Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Θα ήταν αναγκαίο, βεβαίως, να εφαρμοσθεί ταυτοχρόνως, ως συνοδευτική πολιτική, μια αυστηρή δημοσιονομική περισυλλογή, αλλαγή και αναμόρφωση του κράτους και αναπτυξιακή πολιτική. Η τελευταία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην ύφεση και την ανεργία και ως κινητήρας για την επιστροφή στην αύξηση του εθνικού προϊόντος.

Αυτά τα αυτονόητα δεν έγιναν. Δεν έπρεπε, υποτίθεται, να «εκτεθεί» και να δυσφημισθεί η χώρα και να τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα και η αξιοπιστία της Ευρωζώνης.

Προεκρίθη το Μνημόνιο, το οποίο παρουσιάσθηκε ως συνταγή «σωτηρίας» και Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Τα αποτελέσματα ήρθαν γρήγορα. Η αδιανόητη αναδιάρθρωση έγινε συζητήσιμη. Όχι όμως πια με πρωτοβουλία της Ελλάδος, αλλά με δεδομένες τις δεσμεύσεις και το προηγούμενο που δημιούργησε το Μνημόνιο.

Καθοριστικά στοιχεία των δεσμεύσεων αυτών είναι: η εισαγωγή του Αγγλικού δικαίου στο Ελληνικό χρέος. Η «αμετάκλητη παραίτηση» της Ελλάδος από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας. Η υποθήκευση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας ως εμπράγματη εγγύηση για τα 110 δισ. ευρώ του Μνημονίου. Το δικαίωμα των δανειστών να εκχωρήσουν σε τρίτους τις απαιτήσεις τους. Η παραίτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα προσφυγής σε δανεισμό από τρίτους. Ο προληπτικός αποκλεισμός κάθε δυνατότητας συμψηφισμού του Ελληνικού χρέους με άλλες απαιτήσεις της Ελλάδος (βλ., π.χ., Γερμανικές αποζημιώσεις για την Κατοχή και το Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο). Παραλλήλως, κάθε μορφή αναπτυξιακής πολιτικής παραπέμφθηκε στις καλένδες, για την περίοδο μετά τη δημοσιονομική εξυγίανση και όταν θα έχει αλλάξει η χώρα «αναπτυξιακό μοντέλο»!

Ποιο είναι αυτό το προβαλλόμενο «νέο» αναπτυξιακό μοντέλο; Η κατεδάφιση κάθε έννοιας εθνικής πολιτικής και εθνικής οικονομίας. Η άκριτη ιδιωτικοποίηση των πάντων και η προσμονή της αναπτύξεως από τις επενδύσεις που υποτίθεται ότι θα φέρουν οι ξένοι επενδυτές. Οι τελευταίοι προεξοφλείται ότι θα έρθουν να αγοράσουν, σε τιμή ευκαιρίας, τις δημόσιες επιχειρήσεις, κατά πρώτο λόγο, και τους εθνικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους.

Αναγκαία προϋπόθεση, βεβαίως, για την προσέλκυση των ξένων επενδυτών είναι η δημιουργία του κατάλληλου επενδυτικού κλίματος. Κύριο κριτήριο αναφοράς γι’ αυτό είναι η περίφημη «ανταγωνιστικότητα» με όρους παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

ΠΟΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Οι πρόσφατες συζητήσεις και πιέσεις για νέες περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις, περιλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα, δείχνουν σαφώς ότι προωθείται ένα συγκεκριμένο σχέδιο «εσωτερικής», όπως λέγεται, «υποτιμήσεως». Η δημοσιονομική απόδοση των προτεινομένων μέτρων είναι αμφίβολη, εφόσον επιφέρουν μεγαλύτερη ακόμη ύφεση. Το Βρετανικό περιοδικό «Economist» προβλέπει ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα φθάσει, το 2012, στο 7% του ΑΕΠ, η δεύτερη χειρότερη επίδοση στον κόσμο, μετά το Σουδάν.

