Μια φορά και έναν καιρό

Στον καθημαγμένο τόπο υπήρχε φτώχεια πολλή. Εξαθλίωση, όμως, ποτέ δεν υπήρξε. Άνθρωποι μέσα σε χαρτόκουτες καταμεσής του δρόμου δεν κοιμούνταν, όπως συμβαίνει σήμερα. Κι ο πιο περιθωριακός, το πιο «κοπρόσκυλο», όλο και κάτω από κάποιο κεραμίδι έβαζε το κεφάλι του.

Υπήρχε πείνα. Αλλά, αν εξαιρέσουμε τον μαύρο χειμώνα του ’41, κανείς δεν έψαχνε να βρει τροφή στα σκουπίδια. Ένα ξεροκόμματο το έβρισκε. Τα οργανωμένα συσσίτια ήταν μια κατοχική ανάμνηση. Ο θάνατος ερχόταν από… αδέσποτες ή, στη χειρότερη περίπτωση, από ξυλοδαρμό, όχι από ασιτία. Οι δε αυτοκτονίες οφείλονταν σε λόγους αισθηματικούς και όχι στις «εισπρακτικές» εταιρείες. Την όποια ζοφερή καθημερινότητα απάλυνε η κρυφή χαρά πως, έστω στραπατσαρισμένος, τα πέρασες όλα τα δεινά του πολέμου. Επιβίωσες… Το αισιόδοξο τραγουδάκι «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα…» έδινε με απλά λόγια τον τόνο μιας καινούργιας αρχής στον τότε Σίσυφο, που ζαλωνότανε πάλιν στην πλάτη το αγκωνάρι για να σκαρφαλώσει στη γνωστή του ανηφόρα.

Με δυο λόγια, υπήρχε κάτι που χάθηκε στις μέρες μας: Υπήρχε η ελπίδα! Η ανεμελιά δεν φωτίζει πια τα πρόσωπα, που παραμένουν σκυθρωπά. Το πιπεράτο πείραγμα, το ειρωνικό σχόλιο δεν ακούγονται. Το κέφι και το χαμόγελο εξαφανίστηκαν. Μια μαυρίλα μάς τυλίγει…

Περπατώντας σήμερα στους δρόμους του κέντρου αλλά και της πιο απόμερης συνοικίας, συναντάς χλιδάτα μαγαζιά, ολοφώτιστα, με μόνη παραφωνία συνήθως τη «φάτσα» του προσωπικού, που σε «μετράει» καθώς περνάς απ’ έξω. Χλιδάτα ολοφώτιστα μαγαζιά που δεν απευθύνονται σε ματσωμένες πελάτισσες για να τις δελεάσουν μοστράροντας «σμύρνα, χρυσό και λίβανο», αλλά που με κραυγαλέες επιγραφές ενημερώνουν τους στραγγισμένους περαστικούς πως «αγοράζουν χρυσά κοσμήματα». Επιχειρήσεις που ποντάρουν στις χειρότερες μέρες που έρχονται και δημιουργούν εγκαίρως την κατάλληλη υποβολή στα «υπ’ όψιν» του «αναγκεμένου» πελάτη για την ώρα «της κρίσεως».

Οικονομικές δυσκολίες πάντοτε υπήρχαν. Και τοκογλύφοι υπήρχαν. «Πονόψυχοι» επιχειρηματίες που με «σπαραγμό καρδιάς» βοηθούσαν τον «πλησίον» τους με το αζημίωτο, παίρνοντας χρυσά δόντια και βέρες. Στεγαζόταν στην οδό Σταδίου και το Ενεχυροδανειστήριο, με εκείνο το καγκελόφρακτο κτίριο που εξέπεμπε θλίψη. Εν πάση περιπτώσει, ήταν σταθμοί πρώτων βοηθειών, για «έκτακτες ανάγκες». Τώρα υπάρχει ένας ορυμαγδός από «Αγοράζονται χρυσαφικά», σε σημείο που να ανακαλούνται μνήμες από τα κατοχικά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι ξεπουλούσαν το «έχει τους» για να κρατηθούν στη ζωή.

