ΠΟΛΥ ΓΕΛΑΣΑ ΜΕ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΩΡΑ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ TA ΨΑΛΛΩ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ
Ήμουν ένα χαρούμενο
παιδί τής χώρας τούτης
καί τώρα εκατάντησα
ένας γέρος ξεκούτης.
•••
Τά πάντα όλα μʼ ενοχλούν
καί δέν κοιτώ τό χάλι
απʼ όταν μέ άρπαξε ο παπάς
καί μʼ έβγαλε Μιχάλη.
•••
Λάδια ως καί λασπόνερα
κυλούσαν στό κορμί μου
κι έμοιαζε μέ σκαντζόχοιρο
η άθλια προτομή μου.
•••
Νόμισα ότι πνίγομαι
πάρθηκε η πνοή μου
καί τού παπά εβούτηξα
τό γένι πρός τιμή μου.
•••
Επέρασα μία ζωή
πάντα νά φταίνʼ οι άλλοι
κι ουδέποτε εμέτρησα
τό εδικό μου χάλι.
•••
Όταν μέ εξαπέστειλαν
στό βάρβαρο σχολείο
νόμιζα ότι έφτασα
σέ κάποιο μαυσωλείο.
•••
Γενειοφόρος δάσκαλος
καί μιά χοντρή δασκάλα
μέ περιμέναν ευσταλείς
στήν μαρμαρένια σκάλα.
•••
Διότι έφτανα αργά
ως καθυστερημένος
στήν ώρα και εις τό μυαλό
καί πάντα δακρυσμένος.
•••
Διότι η μητέρα μου
πρίν κάν νά ξεκινήσω
εφόρτωνε στήν πλάτη μου
ένα μπαστούνι ίσο.
•••
Ήταν διαόλου γέννημα
τό σόι της καί κείνη.
Οι πάντες τότε πίστευαν
πώς έρχεται η γαλήνη
•••
άν καταντούσες άλαλος
καί πάντα σιωπούσες.
Τότε δέν ήξεραν πολλά
γιά τίς ωραίες Μούσες.
•••
Όταν τά έτη διάβηκαν
καί πήγα παραπάνω
σʼ ένα Σχολείο κάλλιστο
τού Τσίλερ, τί νά κάνω
•••
θαύμαζα τά αγάλματα
κι όχι τους διδασκάλους
διότι μού λέγαν για μυαλό
πώς έχω δύο κάλους.
•••
Αγάπαγα πολλά σκυλιά
καί τράγους μέ κουδούνια
κι έτσι τήν έβγαζα συχνά
πάνω στά κορφοβούνια.
•••
Μέ ξέραν όλοι οι βοσκοί
καί λέγαν στήν φαμίλια:
Τί έχει τό κακόμοιρο
καί σπάει τά καντήλια;
•••
Διότι στά εξωκκλήσια
μανιώδης καί φουριόζος
κατέβαζα τούς κάνδηλας
λές κι ήμουνα μαφιόζος.
•••
Έτσι τελειώνω τό σκολειό
τής πρώτης μου παιδείας
καί από τότε μού ʼμεινε
τό χούι τσʼ αηδίας.
………………………………
………………………………
Αποτεινόμενος στούς όμοιο-δεινοπαθούντες
λέγω: Θά συνεχίσω στό επόμενο μέ τό άλλο
Γκουαντάναμο πού τότε τό έλεγαν ΓΥΜΝΑΣΙΟ.