Οι γερμανικές επανορθώσεις και τα κατοχικά δάνεια 1941 – 1944

Και προσθέτει: «Η Γερμανία θα έπρεπε για λόγους αλληλεγγύης να απορροφήσει ολόκληρο το χρέος της Ελλάδος, χρηματοδοτώντας τη χώρα αυτή με επιτόκιο 3-4% και με αντάλλαγμα η Ελλάδα να προχωρήσει τις απαραίτητες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».

Αναζητώντας στοιχεία στο πλαίσιο μιας έρευνας για τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής 1941 – 1944, ο Θεός με βοήθησε, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, να πέσω σε ένα βιβλίο-λαχείο για την τύχη μου. Ήταν το βιβλίο του Άγγελου Αγγελόπουλου, ακαδημαϊκού, διεθνούς φήμης οικονομολόγου, με τίτλο: «Απ’ την Κατοχή στον Εμφύλιο».

Ο Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος είναι διεθνώς γνωστός οικονομολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος πολλών διεθνών ινστιτούτων, από το 1975 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ από το 1974 έως το 1979 χρημάτισε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Το 1944, τον τελευταίο κρίσιμο χρόνο της Κατοχής, διετέλεσε υπουργός των Οικονομικών της ΠΕΕΑ και ακολούθως υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνης Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, γι’ αυτό οι απόψεις του και εκτιμήσεις του για την ταραγμένη εκείνη εποχή είναι ιδιαίτερα σημαντικές και ενδιαφέρουσες.

Ιστορικό και διαδρομή
των κατοχικών δανείων
την περίοδο 1941-1944

Τα κατοχικά δάνεια είναι το μεγαλύτερο και πιο επώδυνο πρόβλημα της νεώτερης Ελλάδος, που ίσως οι νεώτεροι Έλληνες να το αγνοούν. Είναι πρόβλημα που αποτέλεσε πληγή για την ελληνική οικονομία και πλήγμα στον ελληνικό λαό, επηρεάζοντας τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Όπως ομολόγησε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας του Γ’ Ράιχ δρ Φουνκ, «Η Ελλάδα δοκίμασε τα δεινά του πολέμου με συνέπειες όπως καμία ίσως άλλη χώρα».

Η φοβερή αφαίμαξη της χώρας για να πληρώνονται μηνιαίως τα έξοδα του στρατού κατοχής κι ο πληθωρισμός που ακολούθησε ανάγκασαν τους ίδιους τους κατακτητές να δεχθούν ότι θα έπρεπε ένα τμήμα των εξόδων κατοχής να το επιστρέψουν, υπό τον τύπο «δανείου», μετά το τέλος του πολέμου. Έτσι, η συμφωνία της Ρώμης, στις 14 Μαρτίου 1942, μεταξύ Ελλάδος, Γερμανίας και Ιταλίας, προέβλεπε τη μορφή του “δανείου” για τα επιπλέον των εξόδων κατοχής ποσά που θα ελάμβαναν οι κατοχικές δυνάμεις απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Στο άρθρο 4 της Συμφωνίας καθορίζετο ότι «η οριστική ρύθμιση των καταβολών αυτών δύναται να λάβει χώραν αργότερα».

Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ποσά αυτά είναι δάνεια κι οι αρχές κατοχής ξεχώριζαν τα έξοδα κατοχής, με τα οποία επεβαρύνετο το ελληνικό Δημόσιο, και τις πιστώσεις που χρεώνονταν οι κυβερνήσεις Γερμανίας – Ιταλίας, και αποδέχθηκαν ότι η οριστική τακτοποίηση των οφειλών τους στην Ελλάδα θα βασιζόταν στην τιμαριθμική αξία της δραχμής τον χρόνο εξόφλησης, ο δε πληρεξούσιος του Γ’ Ράιχ με «ρηματική του διακοίνωση στην ελληνική κατοχική κυβέρνηση ανέφερε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να μεριμνά για την επάρκεια χαρτονομίσματος για τον στρατό κατοχής, μέχρι του ποσού των 25 εκατομμυρίων μάρκων», που σημαίνει ότι υπήρχε συμφωνία υπολογισμού του ποσού σε μάρκα, που θα μετατρέπονταν σε δραχμές, το νόμισμα της κατεχόμενης χώρας.

Το 1964 η Δ. Γερμανία
αναγνωρίζει το χρέος
του Γ’ Ράιχ

Αφήνω στη συνέχεια τον ίδιο τον συγγραφέα Άγγ. Αγγελόπουλο να συνεχίσει την εξιστόρηση των κατοχικών δανείων (που τα έζησε): «Με την ευκαιρία συμμετοχής μου σε διεθνές συνέδριο στη Δ. Γερμανία το 1964, η τότε κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου μου ανέθεσε να έλθω σε επαφή με τους Γερμανούς και να ανακινήσω το θέμα του κατοχικού δανείου. Συνάντησα -συνεχίζει- δύο στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τους Φ. Ντε Λα Κρουά και τον Ράινχαρτ. Ιδού η απάντησή τους: «Η Γερμανία αναγνωρίζει κατ’ αρχήν (!) την απαίτηση της Ελλάδος, “ΑΛΛΑ” στηριζομένη στο άρθρο 3, παρ. 3 της Συμφωνίας του Λονδίνου (27-2-1953), που έχει αποδεχθεί και η Ελλάδα, αρνείται οποιαδήποτε εξέταση του θέματος μέχρι να ρυθμιστεί το όλον πρόβλημα, που θα γίνει “με την υπογραφή οριστικής Συνθήκης Ειρήνης”».

Με υπολογισμούς του 1967 οι γερμανικές οφειλές υπολογίζονταν σε 45 εκατ. χρυσές λίρες ή σε 13 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Κλείνοντας την εξιστόρησή του (μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του), δηλώνει ξεκάθαρα ότι καμία ελληνική (μετακατοχική) κυβέρνηση δεν τόλμησε να διεκδικήσει επίσημα τις οφειλές των Γερμανών και των Ιταλών προς την Ελλάδα, ενώ εκείνοι έχουν αναγνωρίσει τις οφειλές τους, αλλά δεν καταδέχθηκαν να βάλουν το χέρι στην τσέπη τους γιατί, ατυχώς, η Ελλάδα είναι μικρή και ανίσχυρη με ηγέτες που κρύβουν τις διεκδικήσεις της κάτω από το χαλί».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΘ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ


Σχολιάστε εδώ