Τουρκία: Στρατός και πολιτικοί
Μια πρόσφατη εξέλιξη στα τουρκικά τεκταινόμενα δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και ακόμη περισσότερο ασχολίαστη. Όταν, μάλιστα, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλων συναφών εξελίξεων, που συνδέονται με τον ρόλο των στρατιωτικών στη σημερινή Τουρκία.
Ο διατελέσας 7ος Πρόεδρος της Τουρκίας, στρατηγός Εβρέν, αντιμετωπίζει κατηγορίες για εγκλήματα κατά του κράτους, που του απαγγέλθηκαν για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα του 1980, όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Έτσι, τριάντα και πλέον χρόνια μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, αρμόδια τουρκική δικαστική αρχή ανακοίνωσε ότι ο ειδικός ανακριτής που ερευνούσε την υπόθεση παραπέμπει σε δίκη τον Εβρέν και προτείνει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Ο 94 ετών σήμερα στρατηγός είναι εκείνος, υπενθυμίζουμε, που οργάνωσε το πραξικόπημα τον Σεπτέμβριο του 1980 και παρέμεινε επικεφαλής του στρατιωτικού καθεστώτος, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε «Πρόεδρος» της χώρας επί εννέα συναπτά έτη.
Μια άλλη υπόθεση προηγουμένως είχε ήδη ταράξει την πολιτική ζωή της Τουρκίας. Είναι η γνωστή υπόθεση «Εργκένεκον», που προκάλεσε τη σύλληψη και τη δικαστική δίωξη του ενός δεκάτου των τούρκων στρατηγών. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ένα συνωμοτικό δίκτυο απέβλεπε στην ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, που θεωρούσε ότι απειλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Εντυπωσιακή εξέλιξη αποτέλεσε και η πρόσφατη σύλληψη του Ιλκέρ Μπασμπούγ, αρχηγού των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων από το 2008 έως το 2010, για απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης. Θα αποτελούσε αποκύημα, ασφαλώς, της φαντασίας ο ισχυρισμός, λίγα χρόνια πριν, ότι κάποιος τούρκος στρατηγός θα μπορούσε να συλληφθεί και να δικαστεί από πολιτικό δικαστήριο.
Οι καιροί όμως αλλάζουν.
Τον Σεπτέμβριο του 2010, το 58% του τουρκικού λαού ενέκρινε 26 συνταγματικές αλλαγές, που αφορούσαν μεταξύ άλλων -για πρώτη φορά από την εποχή του Κεμάλ- και το στράτευμα. Υπενθυμίζουμε ότι με τις αλλαγές αυτές επανοριοθετείται η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, εις τρόπον ώστε οι στρατιωτικοί να λογοδοτούν πλέον, για εγκλήματα κατά του πολιτεύματος, στα πολιτικά δικαστήρια.
Πολλοί πίστεψαν τότε ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή της παντοδυναμίας των στρατιωτικών και ότι οι πολλαπλοί ρόλοι τους εξαλείφθηκαν.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Όντως, ο ρόλος των στρατιωτικών στη σημερινή Τουρκία έχει συρρικνωθεί και δεν είναι ο ίδιος με εκείνον της μετά Κεμάλ εποχής. Πιστεύουμε όμως ότι αποτελεί βεβιασμένο συμπέρασμα να ισχυριστεί κανείς ότι η υποχώρηση της θέσης του στρατεύματος στη σημερινή Τουρκία, και όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην τρέχουσα συγκυρία, θα έχει θετικές για τη χώρα μας επιπτώσεις. Ο λόγος είναι απλός. Οι δραστηριότητες των στρατιωτικών ηγητόρων της γείτονος και κυρίως αυτές που συνδέονται με τις γνωστές αμφισβητήσεις και παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας, εξακολουθούν αμείωτες, χωρίς η πολιτική εξουσία να προσπαθεί να εκτρέψει από τους ρόλους αυτούς το στράτευμα. Οι παραβάσεις και παραβιάσεις του εναερίου χώρου της χώρας μας, οι υπερπτήσεις στα νησιά μας, οι «αβλαβείς» διελεύσεις των τουρκικών πολεμικών και γενικά οι αμφισβητήσεις της κυριαρχίας μας συνεχίζονται.
Ασφαλώς η κυβέρνηση Ερντογάν επιθυμεί να εξαλείψει τους παραδοσιακούς ρόλους που το τουρκικό στράτευμα είχε αναλάβει κατά τη μετακεμαλική περίοδο. Όχι όμως αυτούς που θα έβαζαν τέλος στη συνεχιζόμενη πρακτική των αμφισβητήσεων και των παραβιάσεων κατά της χώρας μας.
Είναι γεγονός ότι ο κεμαλισμός στη σημερινή Τουρκία των Ερντογάν και Νταβούτογλου δεν είναι ο ίδιος. Δεν έχει τις ίδιες αντοχές με το παρελθόν ούτε και αποτελεί τη μοναδική και επικρατούσα ιδεολογία που επηρεάζει τις εκφάνσεις της τουρκικής ζωής. Τούτο όμως δεν πρέπει να μας κάνει να επαναπαυόμαστε. Η στροφή του κυβερνώντος κόμματος στην Τουρκία προς τον νεοοθωμανισμό ασφαλώς και δεν προμηνύει υιοθέτηση ηπιότερης πολιτικής από την Άγκυρα και εγκατάλειψη της αδιάλλακτης πολιτικής της.
Τούτο πρέπει πάντοτε να το λαμβάνουμε υπόψη σε όλες τις σχετικές αναλύσεις και προβλέψεις. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε να βασίσουμε τις εκτιμήσεις μας σε λανθασμένες βάσεις, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουμε.