ΓΚΡΙΖΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Σήμερα διαπιστώνουμε μια μετεξέλιξη της γραφειοκρατίας σε μια σχεδιομανία ή σε έναν φορέα κρατικών ψευδαισθήσεων.

Απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους ή τις διαπιστώσεις αυτές παραθέτουμε ατροφικούς θεσμούς, διαμορφώνουμε εθνικούς μύθους, προσπαθούμε να πετύχουμε ανιστόρητους διακανονισμούς με στόχο την ουδετεροποίηση των συσχετισμών δυνάμεων ή συμβιβασμούς που δεν ενισχύουν σε καμία περίπτωση τη διαπραγματευτική μας ισχύ. Υιοθετούμε μοντέλα καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού ή καπιταλιστικής περικύκλωσης με ευρωπαϊκό μακιγιάζ, προωθούμε απλοϊκές αισιοδοξίες, οδηγούμαστε σε προπαγανδιστικούς ακτιβισμούς, δεχόμαστε αστικές μεταμφιέσεις λογοκρισίας και κυρίως αφήνουμε να δημιουργηθούν οι ψευδοδιακρίσεις ανάμεσα στο ιδεολογικό και το επιστημονικό ή ταυτίζουμε τον πολιτικό ρεαλισμό με έναν διανοουμενίστικο ρεφορμισμό ή με έναν πεσιμιστικό τρόπο διπλωματίας.

Αντί ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, απλώς τον εξηγούμε και πολλές φορές ενοχοποιούμε τρίτους αθώους ή αυτοενοχοποιούμαστε, δημιουργώντας σύγχυση ανάμεσα στην τακτική των κινήσεων και τη στρατηγική των θέσεων.

Από την άλλη πλευρά η Ευρώπη ως συγκεντρωτικός, γραφειοκρατικός και αυταρχικός Λεβιάθαν, όπου τα διάφορα τοπικά, περιφερειακά και εθνικά ανταγωνιστικά κινήματα του παλαιού κράτους-έθνους καλύπτουν έναν πανικό απώλειας ταυτότητας και όπου είναι δύσκολη η καθιέρωση κοινού κύκλου εννοιών για τη δημοκρατία και τη συνοχή, αφού τα υπόγεια κοινωνικά ρεύματα έχουν δημιουργήσει αρκετές φθορές στο σύστημα, δεν μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε ότι, όχι πια μέσα από το κράτος, αλλά μέσα από διεθνικούς ή περιφερειακούς φορείς, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους αυτούς.

Οδεύουμε, λοιπόν, σε μια κοινωνία των οργανώσεων και όχι των κινημάτων, σε μία ad hoc-κρατία όπως την ονομάζει ο Άλβιν Τόφλερ, δηλαδή ειδικής αποστολής προσωρινές λύσεις από άτομα τα οποία μετά δεν ξανασυναντιώνται, από διακρίσεις ανάμεσα σε οργανωτές και διευθύνοντες και οργανωμένους και διευθυνόμενους, από κατευθυντήρια όργανα της κρυφής εξουσίας, και βέβαια όλα αυτά στο όνομα μιας τεχνολογίας ή μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, που δεν έχει πια (και δεν μπορεί να έχει) ένα καθολικό και ομοιογενές κράτος να τη στηρίζει.

Δεν θα ήθελα να μιλήσω για το εξίσου δύσκολο εγχείρημα, για να μην πω «άλλοθι», δηλαδή τη δημοκρατία της διεθνούς κοινωνίας. Κι αυτή θεωρητικά έχει προταθεί, έχει αμφισβητηθεί, έχουν μιλήσει για την κοινωνία των κοινωνιών ή για να το πω ακριβώς, αυτό που ο Berki αποκάλεσε «Για έναν ολόκληρο κόσμο κοινωνιών».

Χρειαζόμαστε μια κοινωνία με συλλογικό όραμα, με αυτοσυνειδησία, με κοινωνικούς δεσμούς και κυρίως με μηχανισμούς αυτορύθμισης. Μια κοινωνία που θα μπορέσει να φέρει σε διάλογο τους πολιτισμούς και βέβαια που θα καταφέρει να γενικεύσει τον δημοκρατικό έλεγχο με την ενίσχυση των Κοινοβουλίων, τη δημιουργία νέων αντιπροσωπευτικών σωμάτων σε εθνική, ηπειρωτική ή παγκόσμια κλίμακα και με την υποστήριξη των μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Δεν είμαι ειδικός για να πω εάν το ελάχιστο κράτος σημαίνει και ενεργητική κοινωνία ή σημαίνει ελάχιστη κοινωνία ή πώς ακριβώς θα μπορούσε κανείς να δώσει δύναμη στους πολίτες, ώστε ν’ ασχολούνται με την ελευθερία ή να προστατεύουν την ελευθερία ακόμα και των εφησυχασμένων ή και των αδιάφορων. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν πάει άλλο.


Σχολιάστε εδώ