Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Ανάμεσά τους όμως ξεχώριζε, προκαλώντας αβίαστα συγκίνηση, μια θαλασσί λιλιπούτεια ατζέντα του «Μινιόν» με σημαδεμένες μερικές ημερομηνίες, που «δεν επρόκειτο ποτέ να ξεχαστούν», κι όμως ξεχάστηκαν πριν καλά καλά περάσει εξάμηνο. Θες από μαύρο χιούμορ, θες επειδή ήταν ολίγον σουβενίρ… λησμονιάς, θες ακόμη από μαζοχισμό, η μικρή-πικρή μου ατζέντα καταχωνιάστηκε για να βρεθεί εξήντα τόσα χρόνια μετά, όπως ανακαλύπτονταν περίπου και οι τάφοι των Φαραώ…
…Αθήνα, Δεκέμβριος 1948. Σε λίγες μέρες ένας καινούργιος χρόνος θα αρχίσει να γράφει τη δική του ιστορία, χρόνος καθοριστικός, καθώς ο Εμφύλιος μαίνεται σε όλη την Ελλάδα, όπου έξω από την κατ’ επίφαση ειρηνική ζωή της Αθήνας δεν υπάρχουν παρά μάχες, σκοτωμοί και ανυπολόγιστες καταστροφές. Η πρωτεύουσα προσπαθεί «εντός των τειχών» να αναστήσει το προπολεμικό της κλίμα, δημιουργώντας ένα κακέκτυπο της κάποτε «belle ?poque» με τα καινούργια φώτα, δηλαδή τους σωλήνες φθορισμού που πρωτοέκαναν την εμφάνισή τους, προσδίδοντας χλιδή στα στέκια όπου σύχναζαν Ατθίδες με εμπριμέ από τσίτι και «λεοντιδείς» με μπόλικο «μπριγιόλ» στα μαλλιά… Κοντά στα φώτα φθορισμού, μια άλλη επαναστατική ανακάλυψη ερχόταν να κάνει ευκολότερη τη ζωή των ανθρώπων, έστω κι αν ξερνοβολούσε μελάνι και κατέστρεφε σακάκια και πουκάμισα: το στιλό διαρκείας, το μετέπειτα γνωστό Bic.
Μέσα σ’ αυτήν την περίεργη και ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, το «Μινιόν» περνά στη δεύτερη μεταμόρφωσή του. Η πρώτη έγινε μέσα στην Κατοχή, όταν οι ιδιοκτήτες ενός μεγάλου περιπτέρου στα Χαυτεία, ενός περιπτέρου που σε τίποτα δεν έμοιαζε με τα τότε κλουβιά και που μάλλον προς τα σημερινά έφερνε με την ποικιλία της πραμάτειας του, νοίκιασαν μια σούδα λιγάκι παραπάνω και άνοιξαν ένα κατάστημα που το βάφτισαν «Μινιόν», με εμπορεύματα αχταρμά, από είδη μόδας μέχρι και ψιλικά. Το μότο ήτανε: «Μινιόν- Το μεγαλύτερο μικρό κατάστημα» και χάρη στις καλές τιμές του κατόρθωσε να επιβιώσει. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το «Μινιόν» πέρασε στη δεύτερη φάση του ανοίγοντας ένα «πολυκατάστημα», όπως τα χαρακτηρίζουμε σήμερα, γωνία Σατωβριάνδου και Πατησίων, περιοχή που ήταν η… Μέκκα των ψησταριών, και προσαρμόζοντας το μότο σε: «Νέο Μινιόν – Το μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα» αναμετριόταν με τους κολοσσούς «Λαμπρόπουλο», «Δραγώνα» και άλλους «συναδέλφους» του, που το αντιμετώπιζαν αφ’ υψηλού, ενδεχομένως με τη χλευαστική παροιμία: «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες…».
Το «Νέο Μινιόν» όμως, χάρη στις χαμηλές τιμές του και την έξυπνη εμπορική του στρατηγική, με τις πολλές πρωτότυπες προσφορές, όπως «αγοράζοντας ένα κοστούμι παίρνεις δωρεάν και δεύτερο παντελόνι» ή το σύστημα «ντούμπλεξ», όπου με την αγορά ενός προϊόντος το δεύτερο κόστιζε στο 50% της τιμής του πρώτου, μαζί με συνεχή διαφήμιση, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβληθεί στην αγορά αλλά και να γίνει πολύ δημοφιλές, κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Κάνοντας διαρκώς άλματα και δίνοντας κυριολεκτικά «ρεσιτάλ» στις γιορτές των Χριστουγέννων με εντυπωσιακές βιτρίνες και διάφορα επικοινωνιακά τρικ, δημιουργούσε συνωστισμό μέσα και έξω από το κατάστημα. Τότε προσέφερε σαν μποναμά στους πελάτες του μιαν ατζέντα, προτρέποντας από τα ΜΜΕ τους Αθηναίους «να περάσουν να πάρουν την ατζέντα τους, έστω κι αν δεν αγοράσουν τίποτα…».
Με κάτι ασήμαντα δωράκια, βρέθηκα από το ταμείο στην παραλαβή. Μαζί με τα ψώνια μού έδωσαν και την πολύτιμη ατζέντα και η χαμογελαστή υπάλληλος με ρώτησε ευγενικά: «Θέλετε ακόμη μία;». Ήθελα!
