Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Έτσι, ήρθαν κάποιες θύμησες για τα χρόνια εκείνα ενώ αξημέρωτα προσπαθούσα να συντονίσω στα σκοτεινά το τρανζιστοράκι μου στην ευνοούμενή μου εκπομπή, που κάθε πρωί με… χειρηλατούσε. Καθώς στη συχνότητα υπήρχε… συνωστισμός και άκουγα τους πάντες εκτός από τον σταθμό που ήθελα να ακούσω, τη στιγμή που τους διαολόστελνα, ήρθε αυτοπροσώπως ο διάολος των ερτζιανών να μου ζητήσει τον λόγο:
Διαμαρτύρεσαι, ρε», μου μουρμούρισε, «επειδή υπάρχουν πολλοί σταθμοί και γίνεται μπάχαλο;». Και γελώντας σαρδόνια με ρώτησε αν νοσταλγώ την… προϊστορική εποχή, όταν η Ελλάδα διέθετε έναν και μοναδικό ραδιοφωνικό σταθμό, τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών, που πάσχιζε κι αυτός να ορθοποδήσει… Οι μεταδόσεις του -θυμάμαι- άρχιζαν στις έξι και μισή το πρωί με τον Εθνικό μας Ύμνο, ακολουθούσε η προσευχή και μετά τα σχετικά καλημερίσματα η «Πρωινή γυμναστική», μια εκπομπή με παραγγέλματα σε στυλ επιλοχία, που έδινε τροφή στους γελοιογράφους και τελείωνε τα μεσάνυχτα με το κλασικό: «Η εκπομπή μας ετελείωσε. Κυρίες και κύριοι, καληνύχτα σας…». Κατά τα λοιπά, το πρόγραμμα ήταν αρκετά πλούσιο, σε αυστηρά πλαίσια καθωσπρεπισμού, με ομιλίες, ρεσιτάλ, ολίγα θεατρικά και ζωντανές μουσικές εκπομπές, δηλαδή… live, αφού δεν είχε εφευρεθεί ακόμη το μαγνητόφωνο. Και, φυσικά, κυρίαρχες πάντα οι ποδοσφαιρικές αναμεταδόσεις τα κυριακάτικα απογεύματα. Υπήρχε και μια παιδαγωγική εκπομπή που κράτησε χρόνια, με την Αντιγόνη Μεταξά και τίτλο «Η θεία Λένα στα μικρά παιδιά!». Σε πολλά σημερινά γερόντια και γραΐδια σίγουρα έναυλη αντηχεί σαν μακρινή ηχώ στ’ αυτιά τους η στοργικά τρυφερή φωνή της: «Καλημέρα, παιδιά. Πείτε μου κι εσείς καλημέρα…».
Το πρόγραμμα εποίκιλλαν επίσης ειδήσεις εις την αλβανική, τη βουλγαρική και την τουρκική, για να έχουνε ντράβαλα όσοι εκεί «αμετανόητοι» τις άκουγαν, και τέλος υπήρχε η υψηλόφρων καθημερινή βραδινή ομιλία του Δημήτρη Σβολόπουλου «Οι από τριών χιλιάδων ετών Έλληνες», εμπλουτισμένη με σχετικά εμβατήρια. Υπήρχαν φυσικά και εκπομπές ιδιαίτερα ανιαρές, όπως π.χ. οι «Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους», που μεταδίδονταν και «σε ρυθμό υπαγορεύσεως».
Τη νηνεμία των… ραδιοκυμάτων ήρθε να ταράξει ένας κατά κάποιον τρόπο «πειρατικός» σταθμός που έστησε ο 781 Λόχος Γενικών Μεταφορών, προπάτωρ του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, της μετέπειτα ΥΕΝΕΔ. Η ιστορία συνέβη περίπου ως εξής: Πίσω από τον Άγιο Σώστη της λεωφ. Συγγρού υπήρχε μια ερημική έκταση την οποίαν η Πολιτεία σκέφτηκε προπολεμικά να αξιοποιήσει ανεγείροντας… φυλακές. Η οικοδόμηση προχωρούσε κανονικά, κυρίως με την ευγενική συμμετοχή καταδίκων από τις φυλακές Συγγρού ως οικοδόμων, που τους οδηγούσανε ποδαράτους για να… ξεμουδιάζουνε. Θυμάμαι την πομπή να περνά κάτω από το παράθυρό μας, με πρόσωπα σκυθρωπά και αμίλητα. Ο πόλεμος διέκοψε το έργο και μετά την απελευθέρωση ο χώρος παραχωρήθηκε στο στράτευμα, που εγκατέστησε βυτιοφόρα, φαντάρους, βαρέλια και διπλοσκοπιές. Μα κάποια μέρα, από τον τόπο αυτόν που ανέδιδε ντίζελ, άρχισαν να αναδύονται και… «ερτζιανά». Η φωνή του εκφωνητού, ιδιόμορφη και επιβλητική, που ακουγόταν για πολύ καιρό, πληροφορούσε τους ακροατές από τον μικρής εμβέλειας πομπό: «Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός του 781 Λόχου Γενικών Μεταφορών…».
Ήταν το μικρό εκείνο πετράδι που ανατάραξε το τέλμα των ραδιοκυμάτων. Το ολιγόωρο πρόγραμμα ήταν σαν να του αφαίρεσαν φράκο και γραβάτα και έγινε οικείο, τρυφερό, σκερτσόζικο… Ακούστηκαν τραγούδια που ποτέ δεν είχαν ακουστεί από ραδιοφώνου. Μέχρι το «Δεν ήταν να ‘σουνα λιγάκι στραβοκάνα» του Οικονομίδη μεταδόθηκε και ξεμύτισαν στον αέρα μπόλικα λαϊκά, αδιανόητο ως τότε, όπως «Ο γιατρός χτυπά την πόρτα» και το «Φανταράκι», που αργότερα απαγορεύτηκε. Κι ας ήταν τόσο απλό, τόσο ανθρώπινο… «Το φανταράκι απόψε πάλι / έχει μεράκι και τα ‘χει πιει / γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα / απ’ το κορίτσι του κι ανησυχεί…». Σχεδόν αμέσως ο σταθμός έγινε πολύ δημοφιλής με τη λαϊκότητά του. Άρχισαν οι πρώτες τραγουδιστικές αφιερώσεις «εκείνου σ’ εκείνη» και αντίστροφα, με τραγούδια που κάποιο υπονοούμενο έκρυβαν οι στίχοι τους. Ήταν η εποχή που επικρατούσε πολεμική ατμόσφαιρα με τον Εμφύλιο που εμαίνετο και πολλοί νέοι αλλά και μεγαλύτεροι έφεδροι ήσαν επιστρατευμένοι. Έβγαιναν οι φαντάροι μετά την υπηρεσία τους στο δίωρο ελευθέρας μέχρι το ανακλητικό -τη Θοδώρα- και καταλήγοντας σε μια παράγκα-καντίνα έξω από το στρατόπεδο έπιναν κανένα καρτούτσο κι οι καημοί γίνονταν τραγούδι… γεμάτο καρδιοχτύπια, χωρισμούς, μοναξιά, δάκρυα και ελπίδες…
…Σε τι να ελπίζουμε, άραγε, τώρα εμείς;