Η ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ
Για όλα αυτά ασφαλώς κάτι θα έχετε ακούσει, επειδή αυτός ο θρύλος της «χαμένης πολιτείας», που, όπως τον περιγράφει και ο Πλάτωνας σε ένα διάλογό του με τον Τιμαίο και τον Κριτία, ήταν τόση η τελειότητα και η ευημερία εκείνης της φανταχτερής πολιτείας, που ενοχλήθηκαν μέχρι και οι θεοί του Ολύμπου, που επειδή δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ήταν δυνατόν να υπάρξει άλλη πολιτεία πιο τέλεια και φανταχτερή από τη δική τους, αποφάσισαν τελικά να την καταστρέψουν με ολοκληρωτική της εξαφάνιση, έστω και αν ήταν έργο των δικών τους θεϊκών χεριών. Έτσι, μια νύχτα χωρίς αστροφεγγιά, για να μην τους βλέπει και ο κόσμος και τους σχολιάζει, την πιάσανε και οι δώδεκα από τις άκρες της και την πετάξανε στο πιο άπατο σημείο της αχόρταγης θάλασσας και πάνε και τα μεγαλεία της και πάνε και οι χαρές της και ούτε κουβέντα πια για εκείνη τη μεγάλη και την τρανή Ατλαντίδα, χωρίς κανένας να ζητήσει ευθύνες, όπως γίνεται για όλα τα μεγάλα εγκλήματα και προπαντός όταν ενοχοποιούνται και θεοί της καθημερινής κατανάλωσης «πλαστικής» ευημερίας.
Τώρα, αν αναρωτηθείτε -και δικαίως- τι ήθελε και ήρθε να μπλέξει στο κυριακάτικο σημείωμά μας η ξεχασμένη ιστορία της Ατλαντίδας, ο λόγος που την έφερε είναι περισσότερο το πείσμα που έχει το άρρωστο μυαλό μου να επιμένει ότι όλες οι ιστορίες του κόσμου, ακόμα και οι «παραμυθιασμένες», αυτές μάλιστα περισσότερο, είναι όλες ένα μεγάλο πακέτο άσπρο χαρτί με ατέλειωτο καρμπόν που η κάθε μια ιστορία είναι και μια «ξεπατικούρα» σελίδα από μια προηγούμενη ιστορία που την έχουμε ξαναδεί, μπορεί και χτες, μπορεί και προχτές, μπορεί και σε μια άλλη ζωή.
Και τώρα πείτε μου ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη μυθική και λάμπουσα Ατλαντίδα, εκείνη που έσβησε και χάθηκε ένα πρωί, με την τηλεόρασή μας, την αστραποβολούσα και κυριαρχική, με τη φαινομενική της ευημερία, που κι αυτή, από τη μία στιγμή στην άλλη, στο «μπαμ και κάτω», εξαφανίστηκε και χάθηκε στο πέλαγος της ανυπαρξίας και οι 5 – 6, μπορεί και 7 μεγαλοεκδότες, παίζοντας με τη σειρά τους τους ρόλους των σύγχρονων «θεών», ψάχνονται μεταξύ τους για να δούνε πού βρίσκονται και πού πατάνε..
Και είναι οι ίδιοι, που επιπόλαια και βιαστικά, όπως γίνονται όλα σ’ αυτό τον τόπο, πήραν και την τηλεόραση στα χέρια τους, χωρίς μελέτη, χωρίς πείρα, χωρίς προγραμματισμό, μόνο και μόνο για να μη φύγει από τα χέρια τους αυτό το «όπλο» και το άλλο πρωί γεμίσαμε στούντιο περίπου χολιγουντιανά, δημοσιογράφους-παρουσιαστές με εξωφρενικές αμοιβές, δημιουργήθηκε ένας ολόκληρος κόσμος, μια τηλεοπτική κοινωνία από ηθοποιούς, τεχνικούς, συγγραφείς, ανύπαρκτοι ως εκείνη τη στιγμή, όλοι τους εξαρτημένοι από την τηλεόραση με στόχο το πώς θα αρπάξουν την μπουκιά από το στόμα του άλλου, καταργώντας κάθε κανόνα ιεράρχησης του επαγγελματισμού, έχοντας εγκαινιάσει ένα καινούργιο επίθετο, του «θεού» και της «θεάς». Κάποιος βλάκας σε ώρες ενθουσιασμού το φώναξε σε κάποια βυζασταρού της πίστας «είσαι θεά» και από τότε γεμίσαμε θεούς και θεές της συμφοράς. Μια χάρτινη κοινωνία, που με το πρώτο φύσημα ενός ανατρεπτικού αέρα, πρώτοι από όλους οι εγχώριοι μεγαλοεκδότες έκαναν πίσω και που μόνο τα «εορταστικά» προγράμματα των δύο τελευταίων εβδομάδων του χρόνου που έφυγε, ήταν αρκετά για να μας δώσουν να καταλάβουμε την «καταβύθιση» της ελληνικής «Ατλαντίδας».
Με τα περισσότερα στούντιο με τον άρτιο εξοπλισμό που είναι αμφίβολο αν ξεπληρώθηκαν, τώρα με το μοναδικό φως που ανάβει να είναι του νυχτοφύλακα. Με τις περισσότερες εταιρείες παραγωγής εξαρτημένες από την τηλεόραση, που ξανοίχτηκαν σε τρομερές υποχρεώσεις και δάνεια, άσχετο αν σε πολλές από αυτές δεν έχει χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας, με την αγωνία του πότε θα έχουν την επίσκεψη της Εφορίας για να αποκαλύψει τα μαύρα τιμολόγια. Με έναν ολόκληρο κόσμο από τεχνικούς της παραγωγής, που έχουν στηρίξει το πιάτο της οικογένειας στο τηλεοπτικό μεροκάματο και όταν μετρήσετε στο τέλος της κάθε σειράς πόσο μεγάλη είναι η στρατιά των τεχνικών θα τρομάξετε και που όλοι αυτοί είναι τώρα καταδικασμένοι στην ανεργία. Και που όλοι αυτοί, ηθοποιοί, σεναριογράφοι, κειμενογράφοι, μουσικοί και όλες οι βοηθητικές ειδικότητες και μιλάμε πάντα για στρατιές, που περιμένουν ένα αβέβαιο μεροκάματο, κι αυτό «κουρεμένο» από μνημόνια για να πληρωθούν οι στραβοτιμονιές των προηγουμένων κυβερνήσεων.
Είπε κανένας ότι η ιστορία της χαμένης «Ατλαντίδας» είναι μοναδική;
Μέσα στην κακή μας μοίρα κι αυτή.
«ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ…» ΤΗΣ ΝΕΤ
Απόγευμα Πρωτοχρονιάς και όλοι μαζεμένοι στο σπίτι. Ευκαιρία, ημέρα αργίας, να δούνε όλοι μαζί μια κωμωδία, από τις άπαιχτες στην τηλεόραση. Και η επιλογή γίνεται: Στη NET, ώρα 18.15, η ταινία «Κακός μπελάς», παραγωγής 2002 (φρέσκο πράμα!) παίζουν: Τιμ Άλεν, Ρενέ Ρούσο, Στάνλεϊ Τούτσι, άρα νέοι και οι ηθοποιοί και από εταιρεία με καλό παρελθόν, την «Μπουένα Βίστα» του Γουόλτ Ντίσνεϊ, ό,τι το καλύτερο.
Και η οικογένεια στήνεται και ομαδικά για να δει, τι νομίζετε; Ό,τι χειρότερο μπορεί κανένας να διανοηθεί, μέχρι που και ο χαρακτηρισμός του «εμετικού» είναι λίγος, σε μια αστυνομική ιστορία, ουσιαστικά ανύπαρκτη, από την οποία δεν λείπουν μέσα σε όλα τα «ευρηματικά» ενός ηλίθιου σεναριογράφου και ένας… βιασμός άντρα από γυναίκα, ένα τατουάζ σκορπιών σε πισινούς, πορδές σε ώρα φαγητού, χρήση ναρκωτικών και με διαλόγους επιλεγμένους από γκέτο περιθωριακών, αυτά από τα λιγότερα…
Και πάμε τώρα στα παρασκήνια της επιλογής χρονιάρα μέρα: Η ταινία αγοράστηκε από την ΕΡΤ μέσα στο πακέτο των ταινιών της «Μπουένα Βίστα», όπου για να συμπληρωθεί ο αριθμός του πακέτου των 300 μπορεί και 400 ταινιών, χώθηκε μέσα και η υποχρεωτική σαβούρα. Και αυτή η σαβούρα, που δεν είναι και η μόνη, παίχθηκε χωρίς κανέναν έλεγχο, πληρώθηκαν στους Αμερικανούς τα δικαιώματα, οι προμήθειες στον αντιπρόσωπο, τα έξοδα του υλικού, στη συνέχεια πληρώθηκε ο μεταφραστής, τα έξοδα υποτιτλισμού και «όλη η ελληνική οικογένεια» αναγκάστηκε, πρωτοχρονιάτικα, να δει μια αμερικανική πατάτα, σκέτο ξερατό, που στη χώρα του αποκλείεται να παίχτηκε ούτε σε κανάλι μεταμεσονύκτιων εκπομπών και να το πληρώσουμε κι από πάνω.
Και δεν βρέθηκε ένας τεμπελχανόβιος του αρμόδιου τμήματος, που «υποτίθεται» ότι «ξέρει» τις ταινίες που διαχειρίζεται, διότι ΠΡΕΠΕΙ να τις ξέρει, να πει σε κάποιον προϊστάμενο «όχι, αυτό το ξερατό δεν είναι για να το παίξουμε, θα μας κράξουν»! Μα, ΟΥΤΕ ένας! ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως η Διεύθυνση της ΝΕΤ έχει την υποχρέωση για κάποιες εξηγήσεις; Επειδή σίγουρα θα επανέλθουμε…
«Κακός μπελάς» η ταινία, «κακός μπελάς» κι εμείς!
****
ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΑΝΕΚΔΟΤΑ!
• Τρεις ολόκληρες δεκαετίες χωρίζουν τις επάνω φωτογραφίες από τις κάτω και δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι οι εικονιζόμενες είναι οι ίδιες, η Δήμητρα και η Χάρις, με πόση διαφορά όμως και στο ύφος και στη γοητεία και σ’ αυτό το «κάτι άλλο» που τις κάνει να ξεχωρίζουν από έναν ολόκληρο «συρφετό» που ασχολούνται με το ίδιο «επάγγελμα», αν το σωστά επιλεγμένο τραγούδι είναι μόνο «επάγγελμα»…
Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, χωρίς και οι ίδιες να ανήκουν στην ομάδα των «στραβών» (κάθε άλλο μάλιστα), είναι άλλο πράμα να λες τα τραγούδια σου για μια πελατεία που ήρθε ΚΑΙ για να φάει, σε γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται με τα μπουκάλια στο χέρι και σε λουλουδούδες που σου κολλάνε φορτικά να πάρεις λουλούδια για τις άδουσες και άλλο να είσαι καλοκαθισμένος και άνετος στις πολυθρόνες του «Παλλάς» και να χαίρεσαι το τραγούδι τους μέσα σε θρησκευτική σιγή και που σίγουρα είναι μια διαφορετική περίπτωση, όπως και οι δύο φωτογραφίες με τη διαφορά των πρόσβαρων 30 χρόνων!
Μακάρι έτσι να τις ξαναδούμε όταν θα έχουν προσθέσει μερικές ακόμα δεκαετίες στις φωτογραφίες τους, γιατί δεν είναι η ικανότητα και τα φίλτρα του φωτογράφου που βοηθούν, όσο «η σωτηρία της φωνής -που είναι πολύ μεγάλο πράμα» και αυτό το έχουν πολύ σίγουρα όχι μόνο στο τσεπάκι τους, αλλά και στο μοναδικό λαρύγγι τους…
• Αν προσέξατε το ύφος του δήμαρχου Καμίνη, στην πολύ σεμνή και συγκρατημένη, όντως, γιορτή έξω από το δημαρχείο στην Πλατεία Κοτζιά για την είσοδο στο νέο χρόνο, τα τελευταία δευτερόλεπτα του «απερχομένου», όταν μέτρησε τα… «πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα..», το πώς είπε εκείνο το μοιραίο «μηδέν»!
Σαν να το διαολόστελνε, όπως και όλοι μας και στον αγύριστο…
Κύριε δήμαρχε, εκτός από συνήγορος του πολίτη, είσαστε και εκφραστικότατος!
• Τελικά πόσοι είναι με τη φιλοδοξία του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ; Ένας, δύο, τρεις… εφτά, οκτώ, εννιά; Υποψήφιος και ο Βενιζέλος που τρίζει τα δόντια του, «κάντε πίσω, ρε, που θα τα βάλετε μαζί μου», ταύρος και ο Πάγκαλος που ομολόγησε ότι τα έφαγε κι αυτός, να σου που κουνάει την ουρά της και η Διαμαντοπούλου παριστάνοντας την εγχώρια «σιδηρά κυρία», γιατί όχι και ο Παπουτσής που ξέρει και τα λέει χύμα, αν όχι και ο Χρυσοχοΐδης και στο λάου-λάου κι ο Λοβέρδος…
Και ύστερα, ποιος θα είναι ο ρόλος του Γιώργου Παπανδρέου, που προβλεπτικότατος δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρει πια ούτε ο ρόλος του προέδρου ούτε και του πρωθυπουργού. Τότε ποιος; Μήπως εκείνος του «γκεστ σταρ» που βάζαμε κάποτε και τον Γκιωνάκη στις ελληνικές φαρσοκωμωδίες; Μήπως και ένας περίπου «γκεστ σταρ» δεν ήταν κι ο Γιωργάκης όλα αυτά τα χρόνια της κυβερνητικής μας φαρσοκωμωδίας;
***
Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ…
Τι είναι αυτό που όσα βιβλία κι αν έχουμε γράψει ή και πολύ περισσότερο όταν στο άσπρο χαρτί εναποθέτουμε κάποια «αναμνησιακά» μας, το πρώτο που θα θυμηθούμε είναι όλες εκείνες οι παιδικές μας γνωριμίες, που άλλοτε η μνήμη συνηγορεί για vα δικαιώσει την παρεξηγημένη στάση ενός παιδιού και άλλοτε πάλι για να κάνει τη μνήμη πικρότερη.
Με το εντελώς «προσωπικό» του βιβλίο «Ένα ποτάμι θάλασσα», ο αγαπητός μου Στέφανος Ληναίος, γράφοντας για έναν μικρό Σωτήρη, μέσα στα 15 κεφάλαια του βιβλίου, μιλάει για μια δύσκολη παιδική ηλικία, που στο βιβλίο του άλλοτε αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετώπισε ο παιδικός του φίλος στην προσπάθειά του «να τα βρει» με τους ανθρώπους και άλλοτε, με «εργαλείο» πάλι τον δικό του Σωτήρη, περνάει σε καταστάσεις που αφορούν τον δικό του «Στέφανο». Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή, χωρίς και ο ίδιος ο Στέφανος Ληναίος να το έχει καταλάβει, αποτελεί και ένα «ανοιχτό βιβλίο» για όποιον δεν τον ξέρει καλά για να έχει εκτιμήσει και την αδιάλλακτη πολιτική και καλλιτεχνική συμπεριφορά του, αλλά και την αξιοπρέπειά του, όπως ξέρει μόνος του να την υπερασπίζεται.
Μπορεί να καθυστέρησε πολλά χρόνια για να το εκδώσει. Εξηγεί βέβαια, με πολύ τρυφερό τρόπο, την αιτία, όμως τώρα παίζοντας και το «Δεν πληρώνω… Δεν πληρώνω» με την Έλλη Φωτίου στο θέατρο «Άλφα» (ξέρετε, ε; Πατησίων & Στουρνάρη, στην «ανήσυχη» γωνία) είναι μια πολύ ταιριαστή περίπτωση για να «εισπράξετε» ένα πολύ καλά «πληρωμένο Ληναίο»!
Το συνιστώ εγκάρδια και με τη σύσταση να καταλαβαίνει ο ανυποψίαστος αγοραστής ότι δεν πρόκειται για ένα ταξιδιωτικό «ποταμοθαλασσινό» αφήγημα, αλλά για ένα βιβλίο με πολύ «γεμάτο» περιεχόμενο, παρά το ωραιότατο, αλλά αναποτελεσματικό εξώφυλλο, διότι, όπως και να το κάνουμε, και τα βιβλία θέλουν το δικό τους «μάρκετινγκ» για να πηγαίνουν στα ράφια της βιβλιοθήκης και όχι στην ανακύκλωση.