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής για τη «σωτηρία» της χώρας, το χρέος να έχει ήδη αυξηθεί στο 162% του ΑΕΠ και να θεωρείται απαραίτητο το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και η φτωχοποίηση των Ελλήνων για να ξαναγυρίσουμε στην αφετηρία του 2009;

Τι είδους πολιτική είναι αυτή και με ποια λογική θεωρείται απαραίτητη η συνέχιση και η κλιμάκωσή της, με το ίδιο επιχείρημα ότι είναι αναγκαία και τα ίδια εκβιαστικά διλήμματα; Ακόμη όμως και ο προβαλλόμενος στόχος της επιστροφής στην κατάσταση που ήταν η χώρα το 2009 είναι παραπλανητικός. Αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην αβεβαιότητα που θα εξακολουθήσει να υπάρχει, ακόμη και μετά την ενδεχόμενη ψήφιση από τη Βουλή του νέου Μνημονίου και της νέας δανειακής συμβάσεως, σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι η επιστροφή της χώρας στην κατάσταση του 2009 θα αφορά μόνο το ύψος του εξωτερικού χρέους σε σχέση προς το ΑΕΠ (120%).

Κατά τα άλλα, η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα. Με υποθηκευμένο ή ξεπουλημένο ήδη τον εθνικό της πλούτο. Με δεσμευμένη την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της. Με εξαθλιωμένο τον λαό της, βαθιά προσβεβλημένο και πληγωμένο στην εθνική του υπερηφάνεια.

Ακόμη όμως και τότε, το χειρότερο θα παραμείνει ως πιθανό ενδεχόμενο. Δεν αποκλείεται ο κίνδυνος της απροκάλυπτης χρεωκοπίας, μετά τη συγκεκαλυμμένη και ανομολόγητη χρεωκοπία που υφίσταται ήδη η χώρα με τη μορφή μιας άγριας εσωτερικής υποτιμήσεως.

Τόσος λοιπόν αγώνας και θυσίες, γιατί; Για «ένα πουκάμισο αδειανό»; Για ένα απλό είδωλο Ελένης;

ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΗ ΕΠΙΜΟΝΗ
ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ;

Στη νέα μνημονιακή, δανειακή σύμβαση, όπως και στην πρώτη, δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε ανάπτυξη και αναπτυξιακή πολιτική. Προφανώς, υπολαμβάνεται, με την ιδεολογία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, ότι η ανάπτυξη, υπό τις νέες συνθήκες, δεν είναι θέμα εθνικής οικονομίας και εθνικής οικονομικής πολιτικής. Είναι θέμα των αγορών και του διεθνούς κεφαλαίου. Αυτό επομένως που χρειάζεται, κατά τη λογική αυτή, είναι η κατεδάφιση κάθε δομής εθνικής οικονομίας και η δημιουργία ελκυστικών συνθηκών για επενδύσεις, με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας! Με μισθούς, δηλαδή, και όρους εργασίας που θα είναι «ανταγωνιστικοί» προς τους τριτοκοσμικούς μισθούς και τους όρους εργασίας των χωρών χαμηλού κόστους.

Προωθείται, δηλαδή, συνειδητά και συστηματικά, με αφορμή την κρίση χρέους, ο υποβιβασμός της χώρας στο επίπεδο των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η ευθύνη για το πολύ χαμηλό επίπεδο στις χώρες αυτές επιρρίπτεται στο πρώην κομμουνιστικό καθεστώς. Για την Ελλάδα, επιρρίπτεται στον μεγάλο δημόσιο τομέα και στην ανεπάρκεια του κράτους.

Ο κομψός τρόπος για να λες ψέματα, γράφει ο Αριστοτέλης, είναι να συγκαλύπτεις ένα ψέμα με μια αλήθεια και να υποκλέπτεις την προσοχή του συνομιλητή σου, υποβάλλοντας την ιδέα ότι, αφού το ένα είναι αλήθεια, τότε είναι και το άλλο.

Όλοι γνωρίζουμε τις εσωτερικές αδυναμίες της χώρας. Όλοι αναγνωρίζουμε την ανάγκη να γίνουν οι αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις για την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την εξυγίανση του δημόσιου τομέα.

Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι ο υποτιθέμενος «εκσυγχρονισμός» χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό σύνθημα και ως ιδεολογικό προκάλυμμα για την προώθηση στη χώρα της πολιτικής του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, με πρόσχημα τη συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ταύτιση της τελευταίας με τις παραπάνω πολιτικές.

Οι κυβερνήσεις Σημίτη πρωταγωνίστησαν προς την κατεύθυνση αυτή. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο να προάγουν απροκάλυπτα, ως «διεθνιστική προοδευτική» πολιτική, την εθνική αποδόμηση της χώρας, παρουσιάζοντας το εθνικό κράτος ως ιστορικά παρωχημένο! Να διακηρύσσουν επίσης ως στόχο την καταστροφή ουσιαστικά της θαυμαστής εθνικής συνοχής της χώρας και τη μετάλλαξή της σε «πολυπολιτισμική» κοινωνία, με συνθήματα όπως εκείνο το γνωστό: «Η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική»! Η κυβέρνηση Καραμανλή που ακολούθησε, υπό την πολιτική και ιδεολογική επίδραση των ίδιων κραταιών διεθνών κέντρων, δεν ανέστρεψε στην ουσία τους τις πολιτικές του Σημιτισμού, με σχετική εξαίρεση τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Η προηγούμενη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ανέλαβε να ολοκληρώσει το αποδομητικό έργο του Σημιτισμού, παρουσιάζοντας την κατεδάφιση των εθνικών δομών της Ελληνικής οικονομίας και το ξεπούλημα του εθνικού της πλούτου ως «νέο» αναπτυξιακό μοντέλο. Απέφυγε, στο πνεύμα αυτό, να προτείνει οποιονδήποτε εθνικό αναπτυξιακό σχεδιασμό, που είναι τόσο απαραίτητος για την έξοδο της χώρας από την κρίση και το μέλλον της, και προέβαλε την ιδεολογία ότι η ανάπτυξη θα προέλθει από την πλήρη νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση και παγκοσμιοποίηση της Ελληνικής οικονομίας. Κανένας, δηλαδή, εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός.

Αντιλαμβάνεται κανείς τους κινδύνους που διατρέχει η χώρα, υπό τις συνθήκες αυτές, μέσα σε μια Ευρώπη που έχει εκτραπεί από τις αρχικές της διακηρύξεις και μέσα σ’ έναν κόσμο στον οποίο παραμένει ακόμη κυρίαρχος, τουλάχιστον στη Δύση, ο άγριος χρηματιστικός καπιταλισμός ενός απορρυθμισμένου και ασύδοτου διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΕΥΡΩΠΗ
ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΥΤΕΣ;

Η έκταση που έχει πάρει η κρίση στην Ελλάδα, με τις στρατιές των ανέργων, των φτωχοποιημένων, των αστέγων και των πεινασμένων, θυμίζει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και πολέμου.

Είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε μια χώρα που περιλαμβάνεται στις πρώτες 28 πλουσιότερες χώρες του κόσμου και είναι χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως;

Είναι δυνατόν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία αλλά και η πολύ βιομηχανική Ιταλία, να αντιμετωπίζουν, σε μικρότερη ένταση, παρόμοια προβλήματα;

Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο εσωτερικό. Έχει επίσης άμεση σχέση με την κατεύθυνση που έχει πάρει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση και με την απομάκρυνση της τελευταίας από τις αρχικές της διακηρύξεις για κοινή πορεία και κοινό μέλλον των Ευρωπαϊκών λαών.

Σε μια πραγματική Ένωση, οι χώρες-μέλη δεν μπορούν να λειτουργούν μεταξύ τους με όρους διεθνούς ανταγωνισμού.

