Βυζάντιον
Το βράδυ της Τετάρτης παρακολούθησα στη ΝΕΤ ένα εξαιρετικό δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ, ξένης φυσικά παραγωγής. Είχε να κάνει με τις πάνες. Ναι, τις πάνες που βάζουμε στα μωρά. Με την ιστορία τους, τη χρήση, την επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλον. Εξαιρετικό θέμα, να το ζηλεύεις. Διότι, αν είσαι καλός δημοσιογράφος, θέματα υπάρχουν παντού, και σίγουρα όχι στο ταβάνι που κοιτάς με τις ώρες. Όπως μου έδειξε αυτό το ντοκιμαντέρ, τα θέματα είναι γύρω μας. Τα θέματα είναι ακόμα και μέσα στα σκατά. Ειδικά εκεί.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, τι κάνουν οι λαοί του κόσμου με το θέμα της παιδικής τουαλέτας, σκέφτηκα ότι η διαχείριση των ανθρώπινων περιττωμάτων είναι όντως ένα σημαντικό πρόβλημα. Πρέπει να τα συγκεντρώσεις, να αποφύγεις τη ρύπανση του εδάφους, αν μπορείς και να τα ανακυκλώσεις. Και μετά, χωρίς να έχω πιει σταγόνα, το υπόσχομαι, αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν, εκτός από περιττώματα, αποβάλλαμε και σκέψεις με ιδέες. Ναι, ηλίθιες και κακές σκέψεις, ανόητες ιδέες και αντιλήψεις, χυδαίες λέξεις. Να ξυπνούσες το πρωί και να έβρισκες το μαξιλάρι σου ποτισμένο από ένα κράμα σκέψεων συνειδητού και υποσυνείδητου που ανακατεύτηκαν μέσα στη νύχτα και τις ξέρασε το μυαλό για να φτιάξει καινούργιες. Θα ήταν φριχτό, αλλά τόσο παραστατικό. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να κοιμούνται με πάνες στο κεφάλι. Οι επιστήμονες και οι λόγιοι θα τις φορούσαν συνέχεια, εμείς οι συμβατικοί άνθρωποι μόνο το βράδυ, όταν έρχονται τα όνειρα. Ευτυχώς, όμως, ο Δημιουργός μάς κατασκεύασε χωρίς άλλες ανάγκες πέρα από τις γνωστές φυσικές. Το πρόβλημα είναι αποκλειστικά δικό μας όταν διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα της σκέψης είναι λες και προήλθε από την ιερή διαδικασία της αφόδευσης.
•••
Αυτό, που λέτε, θα μπορούσα να το τραβήξω. Να το πάω ως το τέλος του κομματιού, κλέβοντας με φιλοσοφίες της πλάκας τα λεφτά του εκδότη μου. Γενικώς, θα μπορούσα να γράψω οτιδήποτε πέρα από το επίκαιρο. Το σημείωμα αυτό, θα έγραφα στην Εστία, συντάσσεται το πρωί της Πέμπτης, όταν έξω έχει το κρύο της Σιβηρίας, χωρίς καμία Ρωσίδα. Οφείλω δε να σας ενημερώσω ότι οι γυναίκες της Σιβηρίας είναι από τις ωραιότερες παγκοσμίως, ειδικά αυτές που κατοικούν στον νότο και έχουν στο γονίδιό τους έντονο το ασιατικό στοιχείο. Μια τέτοια γυναίκα έχει σχιστά μάτια, λευκό δέρμα και ξανθό μαλλί. Υπέροχος συνδυασμός, που εκεί, στα σύνορα με τη Μογγολία, ας πούμε, θα είναι συνηθισμένος. Εκεί θα τους φαίνεται μοναδικός ο συνδυασμός της κοντής μελαχρινής, με ανοιχτή περιφέρεια και ακατάσχετη φλυαρία. Νομίζω ότι λίαν συντόμως θα έχουν την ευκαιρία να τον δοκιμάσουν, πληρώνοντας έστω και με ρούβλι.
•••
Όλα κι όλα, αυτό που αρέσει στο δράμα μας είναι το τέλος της εθνικής μας έπαρσης. Εκφράσεις του τύπου “πάμε να πάρουμε καμιά Ρωσίδα” ή “σαν Αλβανός είμαι” έχουν περιοριστεί στη σφαίρα της μνήμης. Αφήστε που ειδικά με τις Ρωσίδες αποκαλύπτεται μια μικρή ψηφίδα της εθνικής μας γελοιοποίησης. Προσβλέπουμε στους Ρώσους, τους αγαπάμε, τους υποστηρίζουμε ακόμα κι όταν σφάζουν τους γείτονές τους, πλην όμως θεωρούμε τις γυναίκες τους το αντικείμενο που μεσολαβεί μεταξύ της χοντρής κοιλιάς μας και του στρώματος. Έλα όμως που τα πράγματα γυρίζουν και εκείνη που μικρή ντυνόταν Σουλιώτισσα μπορεί τώρα να γδύνεται σε καμπαρέ της Ανατολικής Ευρώπης. Δύσκολο, βέβαια, διότι ούτε εκεί είμαστε ανταγωνιστικοί – έχουν πιο όμορφες. Τελικά η γύμνια της χώρας αποκαλύπτεται όταν πρόκειται να γδυθεί.
•••
Εννοείται ότι η ανταγωνιστικότητά μας υστερεί και σε άλλα, πιο απλά και βασικά. Πώς, για παράδειγμα, να πάει ο Έλληνας να δουλέψει εργάτης στο εξωτερικό; Του κάθεται δύσκολο. Και σωστά. Μεταξύ μας, είναι και απαίδευτος. Περίπου το ίδιο ισχύει και με την περίφημη μπαρούφα για την απώλεια “μυαλών” προς το εξωτερικό και την έξοδο νέων επιστημόνων. Στα ελληνικά πανεπιστήμια μπορείς να καλλιεργήσεις εξαιρετική ντομάτα και ανταγωνιστική φούντα. Είναι κομμάτι δύσκολο να καλλιεργήσεις μυαλά. Αυτοί που φεύγουν είναι, πράγματι, μηχανικοί από το καλό μας Πολυτεχνείο, κυρίως επειδή τείνουν να εξελιχθούν στους φθηνότερους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, φεύγει ένα κομμάτι που έχει δεσμούς με το εξωτερικό. Χώρα μεταναστών υπήρξαμε, η μισή Ελλάδα και βάλε έχει ανθρώπους σε όλη τη Γη. Είναι λογικό να ψαχτείς για να φύγεις. Έχω μια φίλη που κατέληξε στην Τασμανία να κάνει φυσιοθεραπεία σε ηλικιωμένους. Μου γράφει ότι κερδίζει καθαρά 2.000 ευρώ. Έχει νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, μονοκατοικία, περνάει καλά, της μένουν περίπου και 500 ευρώ στην άκρη. Πήγε εκεί δικτυωμένη με κάτι Έλληνες. Επίσης, μου γράφει ότι αυτό που απολαμβάνει περισσότερο είναι το τοπίο και η ηρεμία. Της φτάνει που είναι μακριά από την Ελλάδα. Της λείπουν άνθρωποι, όχι η χώρα.
•••
Το θέμα είναι πού ζεις. Ο φίλος μου από τη νότια Κρήτη μού λέει ότι εκεί δεν υπάρχει κρίση. Μου λέει επίσης ότι θα ήθελε να δει τη χώρα στη δραχμή γιατί ασχολείται με τον τουρισμό. Περισσότερη δουλειά, περισσότερες γκόμενες, περισσότερα λεφτά. Στις πόλεις είναι η κρίση, στην ύπαιθρο χάνεται μέσα στην άπλα του τοπίου. Έτσι ήταν και στην Κατοχή. Οι πόλεις υπέφεραν, τα χωριά κατάφερναν να τη βγάζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μόνο που, σας παρακαλώ, μη μου λέτε τα γνωστά για τους κατακτητές, τους ναζί, και την έφοδό τους να μας πάρουν την πατρίδα. Ας μην πάρουμε τα λεφτά τους, τόσο απλό δεν είναι; Επίσης, συγχωρέστε με, δεν μπορώ να ακούω την ηλιθιότητα για τα πλεονάσματα του βορρά που είναι τα ελλείμματα του νότου. Ας πουλούσαμε τα πορτοκάλια μας και να μην αγοράζαμε Καγιέν με δανεικά. Είμαστε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, όπου γυρίζαμε μεταξύ μας δανεικά λεφτά, έχοντας αναδείξει διεφθαρμένη ηγεσία επειδή αυτό μας συνέφερε. Και γι’ αυτόν τον λόγο είμαστε μια χώρα-τζόγος. Είμαστε η χώρα που έχει μετατραπεί στο Βέγκας της Ιστορίας.