Η επιζητούμενη, επομένως, μείωση, περιλαμβανομένης της οροφής του κατωτάτου μισθού, παραπέμπει σε κάτι πιο δομικό, πέρα από την απλή δημοσιονομική εξυγίανση. Στη μείωση δηλαδή του επιπέδου ζωής και του κόστους παραγωγής. Αποτελεί, επομένως, από την άποψη αυτή, αυτοσκοπό. Ο τελευταίος συντελείται μέσα από την ύφεση, εφόσον θεωρείται τεχνητό το επίπεδο ζωής και αναγκαίο να υποβιβασθεί στο όριο της πραγματικής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Ποιο είναι όμως αυτό το όριο, υπό συνθήκες ανοικτών συνόρων και παγκοσμιοποίησης;

Η Ισπανία, π.χ., μείωσε τον κατώτατο μισθό στο εξωφρενικό όριο των 150 ευρώ. Αυτό δεν συνέβαλε καθόλου στη μείωση της ανεργίας, που παραμένει επί χρόνια στο 20% περίπου. Η μείωση του κατωτάτου μισθού απευθυνόταν, προφανώς, στους 600.000 λαθρομετανάστες, που έσπευσε να νομιμοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός Θαπατέρο. Επεδίωξε μ’ αυτό να ενισχύσει την «ανταγωνιστικότητα» της Ισπανίας, με φθηνή εργασία συγκεκαλυμμένων ξένων δουλοπαροίκων.

Η πολύ «σοσιαλιστική» αυτή πολιτική Θαπατέρο, εμπνεόμενη από τον νεοφιλελεύθερο διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης, δεν τον βοήθησε και τόσο πολύ. Τα όρια της ανταγωνιστικότητας για προϊόντα ανειδίκευτης ή λίγο ειδικευμένης εργασίας είναι ακόμη πολύ πιο κάτω σε χώρες, π.χ., όπως η Κίνα ή η Ινδία.

Αντιθέτως, όμως, η μαζική νομιμοποίηση λαθρομεταναστών κατέστησε την Ισπανία μαγνήτη λαθρομεταναστεύσεως. Ο ίδιος ο Θαπατέρο χρειάσθηκε να πάρει, στη συνέχεια, δρακόντεια μέτρα για να ανακόψει και να ελέγξει τη μαζική λαθρομετανάστευση.

Συγκριτικά, η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη ακόμη θέση από την Ισπανία. Πρώτον, γιατί έχει πολύ υψηλότερο έλλειμμα και χρέος. Δεύτερον, γιατί δεν έχει την παραγωγική και βιομηχανική υποδομή της Ισπανίας. Τρίτον, γιατί άφησε πλήρως ανεξέλεγκτη τη λαθρομετανάστευση, με ό,τι αυτό σημαίνει για την αγορά εργασίας αλλά και για την κοινωνική και εθνική της συνοχή.

Πού τίθεται επομένως το όριο της ανταγωνιστικότητας για την Ελλάδα; Στο επίπεδο, π.χ., της Βουλγαρίας, η οποία είναι «ανταγωνιστική» και προς την οποία μεταναστεύουν πολυάριθμες Ελληνικές επιχειρήσεις;

Ποιος ρόλος αποδίδεται, στο πλαίσιο αυτό, στη λαθρομετανάστευση;

Μήπως οι προαγωγοί, προπαγανδιστές και απολογητές της παγκοσμιοποίησης βλέπουν σ’ αυτήν έναν συμπληρωματικό και αναγκαίο παράγοντα για την εθνική αποδόμηση αλλά και ειδικότερα για το αναγγελλόμενο νέο παγκοσμιοποιημένο «αναπτυξιακό μοντέλο»; Ένα μοντέλο δηλαδή που θα έχει στην κορυφή μια οικονομική ολιγαρχία και το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στη βάση ένα φθηνό «ανταγωνιστικό» εργατικό δυναμικό, που θα πιέζεται ασφυκτικά προς τα κάτω από μια τεράστια τριτοκοσμική εργατική εφεδρεία; Η εφεδρεία αυτή μπορεί ν’ αντικαθιστά τους «ακριβούς» Έλληνες εργαζόμενους με φθηνούς εισαγόμενους αλλοδαπούς. Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν, άλλωστε, την «ελευθερία» να διακινηθούν στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή αγορά ή να ξαναπάρουν το μονοπάτι της μεταναστεύσεως στην Αυστραλία ή τον Καναδά. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει για την Ελλάδα και το μέλλον του Ελληνικού λαού ένα τέτοιο «αναπτυξιακό» δήθεν μοντέλο.

