ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ!
Ένας ολόκληρος κόσμος, που ως τώρα τον συντηρούσε -και μάλιστα πλουσιοπάροχα- η τηλεόραση, όλοι σε αναγκαστική ανεργία, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα με αναποτελεσματικές στάσεις εργασίας, ενώ ένας γνωστός ηθοποιός βγήκε στην τηλεόραση για να δηλώσει ότι «είναι έτοιμος να πλύνει και λερωμένα πιάτα σε εστιατόριο», χωρίς να αποκλείεται να τον ακολουθήσουν στη λύση της απελπισίας και άλλοι, αν δεν τους δούμε σε κάποιο άλλο λιμάνι, σαν της Στυλίδας, να γίνουν δήμαρχοι για να διατηρήσουν τουλάχιστον την παλιά τους δημοσιότητα, έστω και αν θα πρέπει να πέσουν τουρτουρίζοντας στα παγωμένα νερά του Παγασητικού!
Τα ίδια και με τους ανθρώπους του Τύπου, με άγριο ξήλωμα τακτικών συντακτών καριέρας, με κλείσιμο εφημερίδων που γονάτισαν από τα έξοδα, αφού οι εφημερίδες είχαν γίνει περίπτερα, ή και μεγαλοεκδοτών που αντιμετωπίζοντας τον εφιάλτη της χρεοκοπίας μεταβάλλονται σε τηλεπερσόνες κάνονας βραδινές εκπομπές αντιγράφοντας παλιές τηλεσάχλες Μαστοράκη.
Ακόμα χειρότερα τα πράγματα στους εκδοτικούς οίκους, που στέλνουν για ανακύκλωση τις περισσότερες από τις προτάσεις όχι μόνο πρωτοεμφανιζομένων, αλλά και συγγραφέων με πείρα και όνομα, μια και από τους δέκα που μπαίνουν σε ένα βιβλιοπωλείο, οι εννέα μπαίνουν για να τα ξεφυλλίσουν και να βγουν με άδεια τα χέρια.
Μελαγχολία και στα βραδινά κέντρα που ανοίγουν πια μόνο τα παρασκευοσαββατόβραδα, ενώ οι πρώτες φίρμες της πίστας προτιμούν τις ολιγοήμερες τραγουδοσυναυλίες από τη στιγμή που ένα «Παλλάς» γεμίζει πιο εύκολα από ό,τι ένα βραδινό «γήπεδο» της Ιεράς Οδού.
Ίδια η δικαιολογία από όλους:
«Εδώ χανόμαστε, για γλέντια είμαστε τώρα; Άσε, θα το γλεντήσουμε όταν…». Κάποτε η ελπίδα στο «όταν». Όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν φύγει η Χούντα, όταν… Τώρα «όταν» σε τι;
Διάβαζα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που έγραφε ότι ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο γνωστός συνθέτης, του έλεγε πολύ στενοχωρημένος ότι «φέτος τις γιορτές δούλεψε μόνο οκτώ νύχτες». Και να είναι και ευχαριστημένος, γιατί με τη φόρα που έχει η ιστορία, ενδεχομένως του χρόνου να δουλέψει δύο νύχτες.
