Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Τα διάφορα ονόματα, τα τηλέφωνα και μερικές συνθηματικά μαρκαρισμένες ημερομηνίες δεν μου θύμιζαν απολύτως τίποτα για τότε που, ακαδημαϊκός πολίτης πια, ένιωθα πως ήμουν ο άξονας γύρω από τον οποίον περιεστρέφετο η Γη.

Είχε αρχίσει, βλέπεις, «να λαδώνει το άντερό μας», ύστερα από την πείνα της Κατοχής, το ετοιμόρροπο κοστούμι από το δέμα της Ούνρρα το πήρε ο σκουπιδιάρης (όχι, φυσικά, για δική του χρήση) και η καινούργια κουστουμιά από ύφασμα πενιέ «Μερινός», που έραψε ο οικογενειακός μας ράφτης, έκανε τράκες στο πατάρι του Πέτρογραδ και του Πικαντίλλυ. Κάπνιζα επιδεικτικά τα μυρωδάτα εγγλέζικα τσιγάρα «Player’s» με το ναυτάκι και ενίοτε, λόγω ιδεολογίας -επειδή όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι-, αγόραζα και τα λαϊκότερα «Three, three’s», που τα κάπνιζαν τα αποικιακά στρατεύματα της Αυτού Μεγαλειότητος. Τα προμηθευόμουν από έναν πιτσιρικά που περιφερόταν πουλώντας τα πάνω σ’ έναν ταμπλά κρεμασμένο από τον λαιμό του. Τα προτιμούσα από την… μπασκλασαρία τα ελληνικά του Μαργαρίτη ή του Καπερνάρου, επειδή, φουμάροντάς τα, μέχρι και οι συναχωμένοι… μυρίζονταν την αριστοκρατική μου προέλευση. Λίγες και ανάκατες είναι οι αναμνήσεις μου από τα χρόνια εκείνα, που συνεχώς και με ταχύ ρυθμό κάτι καινούργιο έμπαζαν στη ζωή μας. Ήρθε η πενικιλίνη, το φάρμακο – πανάκεια που «θεράπευε πάσα νόσο». Διαδόθηκε το DDT, ο εξολοθρευτής όλων των ζωυφίων, ενώ κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από νάιλον έμενε άφθαρτο εις τους αιώνες. Ως και επιθεώρηση γράφτηκε με τίτλο «Όλα νάιλον». Οι μνήμες όμως μπλέκονται ημερολογιακά μεταξύ τους και, όσο κι αν ζορίζεις το μυαλούλι σου, είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις ποιο συνέβη πρώτα και τι έγινε ύστερα. Για ψυχαγωγία πάντως είχαμε τα πάρτι, τις εκδρομές και τον κινηματογράφο, όπου οι αμερικάνικες ταινίες κάθε ποιότητος και μορφής μάς μυούσαν στον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Το τρίο Στούτζες και οι αδελφοί Μαρξ θριαμβεύουν. Η Έστερ Γουίλιαμς επιδεικνύει τις κολυμβητικές της ικανότητες στην οθόνη και στα όνειρα εφήβων πάσης… ηλικίας, ο δε «Ταρζάν», ο πολύς Τζόνι Βαϊσμίλερ, μοστράρει τα μούσκουλά του, κι ας λέγανε οι κακεντρεχείς που τον ζηλεύαν πως είναι αδελφή… Μάτια δακρύζουν με την «Αμαπόλα» και καρδιές χτυπούν δυνατά στο «Νοτόριους». Προβάλλεται κι ένα από τα πολλά μιούζικαλ, το «Chattanooga Chou Chou», που τα τραγουδάκια του (Παίρνω το τρενάκι μου στις έξι και μισή…) μεταφράζονται ελληνικά «Σατανόνγκα Σο Σο» λόγω αιδημοσύνης, αφού το φρικτό εκείνο «chou chou» είναι ντροπής πράματα, και άντε να το γράψεις στην ετικέτα του δίσκου. Τα φιλμ που παίζουν οι κινηματογράφοι ανήκουν στη… Δύση και είναι προπολεμικά, ενώ ένα ρούσικο, το «Πέτρινο λουλούδι» της «Σοβ. φιλμς», που προβλήθηκε, αν θυμάμαι, στον «Έσπερο», προκάλεσε συρροή πιστών. Σωστό προσκύνημα. Οι άλλοι, οι… άπιστοι, δεν περνούσαν ούτε καν απέξω. Ήταν ώρες να ‘χουν τραβήγματα;

