ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Η Κύπρος, με τα δεδομένα αυτά, εξασφαλίζει σημαντική θέση μεταξύ των χωρών-παραγωγών φυσικού αερίου και ενδεχομένως πετρελαίου, εάν διαπιστωθεί ότι κάτω από το κοίτασμα φυσικού αερίου, σε μεγαλύτερο βάθος, βρίσκεται επίσης πετρέλαιο. Το τελευταίο έχει διαπιστωθεί σε γειτονικό κοίτασμα στην ΑΟΖ του Ισραήλ, που είναι παρόμοιας γεωλογικής υφής.

Η Κύπρος, για προφανείς λόγους, αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά. Μόνο ένα μέρος του διαθέσιμου φυσικού αερίου θα έχει ανάγκη η Κύπρος για την κάλυψη της εσωτερικής της αγοράς. Το άλλο θα πρέπει να εξάγεται. Κατά πρώτο λόγο, στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά. Η Κύπρος εντάσσεται, με τον τρόπο αυτό, στον ενεργειακό χάρτη και στις πολιτικές ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης.

Η μεταφορά του φυσικού αερίου και η ενδεχόμενη υγροποίησή του θα απαιτήσουν επίσης συνεργασίες και μπορεί, με κατάλληλους χειρισμούς, να καταστήσει την Κύπρο σημαντικό περιφερειακό ενεργειακό κόμβο.

Η ΚΥΠΡΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΟΛΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ

Η Κύπρος έχει ενώπιόν της κρίσιμες στρατηγικές επιλογές. Οι τελευταίες αναφέρονται συγκεκριμένα:

α. Στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της, υπό συνθήκες ασφαλείας και σταθερότητας.

β. Στον τρόπο και στις αναγκαίες συνεργασίες για την επεξεργασία και τη μεταφορά του φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή αγορά και αλλού.

γ. Στις νέες αδειοδοτήσεις για την πραγματοποίηση γεωτρήσεων σε άλλα οικόπεδα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.

δ. Σε μια ολοκληρωμένη πολιτική για την αξιοποίηση, κατά τον βέλτιστο τρόπο, του φυσικού αερίου, προς όφελος επίσης των μελλοντικών γενεών.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη επιλογή, είναι κρίσιμης σημασίας η σχέση με το Ισραήλ, το οποίο αντιμετώπισε επίσης αμφισβητήσεις και απειλές για τη δική του ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας. Υπάρχει εκ των πραγμάτων σύγκλιση στρατηγικών συμφερόντων, με δεδομένη, για το προβλεπτό μέλλον, τη ρήξη μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ.

Η στρατηγική αυτή προσέγγιση έχει ως κοινό παρονομαστή κοινά ζωτικά συμφέροντα και κοινή Τουρκική απειλή. Δεν στρέφεται κατά των Αράβων ούτε πρέπει να οδηγήσει σε θυσία αρχών, σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Παλαιστινιακό. Η θέση της Ελλάδος και της Κύπρου είναι υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους και κατά της δημιουργίας νέων επικοισμών στα κατεχόμενα εδάφη. Η θέση αυτή συμπίπτει και με τη συλλογική θέση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Το ίδιο το Ισραήλ αντιλαμβάνεται τη θέση της Ελληνικής πλευράς και δεν θέτει απαράδεκτες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της στρατηγικής συνεργασίας. Αντιθέτως, πιστεύει ότι οι καλές σχέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου με τον Αραβικό κόσμο θα μπορούσαν, σ’ ένα μέτρο, ν’ αντισταθμίζουν θετικά την άκρως εχθρική Τουρκική πολιτική στον Αραβικό κόσμο, που συντάσσεται με τις πιο ακραίες Ισλαμιστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως είναι η Χαμάς στη Γάζα. Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική η πρόσφατη επίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Χαμάς Χανίγιε στην Τουρκία, την ώρα που η άλλη πτέρυγα των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, μ’ επικεφαλής τον Αμπάς, επαναλαμβάνει τις συνομιλίες με το Ισραήλ, με διαμεσολάβηση του βασιλέως της Ιορδανίας. Είναι ενδεικτική επίσης η δήλωση του Χανίγιε, κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία, ότι η Αραβική Άνοιξη εξελίσσεται σε Ισλαμική Άνοιξη.

Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, η διαδικασία εκδημοκρατισμού στον Αραβικό κόσμο είναι αναπόφευκτο να διέλθει μέσα από την αύξηση της επιρροής του Ισλαμισμού. Οι χώρες αυτές δεν έχουν ιστορικές εμπειρίες έξω από το Ισλάμ, την αποικιοκρατία και τα σύγχρονα αυταρχικά Αραβικά καθεστώτα. Θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με υπομονή και κατανόηση, με στόχο να περιορισθούν οι πιο ακραίες μορφές του Ισλαμικού ζηλωτισμού και να διαφυλαχθεί η εξελικτική δημοκρατική διαδικασία. Αυτό όμως δεν αποκλείει, βεβαίως, τον κίνδυνο της ανόδου φανατικών Ισλαμιστικών κινημάτων, που θα μπορούσαν, υπό ορισμένους όρους, να υποθηκεύσουν και να μεταλλάξουν την Αραβική Άνοιξη.

Επανερχόμενοι στο θέμα της στρατηγικής συνεργασίας της Κύπρου με το Ισραήλ για τα κοιτάσματα του φυσικού αερίου, η τελευταία είναι επιτακτική ως απαραίτητος όρος ασφάλειας και σταθερότητας αλλά και βιώσιμης αξιοποιήσεως των Κυπριακών κοιτασμάτων, σε συνδυασμό με τα Ισραηλινά και, ενδεχομένως, άλλα κοιτάσματα της περιοχής στο μέλλον.

Από την άποψη αυτή, έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία η συνεργασία με την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Με την πρώτη υπάρχει ήδη συμφωνία διμερούς συνεργασίας με την Κύπρο. Με τον δεύτερο εκκρεμεί, δυστυχώς, ακόμη η επικύρωση της συμφωνίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Η Άγκυρα ασκεί έντονες πιέσεις στον Λίβανο να μην επικυρώσει τη συμφωνία. Ο Λίβανος έχει επίσης σ’ εκκρεμότητα την οριοθέτηση της ΑΟΖ με το Ισραήλ. Αμφισβητεί επίσης το προς τον Λίβανο όριο της ΑΟΖ του Ισραήλ, με το οποίο βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.

ΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Συναφές προς τη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ είναι και το θέμα της επεξεργασίας και της μεταφοράς του φυσικού αερίου. Για λόγους ευελιξίας στη διάθεση του προϊόντος και χαμηλότερου κόστους, εκτιμάται από ειδικούς ότι είναι προτιμότερη η λύση της υγροποιήσεως του αερίου, ώστε να είναι εύκολη η θαλάσσια μεταφορά του, με κατάλληλα ειδικά πλοία, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Είναι πολύ σημαντική, στην περίπτωση αυτή, η επιλογή της Κύπρου για την υγροποίηση και προώθηση, στη συνέχεια, στην Ευρώπη και σ’ άλλες ενδεχομένως αγορές του συνόλου της προβλεπόμενης παραγωγής στην Κυπριακή και Ισραηλινή ΑΟΖ, ώστε να είναι βιώσιμη η απαιτούμενη μεγάλη επένδυση. Η υποδομή αυτή θα είναι, προφανώς, ανοικτή για την επεξεργασία και τη μεταφορά φυσικού αερίου και από άλλες γειτονικές χώρες, στη λογική της περιφερειακής συνεργασίας και της προαγωγής της Κύπρου σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο.

Αναγκαία προϋπόθεση, βεβαίως, για τη συνεργασία με το Ισραήλ είναι η στρατηγική σταθερότητα στην Κύπρο, που δεν θα δημιουργούσε κίνδυνο Τουρκικής παρεμβολής και εξαρτήσεως της μεταφοράς του φυσικού αερίου του Ισραήλ από την Άγκυρα.