Λειτουργούν εσωτερικά με κοινές πολιτικές και με βάση τις αρχές της συγκλίσεως, της συνοχής και της αλληλεγγύης. Κατοχυρώνονται επίσης έναντι των τρίτων με πολιτικές προτιμήσεως, όπως ήταν η αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως. Η τελευταία ήταν καθοριστική ιδρυτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και διασφάλιζε ένα ελάχιστο όριο προστασίας και ενθαρρύνσεως της Ευρωπαϊκής παραγωγής. Υπεράσπιζε επίσης, κατά προέκταση, ένα ορισμένο επίπεδο ζωής και κοινωνικού κράτους. Η αναίρεση της αρχής αυτής, με την άκριτη αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη θεσμοθέτηση ενός ακραίου, διεθνοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, άλλαξε ουσιαστικά τη βάση της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως. Κατέστησε πρωταγωνιστή το υπερσυγκεντρωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο και τις αγορές, εις βάρος της πολιτικής εξουσίας των κρατών και των λαών.

Υπονόμευσε επίσης την ισοτιμία της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση των κρατών-μελών, αντίθετα με τις διακηρύξεις και τις καταστατικές αρχές. Εφόσον αναδεικνύεται σε πρωταρχικό παράγοντα η οικονομική και ανταγωνιστική ισχύς κάθε κράτους-μέλους και διαμορφώνεται η πολιτική του με όρους διεθνούς ανταγωνισμού, εκτός οποιουδήποτε συλλογικού Ευρωπαϊκού πλαισίου, τα συμφέροντά του αντιτίθενται σε κάθε ιδέα εσωτερικής συγκλίσεως και συνοχής γιατί αυτό υπολαμβάνεται ως απορριπτέα πολιτική μεταφοράς πόρων.

Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται επίσης δυσκολότερη η διαμόρφωση κοινών πολιτικών, εφόσον οι τρίτες αγορές αντιμετωπίζονται μέσα από το εγωιστικό πρίσμα του ιδιαιτέρου συμφέροντος κάθε χώρας-μέλους.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνανάπτυξη των χωρών-μελών γίνεται προβληματική και το χάσμα αναπτύξεως μεταξύ τους μεγαλώνει αντί να μειώνεται. Η συμμετοχή, υπό τους όρους αυτούς, στην κοινή Ευρωπαϊκή αγορά γίνεται άνιση. Οι πιο αδύναμες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη συναντούν σ’ αυτή τον σκληρό ανταγωνισμό φθηνών προϊόντων τρίτων χωρών, που κατακλύζουν ταυτοχρόνως και την εσωτερική τους αγορά και καταστρέφουν την παραγωγή τους.

Οι τάσεις αυτές επιδεινώθηκαν με την πρωθύστερη εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος, πριν δηλαδή από την ουσιαστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από το γεγονός επίσης ότι το κοινό νόμισμα και οι όροι με τους οποίους λειτουργεί δεν ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες ανάγκες όλων των χωρών-μελών, λόγω της διαφορετικής δομής της οικονομίας τους και του διαφορετικού επιπέδου αναπτύξεως και ανταγωνιστικότητας στο οποίο βρίσκονται.

ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ;

Πού οδηγεί τελικά η πολιτική αυτή; Σε διαίρεση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σε χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και παραπομπή του στόχου της συγκλίσεως και της συνοχής στις ελληνικές καλένδες; Σε εξάρτηση των δευτέρων χωρών από τις πρώτες με μορφές που δεν θα απέχουν πολύ από το καθεστώς αποικίας; Με υποθήκευση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας τους, έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών τους πόρων και χρησιμοποίησής τους ως Ευρωπαϊκής ζώνης χαμηλού κόστους παραγωγής; Η τελευταία θα αξιοποιείται, όπως συμβαίνει ήδη με τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ισχυρού Ευρωπαϊκού πυρήνα.

Η χαλάρωση του πνεύματος της Ευρωπαϊκής συνοχής και αλληλεγγύης και ο αδυσώπητος διεθνής ανταγωνισμός, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, εκτρέφουν τον οικονομικό εγωισμό και την υπεροψία της ισχύος και δημιουργούν κινδύνους για παλινδρόμηση σε ηγεμονισμούς του παρελθόντος, που πληρώθηκαν πολύ ακριβά από όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Αναρωτήθηκε κανείς πού μπορεί να οδηγήσει η διάψευση των ελπίδων που γέννησε η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως; Αν προβληθεί ως προοπτική, για άδηλο χρόνο, η μείωση του βιοτικού επιπέδου, η ανεργία, η κοινωνική πόλωση, ο δραματικός περιορισμός του κοινωνικού κράτους και η ζοφερή προοπτική για τους νέους; Αναρωτήθηκε ακόμη κανείς τι θα γίνει αν προστεθούν σε όλα αυτά ο φόβος για την απώλεια της πατρίδος του καθενός, η εθνική αλλοτρίωση, η εθνική προσβολή και ταπείνωση και η ουσιαστική κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας;

Ήδη, η πολιτική που έχει επιβληθεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Γερμανία και την καγκελάριό της προεικονίζει μια ηγεμονική θέση της χώρας αυτής στην Ευρώπη, που δεν θα μείνει χωρίς έντονες αντιδράσεις.

Πρώτος ύποπτος σ’ αυτό είναι, βεβαίως, η Μ. Βρετανία, που δρέπει από μια άποψη τους καρπούς της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, για την επιβολή της οποίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστάτησε από κοινού με τις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή εξυπηρέτησε άριστα τελικά τη Γερμανία, όπως και, στην άλλη πλευρά του κόσμου, για διαφορετικούς λόγους, την Κίνα.

Με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που συγχέει τον ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό και την ενδοευρωπαϊκή αγορά με τον διεθνή ανταγωνισμό και την παγκόσμια αγορά, οι Ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της Γερμανίας χαλαρώνουν και περιορίζονται, εφόσον οι πλούσιες χώρες, στο πλαίσιο μιας χαλαρής και ανολοκλήρωτης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεν έχουν την ευθύνη να σηκώσουν το βάρος συνεκτικών Ευρωπαϊκών πολιτικών, με στόχο τη συνανάπτυξη, την εσωτερική συνοχή και τη σύγκλιση. Αντιθέτως, επωφελούνται από την ισχυρή τους θέση για να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό και να κατακτήσουν πλεονεκτική θέση στις ανοικτές διεθνείς αγορές, χωρίς να δεινοπαθούν ιδιαίτερα από τις εξαγωγές φθηνού κόστους από τρίτες χώρες. Από τις τελευταίες πλήττονται περισσότερο οι λιγότερο ανταγωνιστικές Ευρωπαϊκές χώρες, που παράγουν προϊόντα με μικρή προστιθέμενη αξία.

Χώρες όπως η Γερμανία επωφελούνται επίσης από το κοινό νόμισμα για να κατακτήσουν πλεονεκτική θέση στις πιο αδύναμες Ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο να αξιοποιήσουν για δικό τους όφελος τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους και να τις εντάξουν στη δική τους παγκόσμια στρατηγική.

Η ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΤΟΝ ΓΑΛΛΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΑΞΟΝΑ

Ερωτήματα προκαλεί από την άποψη αυτή η νέα μορφή που παίρνει ο Γαλλο-Γερμανικός άξονας και η νέα ισορροπία που διαμορφώνεται σ’ αυτόν, με προέχουσα τη θέση της Γερμανίας. Η εξέλιξη αυτή είναι αντίθετη με αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, όταν η Γαλλική πολιτική υπεροχή ήταν δεδομένη και αποδεκτή.

Η εξήγηση βρίσκεται στη διαρροή αρκετού χρόνου μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, που επέτρεψε σταδιακά στην τελευταία να ενισχύσει την πολιτική της αυτοπεποίθηση και να την εκδηλώσει σε συμμετρία με το πολύ μεγαλύτερο οικονομικό της βάρος.