Προσθέτοντας στο σημείωμά του και την ερώτηση της βουλευτού κ. Άννας Νταλάρα προς τον υπουργό Πολιτισμού, κ. Παύλο Γερουλάνο, με τη διαμαρτυρία και τις ανησυχίες σχετικά με το θέμα που τέθηκε για τη «δημόσια διαβούλευση» του νέου νομοσχέδιου για τους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης των Πνευματικών Δικαιωμάτων και που είναι και η μόνη από τους 300 «περαβρέχηδες» της Ελληνικής Βουλής που ενδιαφέρθηκε για αυτό το τεράστιο θέμα που αφορά ολόκληρη την πνευματική οικογένεια του τόπου, ενώ από τους άλλους δύο «συγγενείς», τον Κώστα Καζάκο και τον Γιάννη Βούρο, ούτε φωνή ούτε ακρόαση ή μήπως ούτε και ανησυχία; Μπράβο! Και το χαρακτηρίζω «τεράστιο θέμα» επειδή αυτή η «πνευματική ιδιοκτησία» που αποτελεί και το καταστάλαγμα ενός «έργου ζωής» και που κάθε φορά που επαναλαμβάνεται και χρησιμοποιείται, είτε είναι κινηματογραφική ή τηλεοπτική σειρά, ταινία, θεατρικό έργο, βιβλίο, μουσική, τραγούδι, αποδίδει στους δημιουργούς, «γεννήτορες» ή εκτελεστές, κάποιες πενταροδεκάρες, για την εξασφάλιση, κατά έναν τρόπο, ενός αξιοπρεπούς τερματισμού της ζωής, γιατί αλίμονο αν περιμέναμε από τα 601 ευρώ που είναι η προσβλητική σύνταξη του δημιουργού, του χαρακτηρισμένου σαν «ανειδίκευτου εργάτη» (όση και του υπογράφοντος), σύμφωνα με τη νομοθετημένη εκτίμηση της πολιτείας και του, ποιος ξέρει, ποιου πανηλίθιου νομοθέτη, αλλά που και χωρίς αυτή, το πιθανότερο είναι και η «δι’ εράνου» κηδεία μας, κάτι που σαν πρόεδρος της Εταιρείας των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, ακόμα και πρόσφατα το αντιμετώπισα χάνοντας εκλεκτούς και άξιους συναδέλφους και με αναπάντητες αιτήσεις εξόδων κηδείας των στο συνήθως βαρήκοο υπουργείο Μπουρμπουλήθρας.
Τώρα σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της «δημόσιας διαβούλευσης», στο οποίο αναφέρεται η κ. Νταλάρα και που θα πρέπει να ανησυχήσει ολόκληρο τον πνευματικό κόσμο, γιατί ίσως δεν είναι σε όλους γνωστά τα παρασκήνια αυτής της «διαβούλευσης» που ο κ. Γερουλάνος τη φέρνει για να παίξει τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου.
Απλούστατα, για το «πάπλωμα» είναι ο καβγάς, με στόχο την αποδυνάμωση και τη συρρίκνωση των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης που αποτελούν και τους νομοθετημένους εισπράκτορες αυτών των δικαιωμάτων από τους χρήστες που έχουν στα χέρια τους τα πνευματικά έργα, δηλαδή κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα, τηλεοπτικές παραγωγές, μουσική στην όποια της μορφή, φωτογραφίες και τα συγγενικά δικαιώματα των εκτελεστών και που, ενώ σε λίγο κλείνει μια 20ετία από το 1993 που λειτουργεί ο νόμος, δεν έχουν σταματήσει οι αντιδικίες και οι αμφισβητήσεις των Οργανισμών με όλους εκείνους που εκμεταλλεύονται την πνευματική περιουσία, παράνομα, πειρατικά, προκλητικά και μακριά από κάθε δεοντολογία, έτσι που ο χαρακτηρισμός των «νταβατζήδων» πολύ δίκαια να τους έχει αποδοθεί.
Οι δύο ισχυρότεροι οργανισμοί είναι της ΑΕΠΙ που εισπράττει τα δικαιώματα των τραγουδιών και γενικά της μουσικής που εκτελείται σε δημόσιους χώρους (θέατρα, κέντρα, ξενοδοχεία, καφενεία κ.λπ.) και ο οργανισμός «ΑΘΗΝΑ» που εισπράττει τα πνευματικά δικαιώματα των οπτικοακουστικών έργων και συγκεντρώνει το σύνολο των σκηνοθετών και των σεναριογράφων, συνολικά 800, που εργάζονται στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Ήμουν ο πρώτος πρόεδρος και ιδρυτικό μέλος, μαζί με τον Ντίνο Κατσουρίδη, τον Λάκη Μιχαηλίδη, τον Πολ Σκλάβο κ.ά. και θυμάμαι τις περιπέτειες που είχαμε τραβήξει από τα πρώτα του βήματα.