Λογικά, οι ανησυχίες αυτές του Ισραήλ συμπίπτουν με τα ζωτικά συμφέροντα της Ελληνικής πλευράς και αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη στροφή στην πολιτική του Ισραήλ, που είχε υποστηρίξει στο παρελθόν το Σχέδιο Ανάν. Δεν θα έπρεπε, επομένως, να υπάρχει κανένα πρόβλημα. Στο σημείο όμως αυτό υπεισέρχεται η ακολουθούμενη πολιτική από την επίσημη Κυπριακή ηγεσία για τη λύση του Κυπριακού και η άτυπη εμπλοκή του θέματος του φυσικού αερίου, ως υποτιθέμενου καταλύτη για την εξεύρεση λύσεως του Κυπριακού.

ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΓΙΑ ΝΑ
ΕΜΠΛΕΞΕΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ΣΤΙΣ
ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΩΣ
ΔΗΘΕΝ «ΧΑΡΤΙ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥΣ

Είναι γεγονός, δυστυχώς, ότι προς τον σκοπό αυτό ασκούνται έντονες παρασκηνιακές πιέσεις στην Ελληνική πλευρά, στο πλαίσιο των διεξαγομένων διακοινοτικών συνομιλιών, υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ.

Η Ελληνική πλευρά έδωσε λαβή για τις πιέσεις αυτές, διαπράττοντας δύο πολύ σημαντικά λάθη. Το πρώτο ήταν οι διαβεβαιώσεις που έδωσε από τη Ν. Υόρκη ο Κύπριος Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας κατά τη διάρκεια της Γ. Συνελεύσεως του ΟΗΕ ότι, ακόμη και χωρίς λύση, οι Τουρκοκύπριοι θα επωφεληθούν από το φυσικό αέριο.

Η δικαιολογία ότι το μήνυμα του Κύπριου Προέδρου απευθύνεται προς τους Τουρκοκυπρίους ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι έωλη. Οι Τουρκοκύπριοι αντιπροσωπεύονται από τον κ. Έρογλου, τον οποίο ο Κύπριος Πρόεδρος αναγνωρίζει ως ηγέτη τους και συνομιλεί μαζί του. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης αυτοπροβάλλεται ως «Πρόεδρος» μιας παράνομης οντότητας στην κατεχόμενη Κύπρο, που παρουσιάζεται ως «κράτος». Το «κράτος» αναγνωρίζεται απ’ όλα τα Τουρκοκυπριακά κόμματα, περιλαμβανομένου του υποτιθεμένου «αδελφού» προς το ΑΚΕΛ κόμματος του Μεχμέτ Ταλάτ.

Για ποιους Τουρκοκυπρίους γίνεται επομένως λόγος; Με ποια λογική, επίσης, αναγνωρίζονται εμμέσως «δικαιώματα» των Τουρκοκυπρίων στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, όταν η Τουρκία κατέχει τη μισή Κύπρο, στο όνομα των Τουρκοκυπρίων, και όταν το Τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος έχει υπογράψει με την Άγκυρα συμφωνία, με την οποία παραχωρεί σ’ αυτήν την ΑΟΖ της κατεχόμενης βορείου Κύπρου; Το δεύτερο σημαντικό λάθος είναι η αποστολή μηνυμάτων περί προοπτικών συνεκμεταλλεύσεως με την Τουρκία του φυσικού αερίου της Κύπρου, υπό προϋποθέσεις, βεβαίως, ή μεταφοράς του φυσικού αερίου της Κύπρου στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας!

Τα μηνύματα αυτά στέλνονται κυρίως μέσα από την ανάθεση του υπουργείου Ενέργειας σε πρόσωπο που υπεστήριξε απροκάλυπτα στο παρελθόν ιδέες περί ενεργειακής ενώσεως της Κύπρου με την Τουρκία. Στέλνονται, επίσης, μέσα από τη σύνθεση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, ο Πρόεδρος του οποίου υπεστήριξε προσφάτως, από τηλεοράσεως, την ιδέα μεταφοράς του φυσικού αερίου της Κύπρου στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας!

Ο ίδιος, τέλος, ο Κύπριος Πρόεδρος, μιλώντας από την εξέδρα της Noble Energy, όταν την επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της γεωτρήσεως, κάλεσε την Τουρκία να επανεξετάσει την πολιτική της στο Κυπριακό, προσφέροντας ως κίνητρο τη «συνεκμετάλλευση» του φυσικού αερίου, μετά τη λύση του Κυπριακού.