Ο καγκελάριος Βίλλυ Μπραντ συνήθιζε στο παρελθόν να λέει ότι η Γερμανία είναι ένας οικονομικός γίγαντας, αλλά ένας πολιτικός νάνος. Έχει παρέλθει πια αυτή η εποχή και η Γερμανία, ιδίως μετά τον προηγούμενο καγκελάριο Σρέντερ, παραμέρισε το σύνδρομο της διακριτικής πολιτικής παρουσίας και διεκδικεί απροκάλυπτα πρώτο λόγο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανάλογο με το οικονομικό της βάρος. Η Γαλλία αναμφισβήτητα δυσφορεί. Την ανάγκην όμως φιλοτιμίαν ποιούμενη, συμπράττει στην αναμόρφωση του Γαλλο-Γερμανικού διδύμου, αναγνωρίζοντας ότι με δεδομένη την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, η Γαλλο-Γερμανική συμπόρευση είναι μονόδρομος για τη Γαλλία.

Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ένα άρθρο στη Γαλλική εφημερίδα «Le Figaro», στις 7 Φεβρουαρίου, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής σε σχέση με την ανεπιφύλακτη υποστήριξη που έδωσε η Γερμανίδα καγκελάριος στον σημερινό Πρόεδρο και υποψήφιο στις προσεχείς εκλογές Νικολά Σαρκοζί: «Υπάρχει», λέει, «σήμερα ένα νέο δεδομένο στην Ευρώπη. Είναι το περίφημο Γερμανικό μοντέλο, που βασίζεται στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και στη δημοσιονομική λιτότητα. Το μοντέλο αυτό επιβάλλεται ως το μόνο βιώσιμο σε μια ήπειρο που είναι ανοικτή στους ανέμους της παγκοσμιοποίησης. Η Γαλλία είναι ελεύθερη να το μιμηθεί ή να το απορρίψει». Αναφερόμενο το άρθρο παρακάτω στον σοσιαλιστή υποψήφιο Φρανσουά Ολλάντ, σημειώνει: «Είναι ελεύθερος ο Φρανσουά Ολλάντ, εάν εκλεγεί, να γυρίσει την πλάτη στο Γερμανικό μοντέλο. Δεν πρέπει όμως να ελπίζει ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, θα έχει αρμονικές σχέσεις με το Βερολίνο».

Υπενθυμίζει επίσης σχετικά ότι το αδελφό Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD δεν υποστηρίζει ούτε τις 35 ώρες εργασίας την εβδομάδα ούτε την επιστροφή της συντάξεως στα 60, όπως υποστηρίζει το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΗΣ

Είναι φανερό ότι η πολιτική της παγκοσμιοποίησης επηρεάζει ολόκληρη την Ευρώπη και μεταλλάσσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα ως ασθενής κρίκος, που δέχεται πρώτη τις μεγαλύτερες πιέσεις από την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, είναι πεδίο δοκιμής. Οι πολιτικές που δοκιμάζονται εδώ, με έναν ορυμαγδό προπαγάνδας για την επίρριψη των ευθυνών στην ίδια την Ελλάδα για όσα υποφέρει, προεικονίζουν μια γενικότερη νέα οικονομική, κοινωνική και πολιτική τάξη στην Ευρώπη.

Η Ελλάδα διέπραξε μέχρι τώρα, στο πρόσωπο των ανάξιων ηγεσιών της, ανεπίτρεπτα σφάλματα, που την έχουν φέρει σήμερα σε δεινή θέση. Το καλύτερο που είχε να κάνει το 2009 ήταν μια συναινετική αναδιάρθρωση του χρέους της, της τάξεως του 30%. Δεν θα είχε καμιά ανάγκη ούτε να προσφύγει στο ΔΝΤ ούτε να υποστεί τα όσα σήμερα υφίσταται. Θα αρκούσε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, συζευγμένη σωστά με μια αναπτυξιακή πολιτική. Το δίλημμα σήμερα είναι ανάλογο, αλλά υπό πολύ χειρότερους όρους και εκβιαστικά διλήμματα. Το κριτήριο πρέπει να είναι η πραγματική βιωσιμότητα του χρέους, η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της χώρας και το εθνικό μέλλον του Ελληνικού λαού. Με αυτό το κριτήριο πρέπει να δώσουν την ψήφο τους όσοι καλούνται να ψηφίσουν ή να απορρίψουν το νέο Μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση.


Σχολιάστε εδώ