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΜΕΤΡΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΕΝΩΣΗ. ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΟΜΩΣ ΑΜΕΣΑ ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΜΕ ΠΡΩΤΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως συνεστήθη από χώρες που είχαν σε αδρές γραμμές ένα συγκρίσιμο αναπτυξιακό και βιοτικό επίπεδο. Η κοινή αγορά θεσμοθετήθηκε πάνω στη βάση αυτή και πάνω στην αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, για την υποστήριξη και προάσπιση της Ευρωπαϊκής παραγωγής. Η ανταγωνιστικότητα είχε, μέσα στο πλαίσιο αυτό, πολύ συγκεκριμένο και ισότιμο περίπου περιεχόμενο, εφόσον αναφερόταν σε χώρες και αγορές που είχαν ένα κοινό σχετικά επίπεδο.

Ακόμη και μετά τη διεύρυνσή της σε 15 χώρες-μέλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση διετήρησε τους κοινούς παρονομαστές της, γιατί εισήγαγε, προς όφελος των λιγότερο ανεπτυγμένων μελών της, την πολιτική αρχή της συγκλίσεως και της συνοχής. Θα έπρεπε δηλαδή ν’ αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής πολιτικής η μέριμνα για την εσωτερική συνοχή και σύγκλιση του αναπτυξιακού και βιοτικού επιπέδου όλων των χωρών-μελών.

Ήδη όμως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο νεοφιλελευθερισμός, που μεσουρανούσε στον Αγγλο-Σαξονικό κόσμο, σε συνδυασμό με τη Βρετανική πολιτική, που ήταν αντίθετη με την ιδέα μιας συνεκτικής πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, άρχισε να επηρεάζει καθοριστικά την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η κατάσταση αυτή χειροτέρευσε με τις γεωπολιτικές αλλαγές που έφερε στην Ευρώπη η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η ενοποίηση της Γερμανίας και η έλευση της παγκοσμιοποίησης.

Η θεσμοθέτηση της παγκοσμιοποίησης ως καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως άλλαξε άρδην τα δεδομένα, πάνω στα οποία είχε βασισθεί αρχικά η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως υπερφαλαγγίσθηκε και ουσιαστικά αχρηστεύθηκε από τις διατάξεις υπέρ των ανοικτών συνόρων και της ελεύθερης διακινήσεως κεφαλαίων προϊόντων των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η πρωθύστερη εισαγωγή κοινού νομίσματος, χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη κοινή πολιτική και δημοσιονομική βάση, δεν επιτάχυνε, όπως αναμενόταν, την πολιτική ενοποίηση. Επιδείνωσε, αντιθέτως, τη θέση των ασθενεστέρων μελών, κατέστησε πιο ευάλωτη την Ευρωπαϊκή Ένωση στις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών και ενέτεινε τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις.

Πώς θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες αυτές, η Ευρωπαϊκή Ένωση να ελέγξει αποτελεσματικά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις διεθνείς κερδοσκοπικές επιθέσεις; Πώς θα μπορούσε να προωθήσει κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές, με ορθάνοικτα τα Ευρωπαϊκά σύνορα στις αγορές των τρίτων χωρών; Πώς θα μπορούσε να επιτύχει την εσωτερική σύγκλιση και συνοχή, όταν, με την παγκοσμιοποίηση, συγχέονται ο ενδοευρωπαϊκός ανταγωνισμός και η ενδοευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα με τον διεθνή ανταγωνισμό και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα; Η τελευταία αναφέρεται, προφανώς, σε πολύ διαφορετικά και άνισα επίπεδα ανταπτύξεως, παραγωγικού κόστους και βιοτικού επιπέδου.

ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΜΕ ΠΡΩΤΗ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΑΠΟΚΟΜΙΖΟΥΝ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ. ΔΕΝ
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ, ΩΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ, ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟΥΝ ΚΟΣΤΟΣ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Οι επιπτώσεις από την πολιτική αυτή δεν είναι οι ίδιες για όλες τις χώρες-μέλη. Προφανώς, βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση οι πιο ανεπτυγμένες και ανταγωνιστικές χώρες. Οι τελευταίες μπορούν, με την παγκοσμιοποίηση και το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, ν’ αποκομίζουν πλεονεκτήματα, χωρίς να έχουν ταυτόχρονα το βάρος της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της κοινής πορείας, σε μια προοπτική συγκλίσεως και συνοχής.

Ο κοινός Ευρωπαϊκός ορίζοντας στένεψε εγωιστικά, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γερμανία. Γιατί όμως η Ελλάδα, π.χ., να θυσιάζει, υπό τις συνθήκες αυτές, την εθνική της αγορά, που της εξασφαλίζει μια ελάχιστη σταθερή παραγωγή, όταν δεν έχει ως αντιστάθμισμα μια σχετικά προνομιακή πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή αγορά, που της εγγυόταν προηγουμένως η αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως;

Γιατί να εγκαταλείπει τις εθνικές πολιτικές της και την εθνική της στρατηγική, όταν αυτές δεν αντισταθμίζονται από κοινές Ευρωπαϊκές αναπτυξιακές πολιτικές και στρατηγικές;

Γιατί να εγκαταλείπει το εμπορικό της ισοζύγιο με τρίτες χώρες, όταν η ανεξέλεγκτη εισβολή προϊόντων από τρίτες χώρες χαμηλού κόστους, σε συνδυασμό με την ελεύθερη εισαγωγή των βορείων κυρίως χωρών, μειώνει δραματικά την εθνική της παραγωγή και εκτοξεύει στα ύψη το εμπορικό της έλλειμμα; Πολύ χειρότερα ακόμη, όταν δημιουργεί όρους εθνικού ξεπουλήματος και διολισθήσεως και εκμεταλλεύσεις αποικιακού τύπου;

ΜΟΝΗ Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ
ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ
ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Η πρόσφατη κρίση έκρουσε δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου για το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμφωνία όμως για τη δημοσιονομική ενοποίηση των 26 είναι ατελής και ανεπαρκής. Θεσμοθετεί τη σημερινή ακολουθούμενη πολιτική, με κύριο εκφραστή τη Γερμανίδα καγκελάριο.

Η δημοσιονομική ενοποίηση δεν αναιρεί τους βαθείς λόγους της κακοδαιμονίας που πλήττει τις νότιες Ευρωπαϊκές χώρες. Είναι εύκολη και βολική η απόδοση όλων των ευθυνών για την κατάσταση αυτή στους γνωστούς εσωτερικούς λόγους. Οι τελευταίοι, προφανώς, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμούνται. Δεν εξηγούν όμως τα πάντα. Η καταχρηστική επίκλησή τους είναι εκ του πονηρού και έχει ως στόχο να αποκρύψει άλλους λόγους, που αποτελούν μέρος του σημερινού Ευρωπαϊκού και διεθνούς συστήματος.

Κλασικό παράδειγμα είναι η γνωστή ρητορική για την ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα, π.χ., μπορεί να είναι ανταγωνιστική με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, με τις οποίες επέλεξε να συστήσει κοινή Ευρωπαϊκή αγορά. Δεν μπορεί όμως να είναι ανταγωνιστική με την Κίνα, π.χ., ή οποιαδήποτε άλλη τρίτη χώρα πολύ χαμηλού κόστους, ακόμη και αν μείωνε, κατά 50% ή περισσότερο, το βιοτικό της επίπεδο.

