Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΑ ΡΟΥΦΗΞΕΙ ΤΟΝ 13ο ΚΑΙ 14ο ΜΙΣΘΟ;

Ως αιτιολογία για τη νέα αυτή απαίτηση φέρουν το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις ελληνικές και διεθνείς αγορές έχει μειωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια. Και για να τονωθεί η εξαγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεών μας, θα πρέπει το μισθολογικό κόστος των προϊόντων να μειωθεί κατά μεγάλο ποσοστό. Είναι γεγονός ότι όλες οι χώρες της Ευρώπης, εξαιρουμένων βέβαια των χωρών που στο παρελθόν είχαν ενταχθεί στην επιρροή της τέως ΕΣΣΔ, παρουσιάζουν υψηλό μισθολογικό κόστος, όμως το γεγονός αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για την εξαγωγική τους δραστηριότητα ούτε μειώνει την ανταγωνιστική θέση των χωρών αυτών.

Σ ήμερα η ανταγωνιστικότητα δεν στηρίζεται πλέον στο όποιο ύψος των εργατικών αποδοχών. Έχει γίνει πλέον δεκτό και από τους θεωρητικούς που ασχολούνται με τις διακυμάνσεις του κόστους των προϊόντων και από την πολιτική που ακολουθείται από τις αγορές ότι το μισθολογικό κόστος είναι στοιχείο αμελητέο για τον προσδιορισμό της ανταγωνιστικότητας.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, η ανταγωνιστικότητα συναρτάται κυρίως με τους παρακάτω παράγοντες:

α) Με την αποδοτικότητα του εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε κάθε παραγωγική μονάδα. Η αποδοτικότητα αυτή εξαρτάται κυρίως από το τεχνολογικό επίπεδο της επιχείρησης, την αποδοτικότητα του εξοπλισμού της και, φυσικά, από την οικονομική ικανοποίηση του προσωπικού. Δυστυχώς τα τελευταία 30 χρόνια, δηλαδή από το τέλος του 1981 και μετά, παρατηρείται μία άπνοια επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Έτσι η ελληνική παραγωγική μηχανή παρέμεινε στάσιμη όλο αυτό το διάστημα, με αποτέλεσμα την απαξίωσή της. Ούτε τεχνολογική πρόοδος ούτε τεχνογνωσία ούτε δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων παρατηρείται αυτό το διάστημα. Η επιστήμη έχει παραδεχθεί ότι τα μηχανήματα και τα εργαλεία αποτελούν επέκταση της σωματικής δύναμης των εργαζομένων και συντελούν στην κατακόρυφη αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Οι έλληνες επιχειρηματίες δεν τροφοδότησαν τους εργαζόμενους με τους παράγοντες εκείνους που θα προκαλούσαν αύξηση της παραγωγικότητάς τους και μείωση του παραγωγικού κόστους των προϊόντων. Έτσι, με πεπαλαιωμένο παραγωγικό μηχανισμό, επόμενο είναι τα προϊόντα μας να έχουν υστέρηση από πλευράς ανώτερης ποιότητας. Είναι προϊόντα που παρουσιάζουν χαμηλό συντελεστή προστιθέμενης αξίας στη χώρα μας και ως επί το πλείστον χαμηλή ποιότητα, που μπορούν να ικανοποιήσουν τις αγορές μόνον των τριτοκοσμικών χωρών.

β) Ο δεύτερος παράγων που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα είναι η ομαλή ροή των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και το ύψος του κόστους χρηματοδότησής τους. Όταν στην αγορά δεν επικρατεί ασφυξία ρευστότητας και το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο, τόσο συμπιέζεται το παραγωγικό κόστος και βελτιώνεται ο βαθμός ανταγωνιστικότητας. Εάν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική που ακολουθούν οι τράπεζες, τότε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να βελτιωθεί και θα παραμείνει στο σημερινό χαμηλό επίπεδο. Είναι απορίας άξιον γιατί η «τρόικα» και η κυβέρνηση έχουν βάλει στο στόχαστρό τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και δεν κάνουν απολύτως τίποτε για τη βελτίωση των άλλων παραγόντων που εμπλέκονται στη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας. Γιατί άραγε όλα τα βάρη για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να τα υπομείνουν οι μισθωτοί; Οι μόνοι αναίτιοι για τη σημερινή κρίση επωμίζονται τα βάρη της οικονομικής ανασυγκρότησης!