Ήταν τότε που τα μεγάλα κανάλια, MEGA και ANT-1, ανήσυχα για τις δραστηριότητες του Οργανισμού που πιθανόν να τα ενοχλούσαν, είχαν θέσει σαν απαράβατο όρο στους συνεργάτες, σκηνοθέτες και σεναριογράφους, ότι στην περίπτωση που θα ήταν μέλη του Oργανισμού, θα έπρεπε να ξεχάσουν κάθε συνεργασία μαζί τους. Όπως και τους θυμάμαι, στην πρώτη γενική συνέλευση, όταν επιτηδείως την κοπάνησαν από τις πίσω πόρτες οι «τηλεσιτιζόμενοι» από φόβο μήπως τα χαλάσουν με τα κανάλια, με μοναδικές εξαιρέσεις τον Νίκο Φώσκολο και τον Γιάννη Δαλιανίδη που έγραψαν την απειλή στα παλιά τους τα παπούτσια! Και δεν χρειάζεται να πω ότι σήμερα το ΣΥΝΟΛΟ των σκηνοθετών και των σεναριογράφων εισπράττουν τα δικαιώματά τους από τον Οργανισμό «ΑΘΗΝΑ», έχοντας ξαναγυρίσει από την… εμπρός πόρτα του δικού μας Οργανισμού, που μπορέσαμε με μεγάλο κόπο, προσπάθειες και απώλειες να τον κρατήσουμε όρθιο στα πόδια του, ξεχνώντας, οι «αποστάτες», προφανώς από αφηρημάδα, να πουν ένα «ευχαριστώ».
…Και τα παρασκήνια της… «διαβούλευσης»!
Κρύβει πολλά και μάλλον πονηρά και ύπουλα αυτό το προτεινόμενο καινούργιο νομοσχέδιο που έρχεται να καταργήσει το υπάρχον 2121/93, με ένα αξεκαθάριστο ακόμα περιεχόμενο και που, όπως πάντα συμβαίνει με τις «ευρωπαϊκές οδηγίες», αποκλείεται να είναι για καλό μας. Ενώ, όπως πολύ σωστά αναφέρει στην ερώτησή της η κ. Άννα Νταλάρα, «η εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου, λειτουργεί σήμερα με καθολική αποδοχή του πνευματικού κόσμου, ρυθμίζοντας τα πνευματικά και τα συγγενικά δικαιώματα».
Ζήτησε κανένας να τον αλλάξουμε;
Ζητήσαμε έτσι ξαφνικά και αδικαιολόγητα κηδεμονία και υψηλή προστασία; Και μάλιστα τέτοια, όπως μαθαίνουμε, που να θυμίζει μαφιόζικη τακτική, δηλαδή που έρχεται με υποσχετικά χαμόγελα στην αρχή και πάντα «για το καλό μας», για να ακολουθήσουν μετά τα αδηφάγα σαγόνια του καρχαρία. Αυτά μόνο για το κακό μας.
Πειράζει που μπορούμε κι εμείς να διαβάζουμε βουλωμένα γράμματα;
Εκτός αν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ναρκοθετημένο νομοσχέδιο που καταφθάνει, με το σίγουρο «κούρεμα» των πνευματικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε οι «νονοί της Ευρώπης» (ξενοδοχειακές δυνάμεις, εργοστάσια οπτικοακουστικού υλικού, νομοθετημένη πειρατεία διαδικτύου), έχοντας βάλει το θαυματουργό δαχτυλάκι τους, πληρώνουν ακόμα λιγότερα ή και καθόλου, πενταροδεκάρες για τα πνευματικά δικαιώματα.
Θα ρωτήσετε: «Τότε γιατί η ”δημόσια διαβούλευση”»;
– Απλούστατα, περιστέρια μου, για να ρίξουμε τη διακοσμητική στάχτη στα μάτια και αύριο να μας πουν «εμείς σας φωνάξαμε για να διαβουλευτούμε το νέο νομοσχέδιο που μας έστειλε η καλή μαμά Ευρώπη και πάντα για το καλό μας και αφού το διαβουλευτήκαμε… το διαβουλευτήκαμε… το διαβουλευτήκαμε, στο τέλος ανοίξαμε και έξι αυγά μελάτα, τα ρίξαμε μέσα και φάγαμε την ομελέτα»!