Με δύο σελίδες κυκλοφορούσαν τότε οι εφημερίδες. Και τον λιγοστό χώρο τους κατελάμβαναν πομπώδεις διαφημίσεις επιχειρήσεων με «Αγοράζονται», που ήταν συνήθως οικιακά είδη, και ταυτόχρονα δημοσιεύονταν «Πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας…» όσα με ψίχουλα είχαν αγοράσει, σύμφωνα με τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς», που λειτουργούσε… άψογα. Ξεχαρβαλώνονταν και συρρικνώνονταν επιφανείς οικογένειες, τα «παλιά τζάκια», που λένε, πουλώντας χαλιά Μπουχάρα, κομψοτεχνήματα, πορσελάνες Limoges και χρυσοποίκιλτα σαλόνια Louis Quinze. Από κοντά και τα μικροαστικά νοικοκυριά, που ξεπουλούσαν τον χρυσό σταυρό του μωρού ή τις δαντέλες που στραβώθηκε να φτιάξει η γιαγιά προικιό στην εγγονή της για να φάνε…. Και ανέρχονταν κοινωνικά οι μαυραγορίτες, αγοράζοντας τα πάντα, ως και ελαιογραφίες με κορνιζαρισμένα πορτρέτα… προγόνων τους.

Μια δισέλιδη «Βραδυνή» της 8ης Σεπτεμβρίου 1942, ετοιμόρροπη από την πολυκαιρία, είναι γεμάτη καταχωρίσεις «Οίκων Ευκαιρίας» που έχουν κυριεύσει την Αθήνα και διαφημίζουν τις διπλής κατευθύνσεως εξυπηρετήσεις τους. Οι πιο καλά οργανωμένοι το «παίζουν» συνάδελφοι των Sotheby’s… Διαβάζομε: «Ο Οίκος Δημοπρασιών και Αγοραπωλησιών “ΛΕΒΙΤΑΝ” φέρει εις γνώσιν των ενδιαφερομένων ότι ο Expert Κος Κ. Ρωμ… ενεργεί τας εκτιμήσεις του… κ.λπ., κ.λπ.». Και εκτιμώνται πίνακες, μικροαντικείμενα, έπιπλα, τα πάντα. Ανταγωνιστής του ίδιου επιπέδου ήταν η «ΒΕΡΙΤΑΣ», με δύο αίθουσες δημοπρασιών, μία στη Σταδίου και μία στην οδό Ευριπίδου, όπου καθημερινώς 5.00 – 7.00 γινόταν καταιγίδα πλειστηριασμών, με ειδικότητα στα έπιπλα και στα κοσμήματα αξίας. Ο κήρυκας πάνω στην έδρα, με το σφυρί στο χέρι, εκφωνούσε: «Α λα ούνα, α λα ντούε, α λα τρε…». Και ο… ευπατρίδης, που μόλις είχε πουλήσει νοθευμένο λάδι αντί δεσμίδας εκατομμυρίων, ασυγκράτητος πλειοδοτούσε. Άλλη εταιρεία, η «Ποικίλη Στοά», είχε καλλιτεχνικές προφανώς ευαισθησίες και έκανε τις δημοπρασίες της στην «Αίθουσα Θεάτρου Βρετάνια». Υφίσταντο και άλλες, μικρότερου βεληνεκούς φίρμες και κοντά τους το… «λιανοτάρι», που με μονόστηλα μεγέθους αγγελίας «Κηδειών» ενημέρωνε τον μπατίρη λαουτζίκο πως «εκτός από πιατικά, ποτηρικά, μαχαιροπίρουνα, αγοράζουμε και υφάσματα, ενδύματα, υποδήματα και παν είδος άρτιον και μη εφθαρμένον».

Εσώρουχα δεν έγραφε αν αγόραζε…


Σχολιάστε εδώ