γ) Το φορολογικό σύστημα και η σταθερότητά του αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην εσωτερική μας αγορά, αλλά και στις διεθνείς αγορές. Βέβαια είναι γεγονός ότι τα εξαγόμενα προϊόντα αποφορολογούνται από την έμμεση φορολογία. Όμως η αστάθεια του φορολογικού συστήματος αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια προσέλκυσης νέων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Έτσι δεν μπορεί να βελτιωθεί το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγικής μηχανής και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Με την ευκαιρία σημειώνουμε ότι στη διετία 2010-2011 ψηφίστηκαν από τη Βουλή 7 φορολογικοί νόμοι, με τροποποιήσεις και επιβαρύνσεις και για τις επιχειρήσεις και για τους λοιπούς φορολογουμένους. Η κυβέρνηση Παπανδρέου πιεζόμενη και από την «τρόικα», έδωσε μια ανεπίτρεπτη ρευστότητα στο φορολογικό μας σύστημα, που κάθε φορά υπό την πίεση της «τρόικας» υιοθετούσε αλλαγές που οδήγησαν στο κλείσιμο πάρα πολλών επιχειρήσεων, στην αύξηση της ανεργίας και στην εξαθλίωση των νοικοκυριών. Και η ίδια η «τρόικα» αναγνώρισε τη λάθος φορολογική πολιτική και ομολόγησε ότι δεν περίμενε τόσο βαθιά ύφεση στη χώρα μας. Και αυτοί, οι τάχα εμπειρογνώμονες που δεν είναι σε θέση να επιμετρήσουν τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις ενός μέτρου, ανέλαβαν σ’ αυτήν τη δύσκολη περίπτωση να σώσουν την Ελλάδα από την κρίση!

δ) Ο πληθωρισμός αποτελεί και αυτός ουσιώδη παράγοντα της ανταγωνιστικότητας. Όταν στη χώρα παραγωγής ενός προϊόντος ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν που επικρατεί στις χώρες στις οποίες εξάγεται το προϊόν, τότε η ανταγωνιστικότητα της χώρας παραγωγής μειώνεται. Στην Ελλάδα, από το 1981 που γίναμε μέλος της τότε ΕΟΚ μέχρι και σήμερα, έχουμε πληθωρισμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν που παρατηρείται στις άλλες χώρες της ΕΕ που είναι και πελάτες των προϊόντων μας. Η «τρόικα», από αμάθεια προφανώς, είχε υπολογίσει ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα σημείωνε σημαντική πτώση προς όφελος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας με το κούρεμα των αποδοχών των εργαζομένων. Και σ’ αυτήν την άποψη δυστυχώς παραμένει ακόμη και ζητάει περαιτέρω μείωση των αποδοχών. Στην ελληνική αγορά, λόγω των κερδοσκοπικών δυνάμεων που δρουν εκεί, εμφανίζεται το παράδοξο: η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών να μειώνεται λόγω κουρέματος των αποδοχών και υπερφορολόγησης, και όμως παρά τη συρρίκνωση της ενεργού ζήτησης, οι τιμές να αυξάνονται και ο πληθωρισμός να ανεβαίνει. Αυτό είναι σημάδι ότι στην πληθωριστική διαδικασία δεν συμμετέχουν οι όποιες διακυμάνσεις των αποδοχών. Τουλάχιστον όσον αφορά την εσωτερική αγορά, υπάρχει αυτή η ιδιαιτερότητα την οποία ούτε οι κυβερνώντες έχουν αντιληφθεί.