Μέσα στο κλίμα με τις πάμπες και τα ροντέο, η Νίτσα Μόλλυ επαίρεται τραγουδιστικά πως «»Καουμπόι είν’ ο δικός μου…», ενώ οι «Τρεις καμπαλέρος» δεν αρκούνται να είναι γνωστοί στους «βακέρος», αλλά γινήκανε αδελφοποιτοί μαζί μας. Υπήρξε, μάλιστα, νούμερο επιθεώρησης με τους Σταυρίδη, Δούκα και κάποιον τρίτον, που τον ξεχνώ, όπου παρωδούσαν τους «Τρεις καμπαλέρος» με τους τρεις βόρειους γείτονές μας, με τους οποίους λόγω του Εμφυλίου βρισκόμασταν στα μαχαίρια. Και κατέληγε το σκετς «…φωτιές μάς έχουν ανάψει / μα τους έχουμε γράψει / στους τρεις καμπαλέρος!» Η Άννα και η Μαρία Καλουτά σε νοτιοαμερικάνικη ατμόσφαιρα λανσάρουν τη «Ράσπα από το Μεξικό», που κάνει θραύση με τον δίσκο των 78 στροφών στα πάρτι. Και είναι η εποχή της αποθέωσης των πάρτι συνοδεία στραγαλιών και ρετσίνας. Το ταγκό, το φοξ ανγκλέ και το βαλς εζιτασιόν βασιλεύουν. Μέχρι και η πάντα αξιαγάπητη Σμαρούλα Γιούλη τραγουδούσε «Θέλω να χορεύω»… Υπήρξε τότε μια υπερπαραγωγή τραγουδιών ελληνικών αλλά και ξένων, μεταφρασμένων συνήθως από τον Πολ Μενεστρέλ, που ακούγονται μέχρι σήμερα. Και όπως ξαπλώνονταν παντού ταβερνούλες, όταν ξυπνούσαν τα μεράκια, ξεκρεμιόταν από τον τοίχο η κιθάρα κι ακουγόταν ανάμεσα στα τραγούδια του κρασιού η επιτυχία του Φώτη Πολυμέρη «Εχτές το δειλινό που τα ‘πια…» κάνοντας «sotto voce» αναφορές στης Πλάκας τις ανηφοριές και στο… κατοστάρι. Στη ρετσίνα, το ποτό θεών και ανθρώπων. Με το ουίσκι ελάχιστα εξασκημένα λαρύγγια είχαν επαφές, ήταν και πανάκριβο, έτσι μοναδικό ευγενές ποτό εφέρετο το βερμούτ, ενώ για τον… εκτροχιασμό άπειρης κοπελούδας ενδεδειγμένη ήταν η γλυκόπιοτη μαυροδάφνη.

Και επειδή και οι θεοί κατά κάποιον τρόπο το τσούζανε, οι κόρες του μετανάστη Πέτρου Ανδρέου συνέπηξαν το γνωστό τρίο «Andrews Sisters» και μας υπεδείκνυαν τραγουδιστά να πίνουμε «ρούμι και κόκα-κόλα», ένα κοκτέιλ πασίγνωστο ως άσμα, αλλ’ άγνωστο ως γεύση… Πάνε πια τα χρόνια εκείνα, τα γεμάτα αισθήματα και ρομαντισμό. Η παγκοσμιοποίηση τα έφαγε, τα ισοπέδωσε όλα. Και έρχεται σήμερα ο Γιάννης Αργύρης, ο άνθρωπος με τους γεμάτους έρωτα στίχους του, να τραγουδάει «Έλα μαζί μου, κάπου να πάμε, χέρι με χέρι / σ’ ένα άσπρο σύννεφο, σ’ έναν παράδεισο, σε κάποιο αστέρι / πάνω από σύννεφα, πάνω από θάλασσες κι από στεριές / στους γαλαξίες και στις απέραντες τις… ψησταριές…».

Δηλαδή, παρατάμε τις γκόμενες και πιάνουμε τους πεινασμένους!


Σχολιάστε εδώ