Όπως έγινε και με το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, που αφού με τους μήνες το διαβουλευτήκαμε από χέρι σε χέρι, στο τέλος ο κ. Γερουλάνος το πέρασε νύχτα από τη Βουλή και δεν του άλλαξε λέξη. Για να μην ξαναθυμηθούμε και το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού (το πιο σύντομο ανέκδοτο), για το οποίο ο υπουργός Πολιτισμού του κ. Παπανδρέου δεν το διαβουλεύτηκε με κανένα. Απλούστατα, το αυτοδιαβουλεύτικε μόνος του και αφού του έβαλε ένα αυτοδιαβουλευμένο λουκέτο, ο άνθρωπος είναι πανευτυχέστατος.
Και όποιος ισχυριστεί ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, σίγουρα έχει κατέβει από άλλο πλανήτη…
***
ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ «ΑΝΕΚΔΟΤΟΥ» ΜΙΚΡΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ
Ο Γιώργος Ζερβουλάκος, από τις πιο παλιές «καραβάνες» του ελληνικού κινηματογράφου, πλούσιος σε πείρα με παραγωγή σημαντικών ταινιών, όπως το «Ρεμπέτικο» και το «OH! BABYLON» του Κώστα Φέρρη, το «Άρης Βελουχιώτης» του Φώτου Λαμπρινού και της «Κόντρας» του Βαγγέλη Σερντάρη, σκηνοθέτης και ο ίδιος 11 ταινιών και 200 ντοκιμαντέρ (ο αθεόφοβος!), αλλά το πιο σπουδαίο, «βαθύπλουτος» (σε μέγεθος Ωνάση!) αναμνήσεων και παρασκηνιακών «ακυκλοφόρητων» σχετικών με τη «μυθολογία του Ελληνικού Κινηματογράφου», έβγαλε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πολυτελέστατο βιβλίο με τον τίτλο «ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΟΝΕΙΡΩΝ», μέσα στο οποίο οι φανατικοί, οι αφοσιωμένοι -για να μην τους πω και «άρρωστους»- με το παλιό ελληνικό σινεμά θα βρουν πλήθος όχι μόνο από «ανεκδοτολογικά» απόρρητα που αφορούν τις ταινίες του Φίνου, της δικής μου εταιρείας, του Καραγιάννη με τον Καρατζόπουλο, του Κλέαρχου Κονιτσιώτη, του Τζέιμς Πάρρις και ένα σωρό άλλων που συνθέτουν το απίθανο μωσαϊκό των ανθρώπων και των «πεπραγμένων» τους, αλλά που βγάζουν γέλιο για την ας την πούμε «αθωότητα» της άγνοιάς τους αλλά και συγκίνηση για το κουράγιο της προσπάθειάς τους…
Θα μεταφέρω μερικά από αυτά που γράφει η κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα γι’ αυτό το έξοχο βιβλίο, γραμμένα χειρόγραφα με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο και που ακόμα και γι’ αυτό θα πρέπει να αποσύρουμε μερίδιο από τον θυμό μας για τα όσα της γράψαμε στο περασμένο «ΠΑΡΟΝ» για τις ευθύνες της σχετικά με τη ληστεία του Πικάσο στην Εθνική μας Πινακοθήκη και που ίσως είναι η λιγότερο που έφταιξε μπροστά στο υπεύθυνο κράτος, το ανίκανο να περιφρουρήσει την εθνική μας αξιοπρέπεια, που αυτή κι αν είναι εκτεθειμένη από καιρό σε κάποιο πολύ μεγαλύτερο «δημοπρατήριο ονείρων». Γράφει λοιπόν περίτεχνα η κ. Πλάκα: «Όσοι αγάπησαν τον ελληνικό κινηματογράφο, τον αυθεντικό, πριν τον προσβάλει το εισηγμένο μικρόβιο της κουλτουριάρικης εσωστρέφειας, θα απολαύσουν αυτή τη χορταστική αναδρομή, που συνοδεύεται από σπάνιο και ομιλητικό φωτογραφικό υλικό».
Και κλείνει ο Ζερβουλάκος σημειώνοντας: «Είχα την τύχη να προκάνω να ζήσω με τους μάρτυρες εκείνου του κινηματογράφου. Τους αγάπησα, δούλεψα μαζί τους, φάγαμε ψωμί, ήπιαμε κρασί, τους θυμάμαι και τους νοσταλγώ».
Κι εγώ το ίδιο, Γιώργο, και μπράβο για το βιβλίο σου. Κι εσείς, να το πάρετε, ρε, το αξίζει.