ε) Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η υπερτίμηση του ευρώ αποδυνάμωσε τον βαθμό ανταγωνιστικότητας όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Εάν κρίνουμε τη νομισματική πολιτική που ακολούθησε η Ευρωζώνη μέσω της ΕΚΤ από την αρχή της οικονομικής κρίσης, έχει γίνει από όλους αποδεκτή η επισήμανση ότι η πολιτική αυτή ήταν ελλιπής για να περιφρουρήσει τα συμφέροντα των κρατών-μελών τής Ευρωζώνης. Αφ’ ης στιγμής η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου τράβηξε τον ανήφορο, επόμενο ήταν ο βαθμός ανταγωνιστικότητας της χώρας μας να έχει μειωθεί αισθητά. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νομισματική πολιτική είναι ένα όργανο (και ίσως το αποτελεσματικότερο) για τη διόρθωση της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Και από τότε που η Ελλάδα κατέστη μέλος της Ευρωζώνης έχασε πλέον το δικαίωμα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει αυτοτελώς νομισματική πολιτική. Και επομένως δεν έχει πλέον το δικαίωμα να συγκροτήσει έναν προστατευτικό μηχανισμό που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της οικονομίας μας. Και ειδικά να βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά της.

στ) Ουσιώδη παράγοντα διαμόρφωσης της ανταγωνιστικότητας αποτελεί και η συμπεριφορά του κράτους στον οικονομικό τομέα. Πολυδιάστατη είναι η επίδραση του κρατικού μηχανισμού στην οικονομική δραστηριότητα και ειδικά στα θέματα της τόνωσης της εξαγωγικής δραστηριότητας με την οποία σχετίζεται απόλυτα η ανταγωνιστικότητα. Σήμερα αυτή η ισορροπία τουλάχιστον στην Ελλάδα έχει διαταραχτεί. Οι αγορές με τους μηχανισμούς τους, στα πλαίσια της νόμιμης δραστηριότητάς τους, παράγουν πλούτο. Ένα κομμάτι του πλούτου αυτού πρέπει να διατίθεται υπό τύπον φορολογίας για τη διατήρηση του μηχανισμού του κράτους. Το κράτος πρέπει όμως και αυτό να παράγει πλούτο γιατί διαφορετικά αν στηριχτεί αποκλειστικά στον πλούτο του ιδιωτικού τομέα, τότε ασφαλώς πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των προϊόντων.

Και για να τελειώνουμε τη σημερινή μας παρουσίαση, θα πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση τις τελευταίες δηλώσεις του Χρυσοχοΐδη και της Κατσέλη, ότι δεν είχαν διαβάσει το Μνημόνιο γιατί δεν είχαν τάχα χρόνο. Αφήσανε τον γάμο και πήγαν για πουρνάρια!

Το Μνημόνιο, που θα καθόριζε το μέλλον της Ελλάδος για αρκετά χρόνια, ψηφίστηκε από τους υπουργούς και τους βουλευτές που ούτε καν το είχαν διαβάσει. Από το γεγονός και μόνο αυτό αποδεικνύεται η «ποιότητα» των υπηρεσιών που προσφέρουν σήμερα οι αδρά αμειβόμενοι ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Αυτοί έγιναν ο Κρόνος που έτρωγε τα παιδιά του. Μη γνωρίζοντας το περιεχόμενο του Μνημονίου ήταν επόμενο να μην είναι σε θέση να υπερασπιστούν και να διαπραγματευτούν τα συμφέροντα της χώρας. Τώρα που έρχεται το νέο Μνημόνιο, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα είναι επαχθέστερο από τα προηγούμενα, άραγε θα βρεθεί κάποιος βουλευτής ή υπουργός να το διαβάσει μήπως και καταφέρει η Βουλή και περισώσει κάτι; Ας το ελπίσουμε, μετά το ρεζίλι με τις ομολογίες Χρυσοχοΐδη και Κατσέλη.


Σχολιάστε εδώ