«Η ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ!»
Είναι η μεγάλη απώλεια που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η «άλλη ματιά» στην ιστορική μας διαδρομή, όπως την είδε η ποιητική κινηματογραφική ενόραση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ίσως και γι’ αυτό ο συχνά αργός ρυθμός των πλάνων του, για την επιβεβαίωση της καταγραφής τους στην αμετάλλακτη μαρτυρία του «σελιλόιντ», που μέσα από την ιδιαιτερότητα της οπτικής του γωνίας έβγαιναν σταλαγματιά – σταλαγματιά, θα το έλεγα, η αμετακίνητη Αλήθεια, η παγερή Διαμαρτυρία, η σταθερή Αντίσταση, ο διακριτικός Σπαραγμός, ο τραγικός Διχασμός, η πίκρα του Ξεριζωμού και ο συμβιβασμός της Επιστροφής. Και όλα αυτά περασμένα από ένα ψύχραιμο πολιτικό φίλτρο χωρίς συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση.
Και σ’ αυτήν την κρίσιμη ώρα, όταν άρχισε να κλείνει ο μεγάλος ιστορικός κύκλος, αυτό που άρχισε με τις «Μέρες του ’36» για να κλείσει με την τριλογία της «Άλλης θάλασσας», στις παραμονές του φυσιολογικού βιολογικού παροπλισμού, έρχεται το μοιραίο για να επιβεβαιώσει με τον πιο βίαιο τρόπο ότι ο καλός καπετάνιος φεύγει μαζί με το καράβι του στο βυθό της αιωνιότητας. Έτσι έφυγε ο «δικός μας» Θόδωρος Αγγελόπουλος, με την παγκόσμια αναγνώριση μέσα στις πρώτες θέσεις των κορυφαίων, δίνοντας μια ακόμα μάχη σε ένα χαράκωμα της κινούμενης άμμου, όπως είναι η επιλογή της κινηματογραφικής έκφρασης, το δυσκολότερο «όπλο» των εκφραστικών μέσων. Γιατί, όπως και να το κάνεις, τα 77 χρόνια δεν συνηγορούν επαρκώς για υψηλές επιδόσεις στο σκηνοθετικό «άθλημα», πολύ παραπάνω όταν μιλάμε για πρωταθλητισμό.
Τον είχα γνωρίσει από τα πρώτα του βήματα, σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, όταν έκανε με σχολαστική λεπτομέρεια την τεχνική επεξεργασία στην τελική «μίξη» της εικόνας με τη μουσική και τους ήχους, θα πρέπει να ήταν οι «Μέρες του ’36», και μου έκανε εντύπωση που παρά τα λίγα χρόνια που είχε δουλέψει στον κινηματογράφο, έδινε οδηγίες σε τεχνικούς του ήχου επιβεβαιωμένης ικανότητας, όπως ήταν ο Γιάννης Σμυρναίος και ο Νίκος Δεσποτίδης, και αναφέρω τα ονόματά τους ώστε όσοι με διαβάζουν να εκτιμήσουν την αξία της αναφοράς. Στο ίδιο στούντιο παρακολουθούσα, όπως το έκανα πάντα και για τις ταινίες που ήμουν και παραγωγός τους να παρακολουθώ από κοντά την κατασκευή τους στο κάθε τους στάδιο, όταν σε κάποιο διάλειμμα βρεθήκαμε στο μπαρ του στούντιο, με τον ουσιαστικά άγνωστό μου Αγγελόπουλο, συστηθήκαμε και είπαμε κάποιες κουβέντες για τις δουλειές μας στον κινηματογράφο. Εγώ για τον επαγγελματικό και στην ουσία βιοποριστικό κινηματογράφο και εκείνος για τη διαφορετική, την «άλλη ματιά» που έβλεπε τα πράγματα, δηλαδή όχι μόνο μέσα από το «βιζέρ» της κινηματογραφικής μηχανής, αλλά σαν μια «άλλη εικόνα» πολλούς πόντους αν όχι και πολλά χιλιόμετρα πιο πέρα από την απλή επιφάνεια.