Ευτυχώς, μετά τις έντονες αντιδράσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο, εκτός του κυβερνώντος κόμματος, έγινε μια σχετική αναδίπλωση. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς πόση ζημιά προκαλείται στη θέση της Κύπρου από τέτοιες δηλώσεις και τοποθετήσεις και πόση ανησυχία δημιουργείται στην κοινή γνώμη σχετικά με την επάρκεια με την οποία γίνεται η διαχείριση ενός τόσο μεγάλου για την Κύπρο θέματος και το έλλειμμα που παρατηρείται στη διαμόρφωση μιας σταθερής και ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής.

Γιατί όμως η επίσημη πολιτική ηγεσία της Κύπρου είναι επιρρεπής προς τέτοια λάθη, όταν το φυσικό αέριο ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την Κύπρο και την αναβαθμίζει γεωστρατηγικά;

Η ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
ΤΩΝ ΑΤΕΡΜΟΝΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ
ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στην ακολουθούμενη λανθασμένη και αποτυχημένη διπλωματική στρατηγική των ατέρμονων διακοινοτικών συνομιλιών. Οι τελευταίες οδήγησαν, το 2003-2004, στο γνωστό Σχέδιο Ανάν, από το οποίο απαγκιστρώθηκε η Κύπρος, με το δημοψήφισμα, με πολύ υψηλό κόστος.

Η ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση άλλαξε καταλυτικά τα στρατηγικά δεδομένα του προβλήματος. Η Τουρκία κατέχει πλέον μέρος του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αυτή ήταν η νέα βάση πάνω στην οποία θα έπρεπε να διεξάγεται εφεξής ο αγώνας της Κύπρου.

Εφόσον επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει ένα υπερεθνικό πλαίσιο, αποδεκτό από όλους, για την κατοχύρωση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο ως θεσμική κοινή βάση, η Τουρκία δεν μπορεί να επικαλείται κανένα πρόσχημα για δήθεν «προστασία» των Τουρκοκυπρίων.

Για ποιο λόγο θα έπρεπε, λοιπόν, η Κύπρος να επανεγκλωβισθεί σε μια διπλωματική διαδικασία και στρατηγική, σ’ ένα εχθρικό γι’ αυτήν διπλωματικό πλαίσιο, που είναι η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ;

Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, είναι γνωστό ότι η Γραμματεία του ΟΗΕ κυριαρχείται από τον Αγγλικό και τον Αμερικανικό διπλωματικό παράγοντα. Η επιρροή αυτή αντικαθρεφτίζεται σήμερα στο πρόσωπο του Αμερικανού Πρέσβεως Πάσκο. Ο τελευταίος πρωταγωνίστησε στο Σχέδιο Ανάν και είναι σήμερα Βοηθός Γενικός Γραμματέας, αρμόδιος για τα πολιτικά θέματα.

Η Αγγλική επιρροή αντικαθρεφτίζεται στο πρόσωπο του ειδικού συμβούλου για το Κυπριακό, Ντάουνερ. Ο πραγματικός ρόλος του τελευταίου έχει πλήρως αναδειχθεί όχι μόνο από τις πρωτοβουλίες και την τακτική που ακολουθεί, αλλά και από σωρεία δικών του απορρήτων εγγράφων, που διέρρευσαν και δημοσιεύθησαν. Το αρνητικό, άλλωστε, δεν βρίσκεται μόνο στο πλαίσιο. Βρίσκεται επίσης στη βάση των διεξαγομένων συνομιλιών, από δύο απόψεις. Πρώτον, από το γεγονός ότι η ατέρμονη διεξαγωγή και συντήρηση των διακοινοτικών συνομιλιών προβάλλει το Κυπριακό ως διακοινοτικό θέμα αντί ως θέμα εισβολής και κατοχής. Δεύτερον, από το γεγονός ότι η υποτιθέμενη κοινή βάση των διεξαγομένων συνομιλιών είναι πλάσμα της γνωστής εποικοδομητικής ασάφειας και επομένως ψευδεπίγραφη.