Γιατί, άλλωστε, πρέπει να είναι ευθέως ανταγωνιστική, με ανοικτά σύνορα, με όλες τις χώρες του κόσμου; Γιατί τότε δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αναφορά ένα συγκρίσιμο περίπου επίπεδο ζωής, εάν ήταν στόχος η δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς;

Είναι προφανές ότι η λειτουργία μιας τέτοιας παγκόσμιας αγοράς ευνοεί τον ακραίο συγκεντρωτισμό πλούτου προς τα πάνω, με τη μορφή μιας διεθνούς χρηματιστικής ακραίας ολιγαρχίας, και την υποβάθμιση προς τα κάτω της μεγάλης πλειοψηφίας, με την καταστροφή της μεσαίας τάξεως και την υπαγωγή σε Κινεζικού τύπου «ανταγωνιστικότητα» των εργαζομένων.

Προωθεί επίσης την κυριαρχία της ασυδοσίας των αγορών πάνω από τα κράτη και το δημόσιο συμφέρον και την άνθιση της κερδοσκοπικής εικονικής οικονομίας σε βάρος της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας.

Η πολιτική αυτή είναι καταστροφική για ολόκληρη την Ευρώπη. Καταστρέφει όμως άμεσα τις πιο αδύνατες χώρες, με πρώτη στη γραμμή την Ελλάδα. Η επικέντρωση στην Ελλάδα της προπαγάνδας για τον ενδογενή δήθεν μόνο χαρακτήρα της κρίσεως δεν φαίνεται σήμερα καθόλου πειστική, μετά τη γενίκευση της κρίσεως στην Ευρώπη και το απειλητικό φάσμα ιδίως της ενδεχόμενης χρεοκοπίας μιας μεγάλης χώρας, όπως είναι η Ιταλία.

Γιατί, άλλωστε, παρουσιάζει έναν τέτοιο κίνδυνο μια μεγάλη βιομηχανική χώρα όπως η Ιταλία ή ακόμη και η Ισπανία;

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΔΕΣΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Με τις παραπάνω σκέψεις και με ολοφάνερους πλέον τους στόχους που επιδιώκονται από πολιτικές τύπου Μνημονίου, η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δεχθεί νέα δανειακή σύμβαση μνημονιακού τύπου, με την οποία να δένει τα χέρια της και ν’ αποδέχεται το «πεπρωμένο» που ορισμένοι της επιφυλάσσουν.

Ποιο είναι αυτό το «πεπρωμένο»; Να εγκαταλείψει την ελπίδα ότι μπορεί να διατηρήσει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, τον εθνικό της πλούτο και τον έλεγχο της εθνικής της προοπτικής και του μέλλοντός της.

Διέπραξε το σφάλμα να μην προχωρήσει, το 2009, σε μερική αναδιάρθρωση του χρέους της και να δεχθεί το Μνημόνιο. Δεν πρέπει να επιτείνει και να ολοκληρώσει αυτό το σφάλμα, με την υποθήκευση του δημόσιου πλούτου και του μέλλοντός της για ένα τριπλάσιο περίπου ποσό, για το οποίο είναι ισχνές οι ελπίδες βιωσιμότητας. Πολύ περισσότερο, όταν δεν έχει καμία εγγύηση ότι δεν θα υποστεί, ακόμη και μετά την υπογραφή μιας τέτοιας δανειακής συμβάσεως, μια ελεγχόμενη ή άτακτη χρεοκοπία.

Με τη λογική αυτή, δεν πρέπει να δεχθεί την υπαγωγή ολόκληρου του δημοσίου χρέους της και της εθνικής της κυριαρχίας στο αρπακτικό Αγγλικό δίκαιο και στις δεσμεύσεις του Μνημονίου, που περιλαμβάνουν την παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας.

Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε μονομερή αναδιάρθρωση του χρέους, λαμβάνοντας γι’ αυτό όλα τ’ αναγκαία προληπτικά πολιτικά μέτρα.

Ποιοι πολιτικοί ηγέτες όμως είναι σε θέση ν’ ασκήσουν μια τέτοια πολιτική; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που θέτει η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.


Σχολιάστε εδώ