Πα­τρί­δα

Ε­κεί­νοι, τό­τε…
342 προ Χρι­στού. Μή­νας Αύ­γου­στος. Ε­ξου­θε­νω­μέ­νο α­πό τις κα­κου­χί­ες των μα­χών, το στρά­τευ­μα των Μα­κε­δό­νων ξε­κι­νά το μα­κρύ τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής. Δια­σχί­ζει τη Γε­δρω­σί­α έ­ρη­μο. Ά­νυ­δρη, ξε­ρή γη, σκό­νη, ή­λιος πυ­ρα­κτω­μέ­νος. Οι στρα­τιώ­τες προ­σφέ­ρουν στον Α­λέ­ξαν­δρο σ’ έ­να κρά­νος λί­γο νε­ρό που το μά­ζε­ψαν στα­γό­να στα­γό­να. Ο βα­σι­λιάς τους παίρ­νει το κρά­νος και χύ­νει το νε­ρό στη γη. «Α­φού δεν υ­πάρ­χει νε­ρό για να ξε­δι­ψά­σε­τε ε­σείς, δεν θα πιω ού­τε ε­γώ».
Ε­κεί­νοι, τό­τε…
Α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα Στρα­τη­γού Μα­κρυ­γιάν­νη: «Εί­χα δύ­ο α­γάλ­μα­τα πε­ρί­φη­μα. Μια γυ­ναί­κα κι έ­να βα­σι­λό­που­λο, α­τό­φια. Φαί­νο­νταν οι φλέ­βες, τό­σην ε­ντέ­λειαν εί­χαν. Ό­ταν χά­λα­σαν τον Πά­ρο, τά­χαν πά­ρει κά­τι στρα­τιώ­τες και στ’ Άρ­γος θα τα που­λού­σαν κά­τι Ευ­ρω­παί­ων. Χί­λια τά­λα­ρα γύ­ρευαν.
Πή­ρα τους στρα­τιώ­τες, τους μί­λη­σα: Αυ­τά, και δέ­κα χι­λιά­δες τά­λα­ρα να σας δώ­σουν, να μην κα­τα­δε­χτεί­τε να βγού­νε απ’ την πα­τρί­δα μας.
ΓΙ’ ΑΥ­ΤΑ ΠΟ­ΛΕ­ΜΗ­ΣΑ­ΜΕ».
Ελ­λά­δα 2012, έ­τος 3 μνη­μο­νια­κής κα­το­χής. Οι βα­σι­λιά­δες μας, που πο­τέ τους δεν πο­λέ­μη­σαν που­θε­νά, αλ­λά ήρ­θαν με­τά τους πο­λέ­μους να κλέ­ψουν τη δό­ξα αυ­τών που πο­λέ­μη­σαν, κι α­φού πλού­τι­σαν και πλου­τί­ζουν α­στα­μά­τη­τα χω­ρίς πο­τέ να έ­χουν κο­πιά­σει για τί­πο­τα, στε­ρούν το νε­ρό α­πό τη μά­να, το ψω­μί α­πό τον πα­τέ­ρα και το γά­λα α­πό το παι­δί. Και γυ­ρεύ­ουν να νοι­κιά­σουν ή να που­λή­σουν τα Α­γάλ­μα­τα, για να μη χρειά­ζε­ται να τα έ­χου­με και έ­γνοια κι ευ­θύ­νη.
Κι ε­μείς, τώ­ρα; Τι θα κά­νου­με;


Σχολιάστε εδώ