•••
Σας έλεγα ότι γράφω πρωινό Πέμπτης, χαζεύοντας έξω τον καιρό, ικανοποιημένος πια που έχω στέγη και θέρμανση – αυτή με φειδώ. Διότι τι νομίζετε ότι σου προκαλεί αυτό που ζούμε; Βλέπεις το βράδυ στις ειδήσεις για τους άστεγους και πηγαίνεις για ύπνο σέρνοντας τις παντόφλες σου, λέγοντας ότι είσαι ευτυχής που θα ξαπλώσεις σε κρεβάτι. Αυτός είναι ο ορισμός της μιζέριας. Να κάνεις τον σταυρό σου επειδή έχεις ένα πιάτο φακή. Η κρίση σε κάνει ανθρωπάκι. Τέλος πάντων, άλλο θέλω να πω από την αρχή του κομματιού και ξεφεύγω. Είναι Πέμπτη πρωί και η πορεία της χώρας περιστρέφεται σαν ρουλέτα. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτήν τη συγκυρία, που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Είναι Πέμπτη και δεν ξέρω σε ποια κατάσταση θα είναι η χώρα τώρα, την Κυριακή, που εσείς διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Έχουμε κυβέρνηση; Μήπως πέθανε κανείς από ναρκωτικά και αποχώρησε ο Καρατζαφέρης; Έκλεισε η συμφωνία για το PSI; Ένιωσαν καλύτερα οι δανειστές μας όταν είδαν τον Βενιζέλο αγκαλιά με τον Λοβέρδο; Τα βρήκαμε για τη νέα δανειακή σύμβαση; Καταλάβαμε ότι τα του 13ου και 14ου μισθού καλλιεργούνται από εγχώριους ομίλους που θα ήθελαν να περιορίσουν κι άλλο το κόστος εργασίας; Ελπίζω πως ναι.
•••
Φανταστείτε, λοιπόν, ότι αυτά που ρωτάω παραπάνω πρέπει να απαντηθούν τις επόμενες ώρες – πιθανότατα εσείς γνωρίζετε την απάντηση. Αυτό όμως σε ζαλίζει, έτσι και το συνειδητοποιήσεις σου προκαλεί εμετό, το μυαλό σου θέλει πάνα γιατί αρχίζει μια άνευ προηγουμένου διάρροια σκέψεων και φόβου. Εν τέλει, το μεγάλο κόστος της κρίσης δεν είναι το οικονομικό. Ας σου λείψει το κρέας, δεν θα πεθάνεις. Το πρόβλημα είναι ότι αρχίζει να σου φεύγει η ψυχή. Σταδιακά μετατρέπεσαι σε έναν καταθλιπτικό, φοβισμένο ανθρωπάκο με εξάρσεις υστερίας. Μισείς αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του (έχετε μπροστά σας μια παθολογική περίπτωση) και διαπιστώνεις ότι δεν έχεις απολύτως τίποτα να περιμένεις. Γι’ αυτό κι εγώ χαίρομαι -δεν απορώ- όταν βλέπω γεμάτα μπαρ και εστιατόρια. Εκεί είναι η ελπίδα του τόπου. Σε αυτούς που δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί, σε όσους αντέχουν ή, απλώς, υποκρίνονται τρώγοντας τα τελευταία ψίχουλα. Η ελπίδα μας είναι σε ανθρώπους που ξέρουν και τους αρέσει να ζουν.