Αυτήν την «άλλη ματιά» που μόνος του την είπε, 40 χρόνια από τη γνωριμία μας, την έβλεπα κάθε φορά στην κάθε νέα ταινία που μας παρουσίαζε, σαν όστρακο που έπρεπε να το ανοίξεις για να βρεις μέσα το «μαργαριτάρι» του σκεπτικού του με τα ιστορικά του «διά ταύτα».
Και τον τραγικό διχασμό με τις περιπλανήσεις του αδέσποτου θιάσου και με τους βρικόλακες ενός αμαρτωλού παρελθόντος στους «Κυνηγούς» και την πίκρα του ξεριζωμού στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», την οριακή ταινία του Μάνου Κατράκη και τον συμβιβασμό της επιστροφής στην «Αιωνιότητα και μια μέρα». Πιστός στην ποιητική του ρότα, όπως τη χάραξε από την πρώτη καταγραφή του, χωρίς κανένα ξεστράκισμα από την αφετηριακή του γραμμή. Έτσι που μοιάζει σαν επικό έργο στο οποίο η κάθε ταινία που διαδέχεται την άλλη, όσο κι αν φαίνεται αυτόνομη και ανεξάρτητη, ήταν και σαν «επεισόδιο» εμβληματικού έργου τεράστιας διαρκείας, με τις ίδιες ρίζες όμως το καθένα και με κοινό το στόχο, μέχρι να φτάσει στην ακροτελεύτρια «Άλλη θάλασσα» της λύτρωσης ή της πικρής απογοήτευσης ή και του αφανισμού, παρά τον μάταιο αγώνα διάσωσης ενός τόπου, μιας πατρίδας και ενός λαού. Και αυτά τα τελευταία ήταν που αγάπησε περισσότερο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με τον τρόπο του, τον πολύ υψηλόβαθμο βέβαια.
Αν μετρήσουμε τις ταινίες του με τη χρονική σειρά τους μια μια: «Μέρες του ’36», «Θίασος», «Κυνηγοί», «Μεγαλέξανδρος», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην ομίχλη», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», «Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», «Το λιβάδι που δακρύζει», «Η σκόνη του χρόνου», θα δούμε έτσι μια συμβολικά μελαγχολική προφητική πρόβλεψη, σε στέρεες βάσεις, τα ίδια στα 40 χρόνια της δημιουργικής διαδρομής του, όπου μέσα στη συνήθως μελαγχολική, την γκρίζα και συννεφιασμένη συνήθως ατμόσφαιρα όλων των έργων του, υπάρχει πάντα η ανησυχία ότι όλα, από λίγο ως πολύ και από αδιόρατα ως ολοφάνερα, προετοιμάζανε το καταστροφικό αποτέλεσμα των ημερών που ζούμε σήμερα.
