Μπορούν οι αριθμοί να φτιάξουν κυβέρνηση;
Για παράδειγμα, στην τελευταία μέτρηση της VPRC («Επίκαιρα») και πρώτη για το 2012 αυτής της εταιρείας, Δημοκρατική Αριστερά, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνουν 38%, με το άλλο μπλοκ της Δεξιάς (ΝΔ και ΛΑΟΣ) να φτάνει στο 36,5%. Άρα η Αριστερά είναι σε θέση αλλά και θεσμικά (αν, επαναλαμβάνουμε, επιβεβαιωθούν τα ποσοστά αυτά και στις εκλογές) επιβάλλεται να προχωρήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα που θα έχει συμφωνηθεί από τα τρία αυτά κόμματα. Ενδεχομένως σε συνεργασία με τους Οικολόγους, που είναι κοντά στο 3%, αλλά και με την ψήφο ανοχής του ΠΑΣΟΚ, που, ανεξαρτήτως του ποσοστού που τελικά θα πάρει, χρειάζεται να έχει μια απόσταση από την εξουσία, στηρίζοντας μια αριστερή λύση, που θεωρητικά είναι (;) πιο κοντά του από τις λύσεις της Δεξιάς.
Μπορεί όμως να το κάνει αυτό η Αριστερά; Ο ηγέτης της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτης Κουβέλης έχει πει ότι δεν αρκεί, δεν γίνεται να αθροίζονται τα ποσοστά των αντιμνημονιακών δυνάμεων για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Όντως, στο βαθμό που και η ΝΔ παρουσιάζεται αντιμνημονιακή αλλά και άλλες δυνάμεις που δεν προσδιορίζονται ως αριστερές. Επίσης, το ΚΚΕ αποτελεί μια εντελώς διαφορετική περίπτωση στον χώρο της Αριστεράς, μια και κανείς δεν ξέρει αν θα ήθελε ποτέ να κυβερνήσει, αφήνοντας τον χώρο της αντιπολίτευσης, που του αποφέρει από μικρά έως σημαντικά οφέλη. Κοιτάζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Δημοκρατική Αριστερά μπορεί κανείς να πει πως εύκολα τα δύο αυτά κόμματα θα μπορούσαν να συνεργαστούν, αφού το ένα (η Δ.Α.) προέρχεται από το άλλο και κινούνται αρκετά κοντά ιδεολογικά, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι πρώην σύντροφοι δεν πολυαντέχουν ο ένας τον άλλο και δεν θα συνεργάζονταν πρόθυμα και με χαρά, ενώ ο ένας προσάπτει στον άλλο στοιχεία που απομακρύνουν παρά φέρνουν κοντά. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βλέπει με καλό μάτι τη λογική των πολλών (εκλογικών κατά πάσα πιθανότητα) συνεργασιών που κάνει η Δ.Α. με διαγραφέντες ή απομακρυνθέντες από το ΠΑΣΟΚ, εξηγώντας παράλληλα ότι «η περίπτωση της Σοφίας Σακοράφα (που συνεργάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι διαφορετική, γιατί βασίζεται και σε ιδεολογική προσέγγιση». Το επιχείρημα αυτό έχει βάση, διότι συχνά η Δ.Α. θυμίζει χωνευτήρι διαφορετικών και συγκρουόμενων απόψεων, μια και συγκεντρώνει πρώην ΠΑΣΟΚους της τάσης του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» (Β. Οικονόμου, Μ. Γιομπαζολιάς) αλλά και στελέχη ακραίων εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων, όπως η Μ. Ρεπούση, που έγινε γνωστή για τις τουλάχιστον παράξενες και «ευρύχωρες» απόψεις της («συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης…») σε σημαντικά εθνικά θέματα όπως η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Από την άλλη πλευρά -κι αυτό το επιχείρημα έχει βάση-, η Δ.Α. καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι λόγω των πολλών συνιστωσών που τον απαρτίζουν ταυτίζεται με απόψεις και δράσεις εξωκοινοβουλευτικές, που οδηγούν σε απομόνωση.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να μπουν στην άκρη και τα τρία κόμματα να κάνουν τις υπερβάσεις τους προτείνοντας μια κυβέρνηση ειδικών αναγκών μεν, αριστερής λογικής δε;
Γιατί και η σημερινή υπό τον κ. Παπαδήμο ειδικών αναγκών είναι, από τρία κόμματα στηρίζεται, αλλά είναι ξεκάθαρα κυβέρνηση πολυποίκιλων συμφερόντων, τραπεζιτών, «τρόικας» και γερμανικών οδηγιών. Εκφράζει αυτό που πάει να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, ζητώντας όλο και μεγαλύτερη μείωση της εθνικής κυριαρχίας στις χώρες, όλο και λιγότερο λόγο στις εθνικές κυβερνήσεις. Αν προτεραιότητα για τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι η ανατροπή αυτών των επιλογών και η καταπολέμηση αυτής της γραμμής, τότε η κατάθεση άλλης πρότασης αποτελεί κάτι περισσότερο από δυνατότητα, είναι καθήκον. Βέβαια, προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αποφασίσουν τα κόμματα ότι θα πολεμήσουν τους εαυτούς τους, τις απωθήσεις και τις συμπάθειές τους, τις αγκυλώσεις και τις κάθετες αρνήσεις τους. Αν μπορέσουν να το κάνουν, θα υπάρξει τέτοια λύση. Αν όχι, και πάλι μπορεί να οικοδομηθεί συνεργασία άλλης μορφής, που θα οδηγήσει τη χώρα σε άλλους δρόμους, μακριά από την υποταγή, την εξάρτηση και τον δουλικό κοσμοπολιτισμό της «τρόικας» και των συνεργατών της.