Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Βρέθηκε και μια φορά λυμένος και, καθώς ο Καραποστόλης πέρναγε αμέριμνος, ο Μούργος προτίμησε «αντί λόγων τη δράση» και, χωρίς ούτε καν να γρυλίσει, χίμηξε στα ύπουλα και τον άρπαξε απ’ το μπατζάκι. Έτσι οι δυο γείτονες συστήθηκαν στο τμήμα, δίχως ν’ ανταλλάξουνε ούτε ένα τυπικό «χαίρω πολύ».
Μια σατανική σύμπτωση, όμως, λίγες μέρες αργότερα έκανε τις σχέσεις τους να συσφιχθούν κάτω από παράξενες συνθήκες. Βαρύς και βλοσυρός ο Χατζηγιώργης, με πένθος στο μανίκι, παρακολουθούσε τη νεκρώσιμη ακολουθία συγγενούς του. Λίγο πριν ακουστεί το «αιωνία του η μνήμη», εισέβαλε πιλαλάτος ο Καραποστόλης με τη μελανηφορούσα σύζυγό του κρατώντας ένα μπουκετάκι ζουμπούλια. Έχοντας μπερδέψει προφανώς τις εκκλησίες, βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε είκοσι άγνωστους τεθλιμμένους, ενώ 39 ερευνητικά μάτια (ο ένας ήταν μονόφθαλμος) είχαν καρφωθεί επάνω του. Ο Χατζηγιώργης, που τον αντελήφθη κοντά στα αδημονούντα «κοράκια», τον πλησίασε τείνοντας διστακτικά το χέρι για να τον συλλυπηθεί. Ξαναμμένος από το τρεχαλητό, την αγωνία της καθυστέρησης και το άγνωστο περιβάλλον, έβγαλε το μαντίλι, σκούπισε τον ιδρώτα του και παρατώντας τις τσιριμόνιες, αντί για το κλασικό «ζωή σε λόγου σου», βρυχήθηκε: «Ποιανού κερατά η κηδεία είναι; Δεν είναι του Παπαφώτη;». Ο Χατζηγιώργης κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κουβέντα στην κουβέντα με τη μακάβρια παρεξήγηση έσπασε ο πάγος και αναπτύχθηκε φιλία μεταξύ τους. Τελικά γινήκανε αχώριστοι, «νύχι-κρέας», όπως λένε οι ευπρεπείς, ή «το βρακί με το περιεχόμενό του», κατά τους χυδαιολόγους…
Έτσι, ήρθαν απόψε οι Χατζηγιώργηδες βεγγέρα στους Καραποστολαίους. Βρισκόμαστε στα 1948, τότε που έγινε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ένα ρομάντζο αντιστασιακό, η «Άννα Ροδίτη», γυρισμένο στη Ρόδο, προβάλλεται με επιτυχία στους αθηναϊκούς κινηματογράφους, με πρωταγωνιστές τη νεαρούλα Καίτη Πάνου, που ίσως είναι το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, και τον φανταχτερό «ζεν πρεμιέ» Λάμπρο Κωνσταντάρα, που καμιά σχέση δεν έχει με τον μετέπειτα μεσήλικα… «τζαναμπέτη» της οθόνης. Το τραγούδι της ταινίας «Κι αν μου φύγεις και σε χάσω…» είναι το σουξέ της εποχής. Μαζί, τα… θαλασσινά άσματα «Ένας λύκος καπετάνιος απ’ τη Σύρο», που το αποδίδει η Μαίρη Λω, και το «Βίρα τις άγκυρες» κυριαρχούν στο μουσικό στερέωμα. Παρά τις δυσκολίες εκείνων των χρόνων, η επιθυμία για ξέσκασμα ύστερα από τα μαύρα χρόνια θανάτου και στερήσεων, το κλίμα, σπρώχνει όσους έχουν τη δυνατότητα να πεταχτούν μέχρι τη Ρόδο τουρίστες. Να αποθαυμάσουν όσα με λυρικές περιγραφές διηγούνται οι τυχεροί που προηγήθηκαν, και τελικά γίνεται τόπος προσκυνήματος. Αν και επισήμως η ένωση έγινε τρία χρόνια μετά την απελευθέρωσή τους, τα Δωδεκάνησα για ένα μεγάλο διάστημα βρίσκονται κάτω από ένα «μεσοβέζικο» καθεστώς. Ειδικά στον τελωνειακό τομέα. Αυστηροί έλεγχοι και φόροι στους επιστρέφοντες στην Ελλάδα που φεύγουνε φορτωμένοι με σουβενίρ. Και διπλός έλεγχος κατά την άφιξή τους στον Πειραιά, μπας και ξεφύγει κανένας λαθρέμπορας…
Ανάμεσα στους αμέτρητους εκδρομείς ήταν και οι Χατζηγιώργηδες, που επιστρέφοντας ήρθαν με τα δωράκια τους επίσκεψη στους Καραποστολαίους, να τους δείξουν φωτογραφίες και να περιγράψουν τις παραμυθένιες μέρες που ζήσανε σ’ αυτόν τον παράδεισο. Τα δώρα ήταν παρόμοια με εκείνα που φέρνανε όλοι. Στη κυρία Γιολάντα χάρισαν μια πτυσσόμενη χαριτωμένη ομπρελίτσα, που της προκάλεσε μεγάλη χαρά. Συνηθισμένοι με τις κλασικές ομπρέλες που πουλούσε ο Τσολάκης στην Αιόλου, γοητεύονταν οι περιηγητές μόλις βλέπανε τις φίνες ιταλικές με τον λεπτό σκελετό και το δερμάτινο χερούλι, και ιδιαίτερα τις κομψές γυναικείες, που ανέδιδαν θηλυκότητα. Και όλες, μέσα σε μια πάνινη ή δερμάτινη θήκη. Αγγάρευαν τότε όσους πήγαιναν στη Ρόδο να τους αγοράσουν ομπρέλα. Τη φορτώνονταν δεμάτι μαζί με τις δικές τους και είχανε ντράβαλα με τους τελωνειακούς στον Πειραιά. Το άλλο, πιο θεσπέσιο δώρο στους Καραποστολαίους ήταν ένα παράξενο ποτό που γίνεται μονάχα στη Ρόδο: το Κοριαντολίνο! Ήταν φανταστικό. Μέσα σ’ ένα ψηλό, ελαφρά κωνικό μπουκάλι με λικέρ υπήρχε ένα λεπτό κλαδί ίδιο δέντρο, που στα «κλαδάκια» του σαν να επικάθησαν «σταλακτίτες» από κρυστάλλους ζάχαρης. Ήταν θεαματικότατο. Ένα σκέτο κομψοτέχνημα που βλέπαμε για πρώτη φορά, θαυμάζοντας την ομορφιά του και τη λεπτεπίλεπτη κατασκευή του.
Όταν οι Χατζηγιώργηδες έφυγαν, η κυρία Γιολάντα απομάκρυνε το βάζο που είχε στον μπουφέ, έβαλε ένα στρογγυλό κεντημένο πετσετάκι κι επάνω του τοποθέτησε το Κοριαντολίνο. Ύστερα, κρατώντας αγκαζέ τον σύζυγό της στάθηκαν να το θαυμάζουν…