Ο «ΘΙΑΣΟΣ» ΣΗΜΕΡΑ
Ξαναείδα τον «Θίασο» τώρα, την πρώτη της «επικής» σειράς, της «Αγγελοπουλειάδας», 36 χρόνια από τότε και οφείλω να ομολογήσω ότι ΤΩΡΑ κατάλαβα την τεράστια αξία της και νομίζω ότι σ’ αυτό βοήθησαν και τα 36 χρόνια που μεσολάβησαν και που είναι πολλά αυτά που μας έμαθαν. Και ασφαλώς όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ όλες εκείνες οι εκατοντάδες χιλιάδες των θεατών των 500.000 και των 600.000 εισιτηρίων που γέμιζαν τους κινηματογράφους με τις ευκολοχώνευτες (και γιατί να το κρύψουμε;) συνηθισμένες ελληνικές ταινίες και που δεν ήταν και τόσο εύκολο να εγκλιματιστούν με τα βραδυκίνητα πλάνα των ταινιών της «άλλης ματιάς» του. Γι’ αυτό και μόλις 189.000 θεατές μπόρεσε να συγκεντρώσει ο «Θίασος» κι αυτούς στο σύνολο των συνοικιακών κινηματογράφων που είναι ζήτημα αν οι πέντε στους δέκα βγαίνοντας από τον κινηματογράφο μπορούσαν να πούνε ότι πέρασαν καλά βλέποντας μια ταινία χωρίς την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στη συνέχεια όμως, η ταινία παίχτηκε στους κινηματογράφους όλου του κόσμου και είναι μέσα στις 100 καλύτερες ταινίες που έγιναν ως τώρα, κατάφορτη από βραβεία, αλλά που τη μεγαλύτερη αναγνώριση, το πιο σπουδαίο «μπράβο», την πιο συγκινητική αναγνώριση για την ταινία του την πήρε ο Αγγελόπουλος, όταν την παρουσίασε στο Πληροφοριακό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών, σε ένα κοινό προσωπικοτήτων, τελειώνοντας η προβολή, τον πλησίασε ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ, γονάτισε μπροστά του και του φίλησε τα παπούτσια!
Πόσο πιο μεγάλο «εύγε» και μάλιστα από έναν επίσης πολύ σπουδαίο δημιουργό;
Ήταν μια ανταπόδοση στον αγώνα και τις προσπάθειές του για να γυρίσει μια γεμάτη συμβολισμούς και αριστερές θέσεις μέσα στη Χούντα (γυρίστηκε το 1973) και μια απάντηση στους κουφιοκεφαλάκηδες της πρώτης μεταδικτατορικής κυβέρνησης της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών που αρνήθηκε να τη στείλει σαν επίσημη συμμετοχή της «επειδή παρουσίαζε μια μονομερή εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας». Όπως ήταν και μια απάντηση στον Φίνο που αρνήθηκε να μπει στην παραγωγή, επειδή δεν ήταν της νοοτροπίας των ταινιών του. Και ακόμα μια απάντηση στους περισσότερους κινηματογράφους που αρνήθηκαν να την παίξουν επειδή, λόγω της τρίωρης διάρκειας, θα έπρεπε την Κυριακή να παίξουν μια παράσταση λιγότερη, χωρίς να λογαριάσουν ότι αυτή η ταινία ήταν η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ!
Και χωρίς βέβαια όλα αυτά να έχουν καμία σημασία γιατί τόσο ο «ΘΙΑΣΟΣ», όπως και ο μεγάλος δημιουργός τους έχουν γράψει την ιστορία τους.
***
ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ… ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ
• ΣΙΓΟΥΡΑ όμως δεν είναι «σύντομο ανέκδοτο», αλλά μια ακόμα θλιβερή επιβεβαίωση της ανυπαρξίας ενδιαφέροντος για το ελληνικό θέατρο από το υπουργείο Πολιτισμού η πληροφορία που μάθαμε ότι κλείνει ένα ακόμα θέατρο και μάλιστα από τα πιο αξιόλογα, από εκείνα δηλαδή που με τις επιλογές του, την ως τώρα πορεία του, αλλά και τη διακριτική παρουσία του έχει ήδη καταθέσει τη σημαντική προσφορά του, και που κλείνει μη αντέχοντας στα κυριολεκτικά «αστεία» του έξοδα σε σύγκριση με τις ασυλλόγιστες παροχές και τις επιχορηγήσεις που ενεργεί ο υπουργός της οδού Μπουμπουλίνας κ. Παύλος Γερουλάνος. Πρόκειται για το «Απλό Θέατρο» του Ανδρέα Αντύπα και προσθέτουμε και της Ελένης Καραΐνδρου, συζύγου του, με τις πολύτιμες μουσικές συνεργασίες της στις εξαίρετες παραστάσεις που σκηνοθετεί εκείνος. Όσοι δεν το έχετε γνωρίσει ακόμα, διότι είναι και λίγο «κρυμμένο», εκεί που βρίσκεται σε ένα δρόμο πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Καλλιθέα, χωρίς αυτό να το έχει εμποδίσει να κερδίσει την αναγνώριση όσων ξέρουν να εκτιμούν το καλό θέατρο. Γι’ αυτό, σε μια εποχή ηθικής αποχαλίνωσης, κοινωνικού ξεπεσμού, απειλούμενης χρεοκοπίας και μοιραίας επιστροφής μας στην παλιά μας «Ψωροκωσταινίτιδα», τέτοιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το «Απλό Θέατρο», δεν επιτρέπεται να τις αφήνουμε να πηγαίνουν χαμένες. Απευθυνόμαστε στον κ. Γερουλάνο για την ανάγκη να κρατηθεί ανοιχτό το «Απλό Θέατρο».
