Κερδίσαμε την επιστροφή σπάνιου αρχαίου ελληνικού νομίσματος
Πρόκειται για ένα σπανιότατο αργυρό οκτάδραχμο, που αποδίδεται στον βασιλιά Βισαλτίας ΜΟΣΣΕΩΣ, το οποίο εξήχθη πριν από μερικά χρόνια από την ελληνική επικράτεια έπειτα από λαθρανασκαφή στη Βόρεια Ελλάδα. Από εκεί διοχετεύτηκε στο εξωτερικό και, αφού άλλαξε πολλούς κατόχους, κατέληξε να δημοπρατείται, στις 6 Οκτωβρίου 2009, στο πολυτελές ξενοδοχείο «Βaur au Lac» της Ζυρίχης από γνωστό ελβετικό οίκο εμπορίας αρχαίων νομισμάτων.
Στον εντοπισμό του μοναδικού αυτού νομίσματος έφτασαν οι διωκτικές αρχές ύστερα από ανώνυμη έγγραφη καταγγελία προς τη Διεύθυνση Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2009. Η καταγγελία αυτή συνοδευόταν από δύο φωτογραφίες του επίμαχου νομίσματος καθώς και χρήσιμες πληροφορίες που παρέπεμπαν σε συγκεκριμένες ενέργειες αρχαιοκαπήλων να πουλήσουν αρχικά το νόμισμα στη Βόρεια Ελλάδα το 2006. Η ανώνυμη καταγγελία συνοδευόταν από συγκεκριμένα στοιχεία για επικείμενη δημοπρασία του νομίσματος στις 6.10.2009 στην Ελβετία και καλούσε τις ελληνικές αρχές να επέμβουν άμεσα για να την αποτρέψουν. Οι ελληνικές διωκτικές αρχές, σε συνεργασία με την Interpol Eλβετίας, το υπουργείο Πολιτισμού και την ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη, ενήργησαν αστραπιαία και κατάφεραν να πετύχουν την τελευταία στιγμή τη δέσμευση του νομίσματος από την Αστυνομία της Ζυρίχης και ενώ αυτό είχε ήδη τυπικά δημοπρατηθεί αντί 116.500 ελβετικών φράγκων! Τον Δεκέμβριο του 2009 έλληνες εμπειρογνώμονες του Νομισματικού Μουσείου μετέβησαν στη Ζυρίχη και, αφού εξέτασαν το νόμισμα, διενήργησαν πραγματογνωμοσύνη, με την οποία τεκμηριώθηκε η απόλυτη ταύτιση του νομίσματος που εξήχθη παρανόμως από την Ελλάδα με το επίμαχο νόμισμα που δεσμεύτηκε στη δημοπρασία. Τον Φεβρουάριο του 2010 η αρμόδια Εισαγγελία Σερρών ζήτησε με αίτημα δικαστικής συνδρομής από τις ελβετικές αρχές την κατάσχεση και τον επαναπατρισμό του νομίσματος, ενώ στη συνέχεια ο ελβετικός οίκος δημοπρασίας αρνήθηκε την εξώδικη επιστροφή του νομίσματος στο ελληνικό Δημόσιο, αμφισβήτησε τη βασιμότητα του ελληνικού αιτήματος και τη σχετική απόφαση της Εισαγγελίας Ζυρίχης και προσέφυγε στο Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο.
Ο δικηγόρος Αθηνών και Ελβετίας Ηλίας Σ. Μπίσιας, στον οποίο ανατέθηκε ο χειρισμός της υπόθεσης αυτής και η εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους ενώπιον της ελβετικής Δικαιοσύνης, δήλωσε με αφορμή την έκδοση της απόφασης του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ποινικού Δικαστηρίου τα εξής:
«Η απόφαση του δικαστηρίου δίνει σε όλους μας, όσους εργαστήκαμε για τη διεκδίκηση και τον επαναπατρισμό του σημαντικού αυτού μνημείου της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ιδιαίτερη ικανοποίηση και δικαιώνει τους αγώνες της χώρας μας για την πάταξη της διεθνούς αρχαιοκαπηλίας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των αντιδίκων περί καλόπιστης αγοράς του επίδικου νομίσματος το 2006 στην Ελβετία από παναμέζικη εταιρεία, το δικαστήριο σχημάτισε κρίση υπέρ της πιθανολόγησης της ελληνικής προέλευσης του επίδικου νομίσματος και της αυθεντικότητάς του. Το ασημένιο οκτάδραχμο αντιμετωπίστηκε στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης ως προϊόν εγκλήματος, το οποίο εξήχθη παράνομα από τη χώρα μας και ακολούθως διατέθηκε παράνομα στο εξωτερικό. Τον λόγο τώρα έχει η ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία θα πρέπει με βάση το αποδεικτικό υλικό που της απεστάλη από την Ελβετία αλλά και τη δική της έρευνα να ολοκληρώσει την ανάκριση που διεξάγεται για την υπόθεση αυτή και να παραπέμψει σε δίκη τους ποινικά υπευθύνους. Άπαντες οι εμπλεκόμενοι είναι αλλοδαποί και κατοικοεδρεύουν στο εξωτερικό. Οι τελευταίοι θα κληθούν να λογοδοτήσουν για την κλοπή και διάθεση στο εξωτερικό του σπάνιου αυτού νομίσματος αλλά και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που έλαβε χώρα στην Ελβετία. Η παράδοση του νομίσματος στις ελληνικές αρχές θα λάβει χώρα μόλις εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ποινικού δικαστηρίου που θα διατάσσει τη δήμευση του νομίσματος. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε καταφέρει με πενιχρά μέσα, αλλά με πολύ μεγάλη θέληση και προσπάθεια να επαναπατρίσουμε επιτυχώς από την Ελβετία σημαντικά ελληνικά μνημεία. Θα θυμίσω τις βυζαντινές τοιχογραφίες του 14ου μ.Χ. αιώνα, που είχαν κλαπεί το 1978 από βυζαντινό ναό στη Στενή Ευβοίας, οι οποίες εντοπίστηκαν το 2007 στην κατοχή γνωστού ιταλού αρχαιοκάπηλου στη Βασιλεία Ελβετίας και τις οποίες επαναπατρίσαμε τον Φεβρουάριο του 2010 με αμετάκλητη απόφαση της Εισαγγελίας Βασιλείας. Το 2008 διεκδικήσαμε και επαναπατρίσαμε επιτυχώς μια αρχαία λήκυθο του 5ου αι. π.Χ. που εξήχθη από την Ελλάδα από λαθρανασκαφή, εντοπίστηκε αρχικώς σε διεθνή έκθεση στο Μάαστριχτ και αργότερα στην κατοχή ελβετού αρχαιοπώλη στη Βασιλεία, ενώ δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το άγαλμα του Απόλλωνος Λυκείου, που είχε κλαπεί από Μουσείο της Γόρτυνας, εντοπίστηκε σε γκαλερί γνωστού αρχαιοπώλη της Βασιλείας και καταφέραμε να επαναπατρίσουμε εξωδίκως το 2007».