Στα χρόνια εκείνα, που στο μυαλό πολλών σύγχρονών μας θεωρούνται προκατακλυσμιαία, μια από τις πρώτες ασχολίες του κόσμου με τον ερχομό του καινούργιου χρόνου ήταν να αντιγράψει στην καινούργια του ατζέντα τις σημειώσεις και κυρίως τα τηλέφωνα από την περυσινή, που περνούσε στην… εφεδρεία και συχνότερα στον σκουπιδοτενεκέ. Ένας περισσότερο σχολαστικός δεν περιορίζετο μόνον στην αναγραφή τηλεφώνων και διευθύνσεων, αλλά ανατρέχοντας τις σελίδες ολόκληρου του χρόνου σημείωνε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να του υπενθυμίζουν διάφορες κοινωνικές και λοιπές υποχρεώσεις του. Έτσι, φιλοπαίγμων τότε νεαρός, φυλλομετρώντας την ατζέντα φίλου, απόρησε με την πληθώρα των «memo» και χωρίς να γίνει αντιληπτός συμπλήρωσε στην 31η Δεκεμβρίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς, την υπενθύμιση: «Να πλύνω τα πόδια μου…».
Η συνέχεια ανήκει στα ευκόλως εννοούμενα, για τα οποία στο σχολειό μάς εξήγησε ο δάσκαλός μας πως δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι που και ένας ηλίθιος θα καταλάβαινε. Στη λέξη «ηλίθιος» κοίταζε τον Παντελή. Για την ιστορία και μόνον, ο εν λόγω Παντελής σταδιοδρόμησε ως «τεχνοκράτης», καλούμενος για ψύλλου πήδημα στα «παράθυρα» της TV να πει τη γνώμη του.
Έχοντας από καιρό αποσυρθεί στο καβούκι μου, οι γνώσεις μου για τις επικρατούσες συνήθειες της πιάτσας στον «καθ’ ημέραν βίον μας» είναι όσες κι ενός φαροφύλακα απομεμακρυσμένης βραχονησίδας. Επομένως αγνοώ αν συνεχίζεται η βασιλεία της ατζέντας στην ηλεκτρονική εποχή μας. Ίσως ελάχιστοι μεγαλοσχήμονες να διατηρούν μια δερματόδετη με τυπωμένα «χρυσοίς γράμμασι» λατινικά τα αρχικά τους, για να τους υπενθυμίζει το «Do it today» και κυρίως για να τη μοστράρουν καταλλήλως. Υπήρχε όμως και μια μεγάλη κατηγορία ατόμων που ακολουθούσαν μόλις την αποκτούσαν όλη τη διαδικασία «μεταφοράς δεδομένων», λίγες όμως ημέρες αργότερα, πριν κλείσει καν μήνας, την πετούσαν σε κάποιο συρτάρι επειδή ήταν μπελάς, κι ας είχαν νιώσει ανείπωτη χαρά όταν την απέκτησαν… Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Έτσι βρέθηκε στα χέρια μου σαν… «σκελετός στο ντουλάπι» η περίφημη θαλασσί ατζέντα του «Νέου Μινιόν» και με γύρισε πίσω στα χρόνια εκείνα…
…Ήταν, θυμάμαι, ένας πολύ κρύος Δεκέμβρης. Η υγρασία περόνιαζε το σώμα και κάποιες ημέρες μάλιστα μια πυκνή χιονοθύελλα δεν το έστρωνε μεν, μετέτρεπε όμως τους διαβάτες σε κινούμενους χιονάνθρωπους. Η θέρμανση στα σπίτια σχεδόν ανύπαρκτη. Μια ξυλόσομπα ή πιο συχνά ένα μαγκάλι περιόριζε το τουρτούρισμα. Τα «δέματα από την Αμερική», με περιεχόμενο τα κάθε λογής αποφόρια, και οι διανομές της «Ούνρα» ανάλογου ιματισμού εξακολουθούσαν να δίνουν λύση για την ενδυμασία σε πολλές οικογένειες. Για τους πιο ευκατάστατους είχαν γίνει πολύ της μόδας τα «τρενς-κοτ», ένα σκέτο πανάκι, δηλαδή, που φιλοδοξούσε να υποκαταστήσει το παλτό και την καμπαρντίνα, σε στιλ «μιλιτέρ» και σε χρώμα μπεζ προς λευκό, καθώς και τα κρεπ παπούτσια, που κατακτούσαν τα πόδια αρσενικών και θηλυκών. Ένα περίεργο μαγαζί άνοιξε στη γωνία Εμμανουήλ Μπενάκη και Πανεπιστημίου. Λεγόταν «ΟΔΙΣΥ» και πουλούσε είδη «συμμαχικού υλικού», από νιτσεράδες μέχρι ξυραφάκια. Οι πάγκοι με τα παιχνίδια στην Αιόλου, οι βιτρίνες της Ερμού που καλλιεργούσαν όνειρα στον θηλυκόκοσμο και τα σοβαρά και ανδροπρεπή μαγαζιά της Σταδίου έδιναν το γιορτινό χρώμα στην Αθήνα. Και ο Τζίμης Μακούλης τραγουδούσε το μεγάλο του σουξέ: «Αμαξά, τράβα μπρος μες στην μπόρα. / Δεν με νοιάζει κι αν πέφτει βροχή…».