• ΠΑΡΑ πολύ ωραία όλα αυτά τα ιστορικά πλάνα και μάλιστα θαυμάσια μονταρισμένα και σχολιασμένα, βγαλμένα από τα χρονοντούλαπα του αρχείου της ΕΡΤ, που συχνά τα βλέπουμε τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα, μακάρι να μας τα δείχνετε και πέντε, χωρίς να τα βαριόμαστε διότι αποτελούν και σπουδαία «ντοκουμέντα» του πρόσφατου παρελθόντος μας που τα περισσότερα τώρα τα μαθαίνουμε… Διατηρούμε όμως και με το συμπάθειο, ε… μια απορία: Από ό,τι διαβάζουμε στους τίτλους τέλους, πρόκειται για πρόσφατες παραγωγές, που σημαίνει ότι ΤΩΡΑ ανασύρθηκαν από τα χρονοντούλαπα της Ιστορίας ή μάλλον που ΤΩΡΑ η εντολή να τα δει και να μάθει ο κόσμος, έτσι δεν είναι; Διότι Κρατικό Ίδρυμα είναι η ΕΡΤ και κανένας δεν μπορεί να κάνει του κεφαλιού του χωρίς την «άνωθεν εντολή». Άρα τώρα δόθηκε κι αυτή, διότι και ανέξοδη! Και η απορία μας είναι «γιατί τα κρατούσαν τόσα χρόνια στα ντουλάπια σαν επτασφράγιστα μυστικά με καθυστέρηση 30 και 40 ετών, πολλά από τα οποία παρά τη δήθεν αθώα τους εικόνα, έχουν τεράστια ιστορική σημασία; Εκτός αν γίναμε κι εμείς βρετανικό Φόρεϊν Όφις και αφήνουμε 30 και 40 χρόνια τα «μυστικά» μας να μουλιάσουν καλά καλά στη μούχλα και ύστερα να τα βγάλουμε στη φόρα. Με τη διαφορά ότι εμείς δεν είμαστε αυτοκρατορίες, έστω και μπατιρισμένες, για να τρέμουμε μήπως και ξεσηκωθούν τα προτεκτοράτα και πέσουν κεφάλια. Ας ανοίξουν τα χρονοντούλαπα λοιπόν, να μάθει την ιστορία του ο κόσμος ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ και όχι μόνο ακούγοντας με τα όσα θέλει να λέει ο καθένας. Και ε, ρε, να ξέραμε…
• ΟΧΙ, κυρία Πόπη Τσαπανίδου, δεν θα συμφωνήσω καθόλου μαζί σας με τον τρόπο που αντιμετωπίσατε τον κ. Ντίνο Χριστιανόπουλο στην εκπομπή σας στον ΣΚΑΪ. Ήταν τρόπος ανάγωγος, όπως δεν μας έχετε συνηθίσει, ή, αν το θέλετε και διαφορετικά, ήταν και ολίγον «εκ του πονηρού» σαν να είπατε «δεν τον παίρνουμε στο τηλέφωνο τον τρελόγερο να κάνουμε τις πλακίτσες μας;», με μόνη διαφορά ότι ο κ. Χριστιανόπουλος δεν είναι Τρύφωνας Σαμαράς για να κάνουμε χαβαλέ. Και απορώ βέβαια και με τον ίδιο για το πώς δέχτηκε να βγει σε «πρωινάδικη συνέντευξη», αν και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που προσπάθησε με το δικό του τρόπο, που δεν είναι πάντα ο ενδεδειγμένος όταν απευθύνεται σε κυρίες, για να σας βάλει στη θέση σας. Στην κάθε οργισμένη του απάντηση που έδινε στις ερωτήσεις που του κάνατε, σε στυλ Μενεγάκη και άλλων ομοίων της ξανθών, δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορείτε να τον αντιμετωπίζετε ψιλοχαχανίζοντας. Πολύ παραπάνω μάλιστα όταν από την αρχή σας το δήλωσε ότι απέχει από όλες αυτές τις τηλεσάχλες και μάλιστα όταν είναι ο άνθρωπος που τόσο σε κρατικά βραβεία όσο και σε άλλες αναγνωρίσεις, «κατασκευασμένες» οι περισσότερες για παρασκηνιακές σκοπιμότητες και γνωστά «γλειψίματα», τους έχει κλείσει κατάμουτρα τις πόρτες. Έτσι θα υποδεχόσαστε στην εκπομπή σας, αν σας έδινε συνέντευξη, λέμε τώρα, και ο επίσης «αρνησίας» Γούντι Άλεν;
• ΤΟ ΞΑΝΑΕΙΠΑΜΕ ότι το έχουμε υποχρέωση να μην ξεχνάμε τον καλό μας λόγο για την καλή δουλειά στην τηλεόραση, όταν συμβαίνει να γίνεται κι αυτό το θαύμα, όπως σήμερα θα τον πούμε τον «καλό» μας λόγο για τη σειρά. «Είναι στιγμές». Φροντισμένη δουλειά, διαλεγμένοι με επιμέλεια οι χώροι, το «τάιμινγκ» των σκηνών, αν και σε μερικές περιπτώσεις το δέσιμο με τα οπτικά «εφέ» δεν βοηθούν πολύ τον θεατή για να «μπει» στην ουσία και στις προθέσεις των σκηνοθετών με την εντελώς κινηματογραφική τους αφηγηματικότητα, παρά το ότι δεν θα έλεγα ότι έχω ξεκαθαρίσει τα προβλήματα των ηρώων τους, αλλά πού θα πάει, θα ξεκαθαρίσει. Εξαίρετες οι ερμηνείες γυναικών και ανδρών, ξεχωρίζει ο Κώστας Αρζόγλου, με μια «φιγούρα» ασυνήθιστη ως τώρα για τις τηλεοπτικές του συνεργασίες, έτσι που λες, τελειώνοντας το επεισόδιο, να είχε κι άλλο… Όπως και των Σταύρου Ζαλμά και Γιώργου Νινιού, που ειδικά τον δεύτερο, κάθε φορά που τον βλέπω, τον θυμάμαι όταν πριν από 30 χρόνια τον είχαμε διαλέξει με την Ντόρα Τσάτσου στο «Ακροπόλ» σε μια «οντισιόν» και μάλιστα όχι για ηθοποιό τότε, αλλά για χορευτή και η εξέλιξή του δεν μας έχει διαψεύσει.
• «ΕΔΩ, ο Γιώργος Αυτιάς, σας μιλάω από τον ΣΚΑΪ»… Και δώσ’ του… «τώρα από τον ΣΚΑΪ» και ξανά «στον ΣΚΑΪ ο Γιώργος Αυτιάς»… «και μην το ξεχνάτε, ο Γιώργος Αυτιάς στον ΣΚΑΪ…». Εντάξει, κύριε Αυτιά, το μάθαμε, πώς το λένε, το εμπεδώσαμε, χουζουρέψατε στον ΣΚΑΪ και ικανοποιήσατε την τηλεμανία σας…