Ο αείμνηστος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος είχε επιμείνει ιδιαίτερα στην αποσαφήνιση μιας κοινής βάσεως, πριν την επανέναρξη των συνομιλιών, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Η υπογραφείσα όμως σχετική συμφωνία με τον ειδικό εκπρόσωπο του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ ουσιαστικά παρακάμφθηκε με αμφιλεγόμενη ερμηνεία.

Ο νέος Πρόεδρος αυτοπροεβλήθη ως Πρόεδρος «λύσεως», ως οι προηγούμενοι Πρόεδροι να μην ήθελαν λύση και ως η λύση να εξαρτιόταν από την Ελληνική πλευρά.

Η νέα αυτή προσέγγιση έθεσε ως επίκεντρο της στρατηγικής στο Κυπριακό την προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους, ως οι Τουρκοκύπριοι να μπορούσαν, ακόμη και αν το ήθελαν, να υπερισχύσουν των στρατηγικών στόχων που επιδιώκει η Άγκυρα στην Κύπρο. Οι τελευταίοι διακηρύσσονται διαχρονικά απ’ όλες τις Τουρκικές πολιτικές ηγεσίες, περιλαμβανομένης της σημερινής.

Οι Τουρκοκύπριοι όμως είναι ήδη μειονότητα σε σχέση με τους εποίκους που έχει εγκαταστήσει στην κατεχόμενη Κύπρο η Άγκυρα. Ήδη από την εποχή του Αρχιεπισκόπου Προέδρου Μακαρίου, εγκατέλειψαν επίσης, με δική τους πρωτοβουλία, το δικό τους εφεύρημα, που ήταν η λεγόμενη «Διζωνική Ομοσπονδία».

Διεκήρυξαν με την Κοινοτική τους Συνέλευση ότι ο στόχος αυτός είναι ξεπερασμένος και προέβαλαν απροκάλυπτα τη θέση για ανεξάρτητο Τουρκοκυπριακό κράτος και για λύση «ισότιμης» συνομοσπονδίας δύο κρατών. Στο πνεύμα αυτό, προχώρησαν, το 1983, στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Σ’ αυτό εμμένουν και πάνω σ’ αυτό στηρίζονται οι προτάσεις τους και οι θέσεις τους στις διακοινοτικές συνομιλίες, είτε στην εξουσία βρίσκεται ο «αριστερός» Ταλάτ είτε ο δεξιός Έρογλου.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ενώπιόν μας. Η Ελληνική πλευρά σύρθηκε σε νέες παραχωρήσεις. Η Τουρκία παρουσιάζεται ως δήθεν τρίτο μέρος, που συνεργάζεται εποικοδομητικά για τη «λύση» του Κυπριακού. Προπαγανδίζει ασύστολα την αναγνώριση του ψευδοκράτους ως «ισότιμου» συνιστώντος «κράτους» και προβάλλει τη συνομοσπονδία δύο «κρατών» ως τη μόνη «ρεαλιστική λύση» του προβλήματος, μιλώντας για δύο λαούς, δύο θρησκείες και δύο κράτη.

Η μόνη παραχώρηση που δέχεται είναι η παρουσίαση της συνομοσπονδιακής «λύσεως» που προτείνει ως «διζωνική ομοσπονδία», για να μην ενοχλείται και να παραπλανάται η Ελληνική πλευρά.

Το νέο στη σημερινή συγκυρία είναι οι παρασκηνιακές πιέσεις για τη χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου ως «όπλου» για την αναζωογόνηση των διακοινοτικών συνομιλιών, που βρίσκονται σ’ αδιέξοδο, και για την «πρόοδο» προς μια υποτιθέμενη «λύση».

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα προσπάθεια επανεκδόσεως, με άλλη μορφή, της διαδικασίας που οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν. «Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού». Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει να διαπράξει νέο τραγικό σφάλμα. Ούτε σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο ούτε σε ό,τι αφορά τον χειρισμό του Κυπριακού. Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονεί ότι κορυφαίος στόχος είναι η διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.


Σχολιάστε εδώ